Eκατό άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά. Πολλαπλάσιοι δίνουν μάχη ζωής. Οι περισσότεροι όχι στις ΜΕΘ, αλλά σε απλούς θαλάμους, όπου το ποσοστό θνησιμότητας εκτινάσσεται, όπως λένε οι γιατροί.
Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι, αλλά σαν μια τυπική μαθηματική μεταβλητή που θα μας πει «πότε θ’ ανοίξουμε». Το μείζον ζήτημα των ημερών δεν είναι οι άνθρωποι που χάνονται και αυτοί που θα χαθούν, χωρίς καν να μπορέσουν να δώσουν τη μάχη για τη ζωή με τους καλύτερους όρους, αλλά πότε θ’ ανοίξουν τα μαγαζιά που πουλάνε μπιχλιμπίδια για τα δέντρα και πότε τα κομμωτήρια, πότε θ’ ανοίξει το λιανεμπόριο, πότε τα σουβλατζίδικα και οι καφετέριες και πότε τα μπαρ και τα σκυλάδικα.
Το καπιταλιστικό σύστημα, με όλους τους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης που διαθέτει, προσπαθεί να μας καταστήσει συνυπεύθυνους στο δικό του αντιανθρώπινο κυνισμό: όσοι ζήσουμε ζήσαμε, σημασία έχει να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Οπου κανονικότητα είναι η πλήρης και απρόσκοπτη λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής.
Το ερώτημα είναι απλό στη βάση του: έχει η κοινωνία ως σύνολο τη δυνατότητα να συντηρήσει τα εργαζόμενα μέλη της για ένα διάστημα δύο μηνών, ώστε να εφαρμοστεί ένα καθολικό λοκντάουν; Δηλαδή, να ανασταλεί κάθε μη αναγκαία οικονομική δραστηριότητα, ώστε να περιοριστεί ο συγχρωτισμός και η μετάδοση του κοροναϊού;
Το ποσό που θα απαιτούνταν είναι αστείο. Γιατί στην πραγματικότητα μιλάμε μόνο για τους μισθωτούς εργάτες και εργαζόμενους και τους ανέργους. Ομως, μια κοινωνία που λειτουργεί με βάση το κέρδος δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι. Αυτοί που κρατούν τα ηνία της, η άρχουσα τάξη, διακατέχονται από ιερό ρίγος όταν το ζήτημα τοποθετείται έτσι απλά.
Ας μην ξεχνάμε ότι το ίδιο ρίγος τους διαπερνά οποτεδήποτε ακούγονται αιτήματα υπέρ της εργαζόμενης κοινωνίας. Από μια μικρή αύξηση στο μισθό και το μεροκάματο μέχρι την ανάγκη να επιδοτούνται όλοι οι άνεργοι, τουλάχιστον με το βασικό μισθό, για όσο καιρό μένουν άνεργοι.
Τα πάντα είναι ταξικά στην κοινωνία που ζούμε. Και η αντιμετώπιση μιας πανδημίας όπως αυτή που ζούμε τους τελευταίους μήνες. Δεν είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον ιό. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, οι αστοί έχουν τη δυνατότητα να φυλάγονται. Αντίθετα, οι άνθρωποι του λαού δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Ούτε η ανάγκη τους για δουλειά τους προστατεύει, ούτε η μετακίνησή τους με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ούτε η ζωή τους σε μικρά διαμερίσματα. Και είναι αυτοί που πληρώνουν το κόστος σε ζωές και βλάβες υγείας.
Η Ελλάδα, λόγω μικρής αρχικής διασποράς του ιού, την οποία αναχαίτισε το πρώτο λοκντάουν, είχε τη δυνατότητα για μια ελεγχόμενη πορεία τους μήνες από τον Ιούνη και μετά. Με δυνατότητα αντιμετώπισης των όποιων αναζωπυρώσεων ακόμα και από τον διαλυμένο και υποστελεχωμένο μηχανισμό Υγείας, φτάνει να γίνονταν τεστ σε μαζική κλίμακα.
Ομως, τα συμφέροντα του τουριστικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου των αερομεταφορών και της ακτοπλοΐας απαίτησαν και επέβαλαν το άνοιγμα των συνόρων στον τουρισμό. Και χάθηκε η μπάλα μέσα στο κατακαλόκαιρο. Οι ίδιοι λένε ότι χάθηκε το 80% του τουριστικού τζίρου. Για ένα 20% (κατά δήλωσή τους) του τουριστικού τζίρου, λοιπόν, επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη διασπορά του ιού σε όλη τη χώρα! Και καθώς δεν είχαν φροντίσει να φτιάξουν ένα στοιχειώδη μηχανισμό επιδημιολογικής επιτήρησης, έχασαν εντελώς τον έλεγχο.
Και τι έκαναν; Το έριξαν στα ψέματα. Ενώ τα λεγόμενα ορφανά κρούσματα πολλαπλασιάζονταν εκθετικά, αυτοί έλεγαν ότι δεν υπάρχει κανένα ορφανό κρούσμα, ότι τα ιχνηλατούν όλα! Ενώ τα ενεργά κρούσματα πολλαπλασιάζονταν επίσης εκθετικά, αυτοί δεν έκαναν κανένα λόγο γι’ αυτά και τις ελάχιστες φορές που το έκαναν τα υποπολλαπλασίασαν δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Εκρυβαν τα πραγματικά στοιχεία και καλλιεργούσαν τον εφησυχασμό στον ελληνικό λαό, για να μη διασαλευτεί η τουριστική και γενικότερα η καπιταλιστική «κανονικότητα». Αποφάσιζαν διάφορα ημίμετρα, τα οποία δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν τη διασπορά του κοροναϊού, αλλά τους επέτρεπαν με μια βρόμικη προπαγάνδα να προσπαθούν να μεταφέρουν στον «απείθαρχο» ελληνικό λαό τις αποκλειστικά δικές τους ευθύνες.
Κι όταν η κατάσταση έφτασε στο μη παραπέρα, κατέφυγαν σ’ ένα «μισο»-λοκντάουν, κλείνοντας μόνο το λιανεμπόριο, την εστίαση και την ψυχαγωγία (και κάποιες άλλες δραστηριότητες υπηρεσιών), το οποίο αποδεικνύεται ανίκανο να ανακόψει αποφασιστικά τη διασπορά του κοροναϊού, η οποία είχε πάρει εφιαλτικές διαστάσεις.
Και βέβαια, αυτή η εφιαλτικών διαστάσεων διασπορά του κοροναϊού έφερε μαζικές νοσήσεις και μέσα σε λίγες μέρες οδήγησε σε κατάρρευση το ΕΣΥ, το οποίο δεν είχαν ενισχύσει καθόλου, παρά τις διακηρύξεις τους. Κρεβάτι σε ΜΕΘ δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Ούτε στις ψευδο-ΜΕΘ που έστησαν άρπα-κόλλα σε πολλά νοσοκομεία (χωρίς την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή και κυρίως χωρίς το απαραίτητο -εξειδικευμένο στην εντατικολογία- ιατρονοσηλευτικό προσωπικό). Ασθενείς διασωληνώνονται και παραμένουν σε απλούς θαλάμους, με αποτέλεσμα την έκρηξη του ποσοστού θνησιμότητας.
Μετά από ένα μήνα «μισο»-λοκντάουν, ο αριθμός των θανάτων παραμένει στα επίπεδα των 100 την ημέρα και ο αριθμός των νέων διασωληνώσεων αυξάνεται. Και θα συνεχίσει να αυξάνεται, διότι ο αριθμός των καθημερινών διαγνώσεων παραμένει στα επίπεδα των 2.000 την ημέρα, γεγονός που μαρτυρεί ότι τα κρούσματα είναι πολύ περισσότερα, ότι η κάμψη της διασποράς είναι ελάχιστη.
Ποιος είναι ο στόχος της διαχείρισης που κάνει η κυβέρνηση; Να χαμηλώσει λίγο τον αριθμό των νέων διασωληνώσεων, για να μην υπάρχει η εικόνα κατάρρευσης του ΕΣΥ, που σήμερα τη βλέπουμε όλοι. Για να το πούμε διαφορετικά, στόχος της κυβερνητικής διαχείρισης είναι να απλώσει τους θανάτους σε περισσότερο χρόνο. Οχι να ανακόψει αποφασιστικά τη διασπορά του ιού.
Γι’ αυτό και τη δημόσια συζήτηση απασχολεί ο ρυθμός εξόδου από το «μισο»-λοκντάουν και όχι η αντικατάσταση αυτού του αναποτελεσματικού «μισο»-λοκντάουν με ένα πραγματικά καθολικό λοκντάουν, που μόνο αυτό θα μπορούσε να ανακόψει αποφασιστικά τη διασπορά του ιού.
Επανερχόμαστε, λοιπόν, σ’ αυτό που γράψαμε στην αρχή. Ταξική είναι η διαχείριση της πανδημίας. Μέχρι στιγμής τη διαχειρίζεται η αστική τάξη, μέσω της κυβέρνησής της και του κράτους της. Χωρίς αποφασιστική παρέμβαση από την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα, για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους.
Αφήνοντας την κυβέρνηση ανενόχλητη στη διαχείριση, με τα άσφαιρα πυρά της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης να μην της δημιουργούν κανένα ουσιαστικό πρόβλημα (γιατί το μόνο που ενδιαφέρει την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση είναι να βελτιώσει την εκλογική επίδοσή της στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν), θα εξακολουθήσουμε να θρηνούμε ανθρώπους, με τον αριθμό τους απλά να απλώνεται στο χρόνο.
Μόνο αν πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας, αν παρεμβούμε αποφασιστικά στις εξελίξεις απαιτώντας την άμεση εφαρμογή ενός πραγματικά καθολικού λοκντάουν, μπορούμε να ανακόψουμε τη μακάβρια στατιστική, η οποία τροφοδοτείται από δικούς μας ανθρώπους, ηλικιωμένους, ασθενείς, ανοσοκατασταλμένους.