Ηχούν πραγματικά τα τύμπανα του πολέμου στη γειτονιά μας; Βρισκόμαστε όντως υπό πολεμική απειλή από την πλευρά της Τουρκίας;
Λάθος ερωτήματα, στα οποία δίνονται λάθος απαντήσεις. Το ερώτημα που πρέπει να μπει πριν από οτιδήποτε άλλο, είναι ποιος ο χαρακτήρας της ενδεχόμενης πολεμικής απειλής, ποια είναι η πολιτική που ακολουθούν τα μέρη που φέρονται να βρίσκονται στα πρόθυρα μιας ενδεχόμενης πολεμικής σύρραξης.
Στον αστικό εθνικιστικό λόγο, όμως, αυτό το ερώτημα δεν έχει καμιά θέση. Χώρος υπάρχει μόνο για τον εθνικιστικό μανιχαϊσμό: «εμείς» (οι φιλειρηνικοί, οι αμυνόμενοι) και «οι Τούρκοι» (οι φιλοπόλεμοι, οι επεκτατιστές, οι επιτιθέμενοι).
Την προηγούμενη φορά, πάντως, που υπήρξε πολεμική εμπλοκή, το 1974 στην Κύπρο, ήταν η ελληνική πλευρά που «ήρξατο χειρών αδίκων», με το πραξικόπημα της χούντας στο νησί, που έδωσε την αφορμή για την τουρκική εισβολή. Και την αμέσως προηγούμενη φορά, που υπήρξε πραγματικός πόλεμος (και όχι αψιμαχίες), με χιλιάδες νεκρούς, καταστροφές και προσφυγιά, ήταν ο ελληνικός στρατός που εισέβαλε στη Μικρασία, ενεργώντας ως προφυλακή των αγγλογάλλων ιμπεριαλιστών που ήθελαν να καταπνίξουν την τουρκική αστικοδημοκρατική επανάσταση. Οσα ακολούθησαν είναι γνωστά. Η «μεγάλη ιδέα» πνίγηκε στο αίμα και στην προσφυγιά, πράγμα που φροντίζουν να θυμίζουν -με ιταμό εθνικιστικό ύφος- οι σημερινοί τούρκοι πολιτικοί, από τον Ερντογάν μέχρι τον Κιλιντζάρογλου και τον Μπαχτσελί.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η ανάμιξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ήταν ενεργή. Και οι συμφωνίες που υπογράφονταν έφεραν τη σφραγίδα τους. Οι λαοί, ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός, χρησιμοποιούνταν ως κρέας για τα κανόνια τους. Οσο για την ελληνική αστική τάξη, έβρισκε πάντοτε μια στοργική ιμπεριαλιστική αγκαλιά, ακόμα κι όταν συντρίβονταν τα μεγαλοϊδεάτικα σχέδιά της για την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, βέβαια, αλλά πρέπει να αντιληφθούμε ότι βρισκόμαστε σε μια φάση «κόντρας» ανάμεσα στην Τουρκία και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης. Η Τουρκία, μια σημαντική περιφερειακή δύναμη (οικονομικά, πληθυσμιακά, γεωγραφικά, στρατιωτικά) διεκδικεί αυτά που θεωρεί ότι «δικαιούται». Στα νότια σύνορά της καταρχάς (περιοχές των Κούρδων της Συρίας και του Ιράκ), αλλά και στον ενδεχόμενο υποθαλάσσιο πλούτο της Μεσογείου, όπου μέχρι στιγμής την έχουν αφήσει απέξω (η τετραμερής Ισραήλ-Αιγύπτου-Ελλάδας-Κύπρου αποτελεί μια εξ ορισμού αντι-τουρκική συμμαχία).
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χρησιμοποιούν και πάλι την Ελλάδα ως πιόνι στη σκακιέρα τους. Και η ελληνική αστική τάξη παίζει ευχαρίστως αυτόν τον ρόλο, φιλοδοξώντας να γίνει «βαλκανιάρχης» των ιμπεριαλιστών.
Για την Τουρκία ισχύει το «toο big to fail». Είναι πολύ σημαντική για να την χάσει η Δύση. Αργά ή γρήγορα θα τα «βρουν», όπως έχει γίνει και άλλες φορές. Και τότε θ' ακούσουμε ξανά τα εθνικά μυξοκλάματα για τους «εταίρους και συμμάχους» που «μας εγκατέλειψαν».
Επιστρέφοντας στα αρχικά ψευδο-ερωτήματα, μπορούμε να δώσουμε τις απαντήσεις. Δεν υπάρχει τίποτα το εθνικό σ' αυτή τη διαμάχη, υπάρχει μόνο ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, αποφασιστικά ενταγμένων στην ιμπεριαλιστική πολιτική. Απάντηση: ανεξάρτητη ταξική πολιτική, κόντρα στο «εθνικό μέτωπο».