Οσοι παρακολουθούν συστηματικά την αρθρογραφία μας τον τελευταίο μήνα γνωρίζουν καλά ότι θεωρούσαμε δεδομένο πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε γενικό lockdown στη χώρα. Η επιδημιολογική δυναμική το έδειχνε καθαρά. Οπως και η πείρα μιας σειράς ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες προηγούνταν μια-δυο εβδομάδες.
Δεν αισθανόμαστε, βέβαια, καμιά ικανοποίηση, επειδή αυτό που ζητάμε εδώ και τόσες εβδομάδες «επιτέλους» πραγματοποιήθηκε. Οχι μόνο επειδή τις εβδομάδες της καθυστέρησης χάθηκαν ζωές και άνθρωποι μπήκαν σε ταλαιπωρία που θα τους ακολουθήσει και μετά τη θεραπεία τους. Oχι μόνο επειδή χάθηκε πολύτιμος χρόνος, με αποτέλεσμα η διασπορά του κοροναϊού να είναι σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με το πρώτο κύμα της πανδημίας. Αλλά και γιατί το lockdown που επιβάλλεται είναι μισό, όπως ήταν και την πρώτη φορά, σε πολύ χειρότερες συνθήκες, όμως. Και κυρίως επειδή την πρωτοβουλία εξακολουθεί να την έχει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που φέρει εγκληματικές ευθύνες (αποκλειστικά αυτή) για το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος της πανδημίας.
Γι’ αυτό και η πρώτη αντίδρασή μας ήταν: Καμιά εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση του κεφαλαίου – Να πάρουμε τον αγώνα στα χέρια μας.
Αναφερόμαστε σ’ έναν αγώνα με δύο σκέλη.
Πρώτο, ενάντια στην πανδημία και την κυβερνητική διαχείρισή της, με στόχο την υπεράσπιση της ζωής και της υγείας των δικών μας ανθρώπων, των ανθρώπων του μόχθου, ιδιαίτερα των ηλικιωμένων, των ασθενών, των ανοσοκατασταλμένων.
Δεύτερο, ενάντια στην πανδημία των αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων, με τα οποία η κυβέρνηση του κεφαλαίου θα διαχειριστεί την αναπόφευκτη κρίση. Για να μη μείνει κανένας εργαζόμενος χωρίς μεροκάματο και ασφάλιση. Με δαπάνες των καπιταλιστών και του κράτους τους.
Επιμένουμε στο πρώτο σκέλος, γιατί είναι αυτό που ξεχνιέται ή υποβαθμίζεται. Γιατί κάποιοι θεωρούν ότι είναι… δεξιά πολιτική να ζητάς πραγματικά καθολικό lockdown, να συστήνεις αποφυγή συγχρωτισμού με φίλους και συγγενείς, να φωνάζεις πως κάθε ατομικιστική συμπεριφορά, που αναπτύσσει τον κίνδυνο, είναι αντικοινωνική συμπεριφορά.
Αν κάτι απ’ αυτά θυμίζει τους Τσιοδροχαρδαλιάδες, αρκεί να θυμίσουμε πως αυτοί είναι υπεύθυνοι για τη σημερινή δραματική κατάσταση και πως αποτάσσονται κάθε ιδέα πραγματικά καθολικού lockdown. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Στη ζυγαριά βάζουν από τη μια τα καπιταλιστικά κέρδη και από την άλλη τη δημόσια υγεία και πάντα η ζυγαριά γέρνει προς τα κέρδη.
Εμείς, όμως, αν θέλουμε η λέξη αλληλεγγύη να έχει πραγματικό πρακτικό αντίκρισμα και να μην είναι λογοκοπία, οφείλουμε να της δώσουμε το περιεχόμενο που της αρμόζει στις συνθήκες της πανδημίας ενός φονικού ιού, που πλέον πλήττει με δριμύτητα τα λαϊκά στρώματα (γιατί οι αστοί έχουν πλέον το χρόνο να προστατευθούν).
Δεκαετίες τώρα η εργατική τάξη δίνει αγώνα για την προστασία της ζωής και της υγείας στους χώρους εργασίας, ενάντια στις επαγγελματικές ασθένειες. Πώς μπορεί να απόσχει από τον αγώνα ενάντια στην πανδημία του κοροναϊού; Καμιά ανοχή στην αυθαιρεσία του κεφαλαίου και στις «πλάτες» που του κάνει το αστικό κράτος. Οπου εμφανίζονται κρούσματα θα πρέπει αμέσως να γίνονται γνωστά και να προβάλλει η απαίτηση για κλείσιμο του εργασιακού χώρου. Οπου η δουλειά αναγκαστικά γίνεται σε συνθήκες συνωστισμού, το ίδιο.
Οι λίγες καταγγελίες που ακούστηκαν από εργαζόμενους στη διάρκεια του πρώτου lockdown πρέπει να πολλαπλασιαστούν, να γίνουν θύελλα καταγγελιών, να δημιουργήσουν κοινωνικό ρεύμα που θα ασκήσει πίεση πάνω στην κυβέρνηση και δε θα την αφήσει να παίζει την υγεία των εργατών στα ζάρια.
Θα το ξαναπούμε: ο αγώνας ενάντια στην πανδημία, για την προστασία της ζωής και της υγείας του λαού, δεν πρέπει ν’ αφεθεί στα χέρια της κυβέρνησης Μητσοτάκη και των επιστημόνων-κολαούζων της. Είναι ζήτημα ταξικής ευθύνης να τον πάρουμε στα δικά μας χέρια, να τον δώσουμε με ταξικούς όρους. Που σημαίνει, όχι υπεράσπιση της «κανονικότητας» του συστήματος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά υπεράσπιση της ζωής και της υγείας των ανθρώπων του λαού μας.