Αν κάνεις σήμερα ένα αυτοσχέδιο γκάλοπ και ρωτήσεις ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι απλοί λαϊκοί άνθρωποι, η συντριπτική πλειοψηφία των απαντήσεων που θα εισπράξεις θα περιλαμβάνει τη λέξη «ακρίβεια». Είναι και η περίοδος, βλέπετε, όπου οι οικογένειες πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να καλύψουν αγορές σχολικών ειδών, φροντιστήρια, ενοίκια για σπουδαστές κ.λπ., ενώ τα οικογενειακά ταμεία είναι άδεια μετά τις (μικρές ή μεγαλύτερες) θερινές διακοπές. Από την άλλη, ο κόσμος παρακολουθεί με αγωνία το ράλι των τιμών των καυσίμων και όσο κι αν προσπαθεί να κάνει οικονομία στις μετακινήσεις με το αυτοκίνητο, σκέφτεται πως θα πρέπει σε δυόμισι-τρεις μήνες ν’ αρχίσει να πληρώνει για θέρμανση τα διπλάσια απ’ αυτά που πλήρωνε πέρυσι.
Με το να ξορκίζεις την ακρίβεια, βέβαια, δεν τη μειώνεις. Ούτε με το να απευθύνεσαι στην κυβέρνηση λύνεις το πρόβλημα. Οχι μόνο γιατί η κυβέρνηση δεν έχει καμιά διάθεση να τα βάλει με τους κερδοσκόπους της αγοράς, που στην τούρλα του Σαββάτου βρίσκουν την ευκαιρία να κάνουν τις αρπαχτές τους, αλλά γιατί καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να πάει κόντρα στους σιδερένιους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς. Ειδικά όταν αυτή η αγορά είναι ελεύθερη και παγκοσμιοποιημένη, δηλαδή σφραγίζεται από τις τιμές που επιβάλλονται μονοπωλιακά.
Το μεγάλο λάθος που κάνουν οι εργαζόμενοι, μες στην απελπισία τους, είναι ότι αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως καταναλωτή. Αναθεματίζουν την ακρίβεια όταν πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ, στη λαϊκή, για ν’ αγοράσουν κάτι γενικότερα, λες και η μόνη σχέση που έχουν σ’ αυτή την κοινωνία είναι η σχέση του αγοραστή προϊόντων και υπηρεσιών. Δεν σκέπτονται εκείνη τη στιγμή ότι εκτός από αγοραστές είναι και πωλητές. Εκτός από καταναλωτές είναι και εργαζόμενοι. Εχουν κι αυτοί ένα εμπόρευμα και το πουλάνε: την εργατική δύναμη.
Το εμπόρευμα αυτό έχει τεθεί στη διατίμηση. Ενώ όλα όσα απαιτούνται για τη ζωή της εργατικής οικογένειας ακριβαίνουν, η τιμή του εμπορεύματος που πουλούν οι εργάτες για να εξασφαλίσουν τα μέσα συντήρησής τους αυξάνεται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς. Ετσι, τα οικογενειακά ελλείμματα μεγαλώνουν και το αποτέλεσμα είναι ο καταναλωτικός δανεισμός (γι’ αυτό κάνει θραύση το πλαστικό χρήμα) και -αναπόφευκτα- η χειροτέρευση των όρων διαβίωσης (όταν ο δανεισμός φτάσει στο «μη παρέκει»).
Το πραγματικό πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η ακρίβεια, αλλά η ανισορροπία ανάμεσα στην αύξηση των τιμών των απαραίτητων για τη διαβίωση προϊόντων και υπηρεσιών και στην αύξηση της τιμής της εργατικής δύναμης. Η μόνη λύση για τον εργαζόμενο, που δεν έχει άλλη πηγή εσόδων εκτός από το μισθό από τη δουλειά του, είναι να απαιτήσει την αύξησή του σε τρόπο ώστε να διατηρήσει τουλάχιστον σταθερό το επίπεδο διαβίωσής του. Το πρόβλημα δεν είναι η ακρίβεια, αλλά η φτήνια μισθών και μεροκάματων. Και η λύση είναι η μαχητική συλλογική διεκδίκηση αυξήσεων.