Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε πάνω στο τι σημαίνει η εξαγγελία της κυβέρνησης για τη δημιουργία άλλης μιας «επιτροπής σοφών», διακομματικής σύνθεσης, που θα αναλάβει να μελετήσει το Ασφαλιστικό και να εισηγηθεί λύσεις. Δεν είμαστε χτεσινοί σ’ αυτή τη χώρα και γι’ αυτό θυμόμαστε μισή ντουζίνα τέτοιες επιτροπές (από το 1986 αρχίζει η ιστορία τους), που πάντα εισηγούνταν καρατόμηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Πριν από κάθε αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση προηγούνταν μια ή δύο τέτοιες επιτροπές, που προετοίμαζαν ιδεολογικά το έδαφος και τροφοδοτούσαν τις κυβερνήσεις με το απαραίτητο υλικό.
Γιατί, λοιπόν, να είναι διαφορετικό το έργο αυτής της επιτροπής; Εκτός αν είμαστε τόσο αφελείς που να πιστέψουμε ότι μια δράκα καλοπληρωμένων «ειδικών» θα ενδιαφερθεί για τα εργατικά συμφέροντα. Το μόνο για το οποίο μπορούμε να συζητήσουμε είναι η έκταση και το βάθος των αντεργατικών ανατροπών που θα επιχειρηθούν. Αλλά κι αυτό δεν έχει καμιά σημασία, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Γιατί η αντιασφαλιστική επίθεση δεν έχει τέλος. Κάθε φορά οι κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι έλυσαν το ασφαλιστικό για τα επόμενα 30 ή 50 χρόνια, περνούν κάποιες ρυθμίσεις σε βάρος εργαζόμενων και συνταξιούχων (πότε περισσότερες και πότε λιγότερες, αλλά πάντοτε αντεργατικές) κι ύστερα από μερικά χρόνια ξαναβγάζουν το ασφαλιστικό -που υποτίθεται ότι είχαν λύσει- από το συρτάρι. Οποια, λοιπόν, κι αν είναι η έκταση και το βάθος της νέας αντιασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αυτή δεν θα είναι παρά ένας ακόμη σταθμός σ’ ένα δρομολόγιο χωρίς τέλος.
Εκείνο, λοιπόν, που χρειάζεται να συζητήσουμε και να μας απασχολήσει είναι ο συσχετισμός δυνάμεων, έτσι όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή.
Το ΠΑΣΟΚ, διά στόματος Βενιζέλου, κατέστησε σαφές ότι είναι έτοιμο να συμμετάσχει στο διάλογο για μια «σοβαρή και υπεύθυνη προσέγγιση» του Ασφαλιστικού και κάλεσε τον Τσιτουρίδη «να έρθει το ταχύτερο στη Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, ώστε να πει ποια είναι η άποψη της κυβέρνησης.
Ο Πολυζωγόπουλος έσπευσε με προσωπική του δήλωση να δώσει γραμμή στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Εξέφρασε τη διαθεσιμότητα της ΓΣΕΕ να είναι «υπεύθυνη και σοβαρή σε κάθε συζήτηση» και αναφέρθηκε στις «αρνητικές κοινωνικές συνθήκες», υπό τις οποίες «κανένας διάλογος δεν μπορεί να δώσει θετικό αποτέλεσμα και φυσικά υπάρχει δυσκολία της δικής μας συμμετοχής». Λίγο αργότερα, επειδή προφανώς κατάλαβαν ότι αυτή η δήλωση αποτελούσε αβάντα στην κυβέρνηση, έστειλαν δεύτερη διορθωτική δήλωση, στην οποία το τελευταίο σημείο έγινε «δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις της δικής μας συμμετοχής». Κάνουν, δηλαδή, παζάρι ασκώντας και ολίγη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Οτι σε επίπεδο θεσμών και κοινωνικού διαλόγου ο συσχετισμός είναι καταθλιπτικός σε βάρος των εργατικών συμφερόντων. Πώς μπορεί ν’ αλλάξει; Μόνο με την κινητοποίηση «από τα κάτω».