Η κοινή ανακοίνωση Τσίπρα-Γιούνκερ είναι ένα ακόμη βήμα σε μια πορεία με προδιαγεγραμμένο τέλος: τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής, με κάποια ανώδυνα για το σύστημα μικρομερεμέτια.
Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν αυτό είναι το τελευταίο βήμα ή αν θ’ ακολουθήσουν κι άλλα, το μόνο βέβαιο όμως είναι πως τo πολιτικό σόου θα συνεχιστεί. Νέα κυβέρνηση, νέο πολιτικό προφίλ, «για πρώτη φορά Αριστερά», λογικό είναι πως τα πράγματα δεν μπορούν να κυλήσουν όπως κυλούσαν τα προηγούμενα χρόνια.
Αναφερόμαστε, φυσικά, στον τομέα της πολιτικής διαχείρισης και όχι στον τομέα της πρακτικής πολιτικής, όπου όλα θα εξακολουθούν να κυλούν όπως πριν (με τα μικρομερεμέτια, όπως είπαμε): σκληρή δημοσιονομική λιτότητα, προκειμένου να αποπληρώνονται οι ιμπεριαλιστές δανειστές, και κινεζοποίηση, προκειμένου ο ελληνικός καπιταλισμός να ανακάμψει ως ασιατικού τύπου καπιταλισμός, με την ελπίδα ότι αυτό μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις από ευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η «παιδική χαρά» του Μαξίμου θα συνεχίσει το ίδιο πολιτικό σόου, το σόου της «σκληρής διαπραγμάτευσης», επειδή κρίνει ότι ως πολιτική διαχείρισης αποδεικνύεται αποτελεσματική. Μπορεί αυτό να είναι κοντοπρόθεσμο, όμως μια κυβέρνηση αποφασισμένη να διαχειριστεί τη μνημονιακή πολιτική δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να κάνει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Καθώς διανύει τον τέταρτο μήνα της θητείας της, η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου έχει πετύχει μια τεράστια κοινωνική ανοχή. Ετσι, μπορούν να εμφανίζονται σήμερα τα πιο κυνικά δεξιά στοιχεία (σαν τον Παπαδημούλη) και να δηλώνουν με θράσος ότι ο λαός θα στηρίξει την επώδυνη συμφωνία, γιατί ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ με τη σκέψη ότι «και δυο-τρία πράγματα να κάνει, αρκετά θα είναι».
Αυτό είναι το δόγμα της κοινωνικής υποταγής και της ταξικής αποστράτευσης. Τα πάντα εναποτίθενται στην κυβέρνηση, «μπας και καταφέρει κάτι». Οποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, θα πρέπει να θεωρηθεί ως «το καλύτερο δυνατόν». Στο «καλύτερο δυνατόν» δεν περιλαμβάνονται μόνο άμεσα νέα μέτρα (π.χ. ΦΠΑ) και η προετοιμασία της κλίνης του Προκρούστη για μια καινούργια αντιασφαλιστική ανατροπή, αλλά και η διατήρηση των βασικών συστατικών στοιχείων του μνημονιακού καθεστώτος σε όλους τους τομείς (φορομπηχτικό, αντικοινωνικότητα στις κρατικές δαπάνες, εργασιακό, συνταξιοδοτικό κτλ.).
Οπότε το ερώτημα τίθεται εκ των πραγμάτων με οξύτητα: θα αποδεχτούν αυτή την κατάσταση η εργατική τάξη και όλοι οι εργαζόμενοι, προσδοκώντας «ανάσταση» σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον (η μελλοντολογία είναι πάγια προπαγάνδα όλων των κυβερνήσεων) ή θα διεκδικήσουν τουλάχιστον αυτά που προεκλογικά υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν μιλάμε για το σοσιαλισμό (μολονότι κάποιοι εντός ΣΥΡΙΖΑ και εντός κυβέρνησης εξακολουθούν να βρομίζουν αυτή τη λέξη), αλλά για τη μνημονιακή πολιτική. Για το δημοσιονομικό εφιάλτη και την κινεζοποίηση.
Αν δεν υπάρξει ταξική ενεργοποίηση και διεκδίκηση, τότε οι δυνάμεις του κεφαλαίου -ντόπιου και ξένου- θα αποθρασυνθούν ακόμη περισσότερο, αισθανόμενες ότι έχουν πετύχει στρατηγικού χαρακτήρα νίκη επί της εργαζόμενης κοινωνίας, που τους επιτρέπει να παγιώσουν και να βαθύνουν την κινεζοποίηση. Η ταξική ενεργοποίηση είναι ο κρίσιμος παράγοντας που απουσιάζει σήμερα.