Οταν η δράση της νεοναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής τέθηκε υπό τον έλεγχο των διωκτικών μηχανισμών του ελληνικού αστικού κράτους, προειδοποιήσαμε ότι η διαδικασία δεν πρέπει να υποτιμηθεί, επειδή τη χειρίζεται το αστικό κράτος, δεν πρέπει όμως και να υπερτιμηθεί, εξαντλώντας τον αντιφασισμό στη θεσμική ποινική μεταχείριση των νεοναζιστών.
Σ’ αυτήν τη διάκριση ανάμεσα στις δυο διαδικασίες, τη θεσμική και την κινηματική, επιμείναμε με συνέπεια όλη την επταετία από τότε που ξεκίνησαν οι διώξεις των νεοναζιστών, χωρίς να υποτιμούμε καμιά από τις δύο.
Παρακολουθήσαμε διαρκώς (και όχι ευκαιριακά) τη δίκη και μετατρέψαμε την αρθρογραφία μας σε μια οιονεί πολιτική αγωγή. Δεν αρκεστήκαμε στις αντιφασιστικές γενικολογίες, αλλά προσπαθήσαμε να αναδείξουμε κρίσιμα ζητήματα, φέρνοντας σε φως πλευρές της δίκης που διαφορετικά θα τις γνώριζαν μόνον οι ελάχιστοι που συμμετείχαν στη δίκη.
Θεωρούμε ότι αυτό είναι το καθήκον μας ως δημοσιολόγων. Οχι να περιφρονούμε τη θεσμική διαδικασία, που εξ ορισμού συνιστά κάθε δίκη, αλλά να παρεμβαίνουμε σ’ αυτήν με το όπλο που διαθέτουμε: τη δημοσιότητα. Ιδίως όταν διαπιστώνουμε ότι πέφτει πέπλο σιωπής πάνω από μια δίκη που έχει πολιτικό περιεχόμενο.
Οι αναγνώστες μας γνωρίζουν ότι επί της ουσίας προεξοφλούσαμε την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου στο ζήτημα της εγκληματικής οργάνωσης. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της καλής γνώσης όλου του υλικού της δίκης, σε συνδυασμό με μια πολιτική ανάλυση της συγκυρίας. Δε βρισκόμαστε στο έκτακτο καθεστώς της εποχής του εμφύλιου ή του μετεμφυλιοπολεμικού μοναρχοφασισμού, για να μπορεί ένα δικαστήριο να πάρει πάνω του την ευθύνη ενός δικαστικού πραξικοπήματος.
Γιατί δικαστικό πραξικόπημα θα ήταν η μη αναγνώριση της ΧΑ ως (κατά τον ποινικό νόμο) εγκληματικής οργάνωσης, όταν τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν συντριπτικά, η δε πολιτική αγωγή των θυμάτων είχε φροντίσει να τα συστηματοποιήσει και να καταθέσει τις αγορεύσεις των συνηγόρων της στα πρακτικά της δίκης (μιλάμε για εκατοντάδες σελίδες εμπεριστατωμένης νομικής επιχειρηματολογίας, στηριγμένης σε αποδείξεις και όχι σε ιδεολογήματα).
Οταν ανακοινώθηκε η απόφαση, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές στην Αθήνα πανηγύρισαν (πριν τους πλακώσουν τα ΜΑΤ και οι αύρες του Χρυσοχοΐδη), ενώ σε όλη τη χώρα υπήρξε χαρά και ικανοποίηση. Τον τόνο έδωσαν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και τα κατευθυνόμενα απ’ αυτές ΜΜΕ. Λογικό και αναμενόμενο. Δεν είναι μόνο η προσπάθειά τους να βγάλουν πολιτική υπεραξία από κάτι που τους είναι από ξένο έως εχθρικό, αλλά και το σταθερό μέλημά τους να ελέγχουν τα πάντα.
Σπεύσαμε να διευκρινίσουμε ότι δε θεωρούμε ιστορική την απόφαση, γιατί ιστορικό μπορεί να είναι μόνο το τέλος του φασισμού, που θα έρθει με το τέλος του καπιταλισμού. Δε μειώσαμε τη σημασία της δικαστικής απόφασης (πώς θα μπορούσαμε, άλλωστε, όταν είχαμε αγωνιστεί τόσα χρόνια για να υπάρξει αυτή η απόφαση;), όμως δεν την υπερτιμήσαμε, δεν παίξαμε στο παιχνίδι του αστισμού και του οπορτουνιστικού αντιφασισμού.
Η εξέλιξη με τις ποινές-χάδι, που έδειξαν τα όρια της αστικής Δικαιοσύνης, επιβεβαίωσε την επιφύλαξή μας.
Στις αρχές της ερχόμενης εβδομάδας η δίκη θα έχει ολοκληρωθεί. Θα ξέρουμε πόσοι θα πάνε στη φυλακή (να μην πάει κανένας αποκλείεται). Οφείλουμε, λοιπόν, να επιστρέψουμε στα βασικά.
Πρώτο, να εξαντλήσουμε την πίεσή μας στο θεσμικό επίπεδο, ώστε μεσοπρόθεσμα να μην έχουμε παραπέρα «χάιδεμα» των νεοναζιστών στη δίκη του δεύτερου βαθμού και βραχυπρόθεσμα για να υπάρξουν εφέσεις από την εισαγγελία Εφετών στο σκέλος της επιμέτρησης των ποινών, όπως σωστά ζήτησε η πολιτική αγωγή των αιγύπτιων ψαράδων. Περιμένουμε το ίδιο και από την πολιτική αγωγή του ΠΑΜΕ, που εξοβελίστηκε από το δεύτερο βαθμό και βλέπει τους νεοναζιστές να μένουν πρακτικά ατιμώρητοι για τη δολοφονική επίθεση ενάντια στους συνδικαλιστές του.
Δεύτερο και κυριότερο, να συνεχίσουμε τον αντιφασιστικό αγώνα στο επίπεδο της κοινωνίας. Οχι με λογική μαγαζατόρων που περιμένουν αύξηση τζίρου επειδή στη γειτονιά τους γίνεται πανηγύρι, αλλά με τη λογική αγωνιστών που ξέρουν ότι ο καπιταλισμός γεννά συνεχώς και αναπαράγει αυτό το καρκίνωμα. Με τη γνώση ότι ο φασισμός δεν είναι κάποια διαστροφή της αστικής δημοκρατίας, πόσω μάλλον αντισυστημική δύναμη, αλλά είναι η πιο επιθετική και αδίστακτη μορφή του καπιταλισμού, που παρασιτεί στο περιθώριο όσο η αστική δημοκρατία τα καταφέρνει και επιστρατεύεται ως δύναμη εξουσίας, όταν η αστική δημοκρατία παραπαίει και προβάλλει ο κίνδυνος της επαναστατικής ανατροπής της.