Αλλη μια Πρωτομαγιά θλίψης για την εργατική τάξη, σε όλο τον κόσμο. Η κατάσταση είναι απελπιστική, απ' όλες τις απόψεις. Η απελπισία, όμως, είναι ο χειρότερος σύμβουλος, γιατί οδηγεί στην αδράνεια και την παραίτηση. Τα λόγια του ποιητή πρέπει να οδηγήσουν τη σκέψη μας: «Κι αν είν' ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς».
Ετσι ξεκινούσαμε την αναφορά μας στην Εργατική Πρωτομαγιά πριν από ένα χρόνο. Δε χρειάζεται ν' αλλάξουμε κάτι σ' αυτόν τον μικρό πρόλογο, γιατί δεν έγινε κάτι που ν' αλλάξει τη «θλίψη της Πρωτομαγιάς». Αντίθετα, μπορεί ν' απαριθμήσει κανείς εξελίξεις που κάνουν ακόμα πιο καταθλιπτική την εικόνα. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς, το εργατικό κίνημα βιώνει ήττες και στο διεκδικητικό και στο πολιτικό πεδίο.
Μιλώντας για το πολιτικό πεδίο, πρέπει να επισημάνουμε από τη μια την παντελή έλλειψη επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης του προλεταριάτου, η οποία να μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις, και από την άλλη την άνοδο διάφορων ακροδεξιών και ανοιχτά φασιστικών ρευμάτων, τα οποία στηρίζονται και σε εργατικές ψήφους. Αντίβαρο σ' αυτά τα ρεύματα δεν είναι το πολιτικά οργανωμένο προλεταριάτο, αλλά τα παραδοσιακά αστικά κοινοβουλευτικά ρεύματα, που εξακολουθούν να είναι κυρίαρχα και να διευθύνουν τα αστικά κράτη.
Μιλώντας για το διεκδικητικό επίπεδο, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αντιστάσεις που αναπτύσσονται σε διάφορες χώρες είναι ποσοτικά λίγες (σε σχέση με τις επιθέσεις που δέχεται η εργατική τάξη) και ποιοτικά αδύναμες. Χαλιναγωγημένες τις περισσότερες φορές από την πουλημένη στο κεφάλαιο συνδικαλιστική γραφειοκρατία, λειτουργούν κυρίως ως εκδηλώσεις διαμαρτυρίας (με στόχο να εξαργυρωθούν στη μελλοντική κάλπη), παραμένουν ασφυκτικά μέσα στα όρια της αστικής νομιμότητας και τις λίγες φορές που τα ξεπερνούν κατά κανόνα λυγίζουν μπροστά στο δυσμενή συσχετισμό που δημιουργούν οι συνασπισμένες δυνάμεις του κεφαλαίου, καθώς οι εργατικές δυνάμεις ως σύνολο δεν μπορούν να αντιπαραθέσουν ούτε την ενότητα στο δρόμο, όντας κατακερματισμένες.
Φυσικά και δεν κηρύσσουμε την απογοήτευση. Ομως, θεωρούμε ότι στην εργατική τάξη πρέπει να λέμε την αλήθεια (που και η ίδια τη βλέπει) και όχι να προσπαθούμε να τη βάλουμε μέσα σε ροζ συννεφάκια φανταστικών αγωνιστικών εξάρσεων. Να λέμε την αλήθεια, να την ερμηνεύουμε στην ουσία -και όχι8 στα επιφαινόμενά της- και να καταλήγουμε στο επαναστατικό «διά ταύτα», απαντώντας στο πάντοτε κρίσιμο ερώτημα «τι να κάνουμε;».
Η εκτίμηση των ταξικών συσχετισμών, ακόμα κι αν αφορά περιόδους μερικών χρόνων, δεν παύει να αποτελεί μια φωτογραφία, από την άποψη της Ιστορίας. Ο καπιταλισμός δεν είναι αιώνιο σύστημα, όπως δεν υπήρξαν αιώνια όλα τα προηγούμενα συστήματα κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης. Το τέλος της Ιστορίας δεν ήρθε, ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει. Η ταξική πάλη, ακόμα κι όταν ο απολογισμός της είναι συντριπτικά μονομερής υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου, δεν εξαφανίζεται.
Μιλώντας από κοσμοθεωρητική άποψη, εξακολουθούμε να έχουμε την ίδια βεβαιότητα, ότι ο καπιταλισμός θα αντικατασταθεί από το ανώτερο κοινωνικό σύστημα του Κομμουνισμού. Δεν είναι στοίχημα (όπως υποστηρίζουν κάποιοι οπορτουνιστές, οπαδοί του πιο χυδαίου φιλοσοφικού ρελατιβισμού), αλλά ιστορική νομοτέλεια. Κι είναι αυτή η βεβαιότητα που μας γεμίζει με δύναμη.
Ομως, το να μηρυκάζουμε απλά την άποψή μας για την ιστορική νομοτέλεια δεν αρκεί. Οφείλουμε να δίνουμε απαντήσεις πειστικές, που από τη μια να θεμελιώνουν την άποψή μας για την ιστορική νομοτέλεια και από την άλλη να φωτίζουν το δρόμο που πρέπει ν' ακολουθήσουν οι πρωτοπόροι προλετάριοι, για να κινηθούν στην κατεύθυνση αυτής της ιστορικής νομοτέλειας, πειθαρχημένα, αποφασιστικά, με γνώση, ως οικοδόμοι ενός κινήματος της επαναστατικής ανατροπής και όχι ως θλιβεροί ακόλουθοι αστικών και μικροαστικών δοξασιών και αιρέσεων.
Οχτώ χρόνια μετά την έναρξη των Μνημονίων, φαίνεται καθαρά η στενή συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στην καταστροφική πορεία της κρίσης, στη διαχείρισή της από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και στην πολιτική διαχείριση από τα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα. Οι «αντιμνημονιακοί» του 2010 μπήκαν σε συγκυβέρνηση με τους μνημονιακούς το 2011 και σε νέα συγκυβέρνηση το 2012, για να παραχωρήσουν τη θέση τους στους εναπομείναντες «συνεπείς αντιμνημονιακούς», που έφτιαξαν συγκυβέρνηση το 2015, για να συνεχίσουν την ίδια πολιτική. Μπορεί να ονειρεύτηκαν ότι θα τους επιτραπεί να κάνουν κάποια μικρομερεμέτια στη μνημονιακή πολιτική, που θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν αλώβητοι την πορεία τους στην εξουσία, όμως σ' ένα εξάμηνο είχαν απαλλαγεί από τις… αυταπάτες τους, είχαν ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο, συνέχισαν με εφαρμοστικούς νόμους να προσθέτουν καινούργια αντιλαϊκά μέτρα στις πλάτες του λαού (χωρίς να καταργήσουν ούτε ένα από τα μέτρα των προηγούμενων Μνημονίων) και σήμερα είναι έτοιμοι να ψηφίσουν το μετα-Μνημόνιο, που θα επεκτείνει τη βάρβαρη πολιτική της κινεζοποίησης και του αποικισμού «στο διηνεκές».
Αυτή η σκυταλοδρομία των αστικών κυβερνήσεων δεν έγινε πραξικοπηματικά-δικτατορικά. Με την ψήφο του λαού έγινε. Μια ψήφο φορτωμένη με ελπίδες, πότε για ριζική αλλαγή της κατάστασης και πότε για «ένα-δυο πραγματάκια έστω». Οι ήττες στο πεδίο των ταξικών αγώνων, των χειραγωγημένων από την αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία έτσι που να μετατρέπονται σε ειρηνική-άσφαιρη διαμαρτυρία και να οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα, μετατράπηκαν σε θρησκευτική αφοσίωση στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Οταν χάνουμε κατά κράτος σε διαδοχικές μάχες με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, στην πραγματικότητα «με κάτω τα χέρια», όταν χάνουμε ακόμη και τα στοιχειωδέστερα δικαιώματα, όταν μετά από δεκαετίες ξαναέχουμε εργατικές οικογένειες που δεν έχουν να φάνε, τότε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ο εχθρός μάς νίκησε γιατί εμείς δεν ήμασταν στοιχειωδώς οργανωμένοι σε ταξική βάση, στοιχειωδώς ικανοί ακόμη και για μια οργανωμένη άμυνα που θα καθυστερούσε την επέλαση του αντίπαλου.
Χρόνια τώρα, παλεύουμε κάτω από ξένες σημαίες. Αρκούμασταν στο λίγο, ξεχάσαμε τι σημαίνει να είσαι εργάτης, εμπιστευόμασταν τον κάθε λαοπλάνο, παρασυρόμασταν από τις σειρήνες μιας ψεύτικης ευμάρειας, χτίζαμε μικροαστικά όνειρα αγνοώντας τι σημαίνει καπιταλισμός. Κι όταν η κρίση χτύπησε και ο ταξικός εχθρός εξαπέλυσε τη βίαιη επίθεσή του, αιφνιδιαστήκαμε, χάσαμε τον μπούσουλα, νομίσαμε ότι αρκεί ο θυμός και η αλλαγή της ψήφου για ν’ αλλάξουν μια κατάσταση που ξεπηδούσε από την ίδια την ουσία του καπιταλιστικού συστήματος.
Τιμώντας την Εργατική Πρωτομαγιά, σε συνθήκες που δεν τιμούν την εργατική τάξη -όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά παγκόσμια- δε χρειαζόμαστε μεγάλα λόγια και κούφια αγωνιστικά προσκλητήρια, σαν αυτά που απευθύνουν ακόμα κι αυτοί που έχουν ξεπουλήσει με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Χρειαζόμαστε μερικές απλές ταξικές αλήθειες, που μας βάζουν μπροστά στα ιστορικά μας καθήκοντα.
Η τάση του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, να επιδιώκει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μέσω της οποίας επιτυγχάνει το μέγιστο κέρδος, είναι μια αντικειμενική τάση μέσα στον καπιταλισμό. Ο βαθμός που το επιτυγχάνει αυτό, όμως, εξαρτάται από την πορεία της ταξικής πάλης. Από το πόσο ισχυρή, οργανωμένη και αποτελεσματική είναι η αντίσταση της εργατικής τάξης. Η τάση του κεφαλαίου δεν καταργείται ποτέ μέσα στον καπιταλισμό, όμως η ταξική πάλη του προλεταριάτου μπορεί να ανακόψει την ορμή της, να ακυρώσει πλευρές της, να καθυστερήσει την εφαρμογή των πιο καταστροφικών μέτρων.
Ολόκληρη η ιστορία του εργατικού κινήματος τους τελευταίους δυο αιώνες είναι ιστορία πάλης ενάντια στους συνεχείς σφετερισμούς του κεφαλαίου. Το αίμα των εργατών του Σικάγο σφράγισε τους αγώνες για το 8ωρο, όπως προηγουμένως το αίμα των Κομμουνάρων του Παρισιού έβαλε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία τη δυνατότητα ενός εργατικού κράτους, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Οι εργατικοί αγώνες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, συχνά βίαιοι και αιματηροί, οδήγησαν σε μια σειρά κατακτήσεις, ειδικά όταν τα βήματα των εργατών φωτίζονταν από τη νίκη της μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και τη δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους, που αναπτυσσόταν θυελλώδικα έχοντας βάλει τους καπιταλιστές και το σύστημά τους στο μουσείο.
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ιστορικά τελειωμένο. Ενα σύστημα εχθρικό προς τους εργαζόμενους. Ενα σύστημα εχθρικό ακόμα και για τον αέρα που αναπνέουμε. Οι εργαζόμενοι είναι οι μοναδικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου. Από τη δική τους εργασία δημιουργούνται τα πάντα. Οι καπιταλιστές σαν παράσιτα απομυζούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου. Σε περιόδους κρίσης, το μέγεθος της εκμετάλλευσης, το μέγεθος της αδικίας φαίνονται πιο καθαρά. Αυτό το ιστορικά τελειωμένο σύστημα, όμως, μπορεί και διαιωνίζει την ύπαρξή του, καταδικάζοντας την κοινωνική πλειοψηφία στη φτώχεια, τη μιζέρια, ακόμα και την πείνα, όσο η εργατική τάξη του το επιτρέπει, όσο δεν βρίσκει απέναντί του ένα ρωμαλέο επαναστατικό κίνημα που θ’ απαιτήσει να περάσουν τα μέσα παραγωγής σ’ αυτούς που τα δημιούργησαν και τα κινούν, να περάσει το προϊόν της παραγωγής σ’ αυτούς που το παράγουν, να γίνει ο κοινωνικός πλούτος κτήμα της εργαζόμενης κοινωνίας.
Για να σπάσει ο κύκλος των Μνημονίων και της κινεζοποίησης, πρέπει να σπάσει ο πολιτικός κύκλος του μεσσιανισμού και της ανάθεσης. Και για να γίνει αυτό, πρέπει η εργατική τάξη να πάψει να συγκεντρώνεται κάτω από ξένες σημαίες. Πρέπει ν’ αποκτήσει δική της φωνή, συμβατή όχι μόνο με τα άμεσα συμφέροντά της, αλλά και με το ιστορικό πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Πρέπει να οργανωθεί πολιτικά.
Αν το καθήκον της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης φαίνεται σαν ανάβαση στο Εβερεστ, ας αναλογιστούμε πως όπως καμιά βουνίσια κορφή δεν έμεινε απάτητη, έτσι κι αυτό το καθήκον κάθε άλλο παρά ακατόρθωτο είναι. Και είναι μονόδρομος!
Η Εργατική Πρωτομαγιά δεν είναι μια συνηθισμένη μέρα. Είναι μια μέρα συνδεμένη όχι μόνο με αγώνες για καλύτερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά και με τον αγώνα για την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς. Αυτές τις μέρες, καθώς οι συνέπειες της κρίσης σφίγγουν σαν θηλιά γύρω από το λαιμό μας, πρέπει να ξαναπροβάλλουμε αυτό το μεγάλο ιστορικό πρόταγμα.
Να πάψουμε να αισθανόμαστε σαν καταδικασμένοι σε μια αιώνια μοίρα.
Να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμή μας.
Να διακηρύξουμε τη θέλησή μας να εξαφανίσουμε από προσώπου γης το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την κοινωνική αδικία, τη βαρβαρότητα.
Κανένα μέλλον για μας και για τις ερχόμενες γενιές δεν υπάρχει στον καπιταλισμό. Το μέλλον μας θα το χτίσουμε μόνοι μας. Κανένας δεν πρόκειται να μας το χαρίσει.
Η προλεταριακή επανάσταση παραμένει πάντοτε το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας. Μόνο αυτή μπορεί να σαρώσει τον παλιό κόσμο και πάνω στα συντρίμμια του να χτίσει ένα νέο κόσμο, της δουλειάς, της αλληλεγγύης, της αδελφοσύνης, έναν κόσμο που τα αγαθά θ’ ανήκουν σ’ αυτούς που τα παράγουν, έναν κόσμο κομμουνιστικό.
Η οικονομική κρίση μεγεθύνει και τη σαπίλα του πολιτικού και συνδικαλιστικού εποικοδομήματος. Ενός εποικοδομήματος που πολύ πριν το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης είχε δείξει τα όριά του και το ρόλο του ως υπηρέτη της κεφαλαιοκρατίας.
Στο κοινοβουλευτικό επίπεδο οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι. Η εκάστοτε κυβέρνηση αποφασίζει τα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα, η αξιωματική αντιπολίτευση την καταγγέλλει και ετοιμάζεται να πάρει τα ηνία στις επόμενες εκλογές, για να συνεχίσει την ίδια πολιτική, και η αστική-κοινοβουλευτική αριστερά φροντίζει για τη διατήρηση της ταξικής ειρήνης, λειτουργώντας σαν αμορτισέρ και προσπαθώντας να κρατήσει το κίνημα μέσα στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας. Να το κρατήσει στο επίπεδο ενός κινήματος διαμαρτυρίας, εμποδίζοντάς το να εξελιχθεί σ’ ένα κίνημα διεκδίκησης, σύγκρουσης και νίκης.
Εντελώς ξεφτιλισμένη είναι και η ποικιλόχρωμη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Μια σύγχρονη εργατοπατερία της συναίνεσης, του κοινωνικού εταιρισμού, του συμβιβασμού, της υποταγής, της μικρότερης αντίστασης, της νομιμοφροσύνης, της ήττας.
Μπορεί ο εργαζόμενος να ελπίζει σε βελτίωση –ή έστω σε μη χειροτέρευση– της θέσης του από την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών; Μπορεί ο εργαζόμενος να ελπίζει ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία όλων των τάσεων θα τον οδηγήσει σε αγώνες με νικηφόρα προοπτική; Η απάντηση είναι όχι.
Αυτό το όχι, όμως, έχει δυο άκρες. Η μία άκρη οδηγεί στη μοιρολατρία και την παραίτηση, στην επιλογή του μικρότερου κακού, στην ανάθεση σε κάποιους άλλους να μας εκπροσωπήσουν, ν’ αποφασίζουν αυτοί για λογαριασμό μας και εμείς να περιοριζόμαστε να τους χειροκροτάμε ή να τους ακολουθούμε σε πορείες που θυμίζουν κηδεία. Η άλλη άκρη οδηγεί στην εγκατάλειψη της αδράνειας και στην ανάληψη δράσης. Στο χτίσιμο μιας καινούργιας συλλογικότητας. Μιας συλλογικότητας εργατικής και δημοκρατικής, με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας αυτοί που θα αποφασίζουν θα είναι οι ίδιοι που θα εκτελούν τις αποφάσεις. Μιας συλλογικότητας που θα κάνει πράξη το παλιό σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Που δεν θα έχει σαν όριο των διεκδικήσεών της τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος αλλά τις ανάγκες των εργαζόμενων. Που δεν έχει σαν όριο των μορφών πάλης που χρησιμοποιεί την αστική νομιμότητα, αλλά την ανάγκη της νίκης των εργατικών δυνάμεων πάνω στις δυνάμεις του κεφάλαιου.
Πρέπει ν’ αρχίσουμε να οργανωνόμαστε όχι μόνο στο επίπεδο του εργασιακού χώρου, όχι μόνο για τις ανάγκες του άμεσου –αμυντικού εκ των πραγμάτων– αγώνα για το μεροκάματο, τις συνθήκες εργασίες, την ασφάλιση, αλλά και στο πολιτικό επίπεδο. Οχι για να γίνουμε κομμάτι του κοινοβουλευτικού συστήματος και των θεσμών του, αλλά για να πάρει πάλι σάρκα και οστά ο αγώνας για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, πέρα από τα στενά όρια του αγώνα για την προστασία από τον ηθικό και φυσικό εκφυλισμό του καπιταλισμού, είναι όρος για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού εργατικού κινήματος με προοπτική νίκης.
Ας οργανωθούμε, λοιπόν. Οχι μόνο για να προστατευθούμε από την επίθεση των ημερών, αλλά για να ετοιμάσουμε την αντεπίθεσή μας. Ας οργανωθούμε πρωτίστως πολιτικά. Στη βάση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης. Για να διεκδικήσουμε το μόνο μέλλον που μας αρμόζει: τον κομμουνισμό. Μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, χωρίς καπιταλιστές και εργάτες, με την πιο πλατιά δημοκρατία για τους ανθρώπους της δουλειάς.
ΖΗΤΩ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ