Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, διεξάγεται η «μάχη της ΔΕΘ». Τα κομματικά επιτελεία εφοδιάζουν τους αρχηγούς με ηχηρά προγράμματα, με έντονο κοινωνικό άρωμα, τα οποία αυτοί εκφωνούν στη διάρκεια ενός διήμερου που διάγουν ο ένας μετά τον άλλο στη Θεσσαλονίκη.
Οταν η χρονιά είναι προεκλογική, τότε η «μάχη της ΔΕΘ» παίρνει χαρακτήρα «ζωής ή θανάτου». Η πιο πρόσφατη τέτοια χρονιά ήταν το 2014. Σφραγίστηκε από το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», το οποίο εκφώνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο τον συνόδευε ως «λάιτ μοτίφ» μέχρι την εκλογική του νίκη τον Γενάρη του 2015.
Δε χρειάζεται, βέβαια, να θυμίσουμε τι απέγινε το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Πρέπει να το θυμόμαστε, όμως, για να έχουμε ένα μέτρο αξιολόγησης των όσων ακούγονται σήμερα. Πόσες πιθανότητες υλοποίησης έχουν όλα όσα τάζουν τα κομματικά επιτελεία στο εξαθλιωμένο πόπολο.
Από την άλλη -και ανεξάρτητα από το δημαγωγικό τους χαρακτήρα- αυτά που τάζουν σήμερα έχουν μια βασική διαφορά από εκείνα που έταζαν το 2014. Τότε, βρισκόμασταν ακόμα στη χρονιά του αντι-Μνημόνιου, που θα επανέφερε τα πάντα στα δεδομένα πριν από το Μνημόνιο, το οποίο θα το καταργούσαν (μαζί με τους εφαρμοστικούς του νόμους) με ένα νόμο σε ένα άρθρο. Τώρα, βρισκόμαστε στη χρονιά του μετα-Μνημόνιου. Δηλαδή του Μνημόνιου με… ψευτομερεμέτια.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι «κατακτήσεις» της μνημονιακής περιόδου (ναι, ναι, σε τέτοιες αναφέρεται η πιο πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για την Ελλάδα) πρέπει να παραμείνουν, και οι όποιες παρεμβάσεις δεν πρέπει να πειράξουν αυτές τις «κατακτήσεις», είτε αφορούν τη δημοσιονομική πολιτική είτε αφορούν τις σχέσεις κεφάλαιου-εργασίας. Με απλά λόγια, το μετα-Μνημόνιο έχει ως στόχο την παγίωση της κινεζοποίησης του ελληνικού λαού, όπως αυτή διαμορφώθηκε τα τελευταία οχτώ χρόνια. Ακόμα και στο σύνολό τους να υλοποιούνταν αυτά που θα τάξει σήμερα και αύριο ο Τσίπρας, πάλι δε θα υπήρχε έξοδος από την κινεζοποίηση. Δε θα υπήρχε ούτε καν ανακούφιση από τις πιο δυσβάστακτες πληγές της.
Ομως, τα περισσότερα απ' αυτά που τάζουν θα έχουν την τύχη του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης». Ο,τι δεν είναι συμβατό με τις άμεσες προτεραιότητες του κεφαλαίου θα παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Γι' αυτό υπάρχει ο μετα-μνημονιακός μηχανισμός σκληρής επιτήρησης, ο οποίος δεν είναι φιλολογικού χαρακτήρα, αλλά διαθέτει ως εργαλεία του την επιστροφή κάποιων τόκων (κέρδη ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα). Αν η όποια ελληνική κυβέρνηση δεν υπακούει στις εντολές της τρόικας, η επιστροφή αυτών των τόκων θα ακυρώνεται. Και βέβαια, υπάρχει πάντοτε το εργαλείο του χρέους, το οποίο σε μερικά χρόνια θα χρειαστεί να ρυθμιστεί εκ νέου.
Το κυριότερο όμως είναι άλλο. Είναι η πλήρης υποταγή στην αστική εξουσία και η «ντε φάκτο» κατάργηση της ταξικής πάλης. Η αστική εξουσία, ως όργανο άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου, μπορεί με συνοπτικές διαδικασίες να αφαιρεί ό,τι κατακτήθηκε σε πολλές δεκαετίες εργατικών αγώνων. Και η εργατική τάξη πρέπει να περιοριστεί στο ρόλο του ζητιάνου που προσβλέπει στα φιλανθρωπικά αισθήματα της αστικής εξουσίας. 'Η θα το αποδεχτούμε μοιρολατρικά ή θα ξαναπιάσουμε το σπασμένο νήμα της ταξικής πάλης.