Κανονικά, ουδείς θα έπρεπε να εκπλαγεί από την «Ετήσια Εκθεση για την Ανταγωνιστικότητα», που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές της εβδομάδας. Τίποτα το καινοφανές δεν υπάρχει σ’ αυτή. Εδώ και χρόνια, από την εποχή των κυβερνήσεων Σημίτη ακόμα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Ν. Γκαργκάνας λέει τα ίδια πράγματα σε κάθε ευκαιρία και τα γράφει κάθε χρόνο στην έκθεσή του.
Αυτή είναι η λογική του καπιταλισμού και γι’ αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Αν πάρεις μια ομάδα τεχνοκρατών και τους πεις να μελετήσουν τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, τα ίδια πράγματα θα προτείνουν. Τί σημαίνει ανταγωνιστικότητα; Σημαίνει ότι προσπαθώ να έχω μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους από τον ανταγωνιστή μου, ώστε να πουλώ φτηνότερα και να του πάρω την αγορά. Βέβαια, μπορώ να πετύχω το ίδιο πράγμα μειώνοντας το δικό μου περιθώριο κέρδους. Αν το πεις αυτό, όμως, θα σε κοιτάξουν σαν να κατέβηκες μόλις από τον Αρη. Διότι ανταγωνιστικότητα με μείωση του ποσοστού κέρδους δεν θεωρείται ανταγωνιστικότητα. Παραβιάζει τα ιερά και τα όσια του καπιταλισμού, που συμπυκνώνονται σε τρεις λέξεις: αποκόμιση μέγιστου κέρδους. Οταν δεν βγαίνει το μέγιστο κέρδος, δεν υπάρχει κίνητρο για παραγωγή στον καπιταλισμό. Σε άλλα κοινωνικά συστήματα μπορεί, στον καπιταλισμό αποκλείεται.
Οι τεχνοκράτες το ξέρουν καλά αυτό, γι’ αυτό και τα συμπεράσματά τους σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι μονοσήμαντα. Για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό του κέρδους. Και για να αυξηθεί το ποσοστό του κέρδους πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό της υπεραξίας. Με άλλα λόγια, πρέπει να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Οι τεχνοκράτες καταλήγουν σε ένα πακέτο μέτρων και τα πετάνε στο τραπέζι. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Επικοινωνιακό σοκ και δέος. Ο τρόμος φτάνει μέχρι το μεδούλι, σ’ ένα εργατικό κίνημα που δεν διάγει τις καλύτερες μέρες του και που αναθέτει τη διαχείριση των υποθέσεών του σε μια συνδικαλιστική γραφειοκρατία στην οποία δεν τρέφει καμιά εκτίμηση, η οποία δεν το εμπνέει, δεν το συνεγείρει, δεν το κατεβάζει στο δρόμο.
Υστερα έρχονται οι πολιτικοί, η κυβέρνηση. Με το πλεονέκτημα του «σοκ και δέους» που έχει προκληθεί, με την πρωτοβουλία των κινήσεων στα χέρια τους, συμπεριφέρονται με την πονηριά του χότζα. Αφαιρούν αρκετά από το πακέτο των τεχνοκρατών και προτείνουν για θεσμοθέτηση «τα ελάχιστα». Αυτά που είναι «απαραίτητα» για την «επιβίωση και την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας». Το εργατικό στρατόπεδο παγωμένο, ηττημένο πριν ακόμα δώσει τη μάχη, ανακουφίζεται με τη σκέψη ότι «τα χειρότερα» αποφεύχθηκαν. Και τα «χειρότερα» έρχονται στην επόμενη φάση.