Αγαπητά μου παιδιά
Κάποτε οι δημόσιοι υπάλληλοι έγραφαν για να γίνουν ποιητές. Αργότερα οι ποιητές έγραφαν για να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, κάτι που φτάνει ως τις μέρες μας (μη λέμε ονόματα τώρα γιατί θα μακρηγορήσουμε και θα ξεχάσω τι ήθελα να πω. Αλλωστε υπάρχουν κι εκείνοι που κάνουν πίπες για να μπουν ή να μονιμοποιηθούν. Κάνω κι εγώ –όχι όμως γι’ αυτό το λόγο, με αρωματικό συνήθως καπνό– όπως και ο Κοντροεκδότης). Λοιπόν, εξέλιπαν πλέον εκείνοι οι με πένες ανατέμνοντες την κοινωνική ζωή. Σουρήδες, Σούτσοι, Σκόκοι, Μαγιακόφσκηδες και άλλοι που ξεκοίλιαζαν και ξεμπρόστιαζαν τα κατά συνθήκη αποσιωπημένα, έδωσαν τη θέση τους σε «πάμε χαϊβάνι» (χαϊβάνι, Χαβάη, κάπως έτσι), σε ξέκωλες αγάπες και σε σύντομα, κωδικοποιημένα σποτάκια ή μυκηθμούς. Το Καρτεσιανό «cogito ergo sum» (το αναλύσαμε διεξοδικώς πρόσφατα), έγινε μεταβατικά «σκέφτομαι και γράφω» (cogito et scrivo) στα υποχρεωτικά κρατικά εκκολαπτήρια που καλλιερ- γούν υιούς και κόρες της νόσου των φτηνών. Και μετεξελίχθηκε σε μαζικό επί πτυχίω «masturbo ergo sum», πάντα τη επικυρώσει θλιβερών εκπαιδευτικών σωφρονιστικών καταστημάτων-αποθηκών.
Anyway (γεια σου ρε Αννούλα εκ Σουρδίας). Εχουμε ένα πεσκέσι για τη λαμπρή, «ερωτική» συμβασιλεύουσα (τώρα που ήρθαν και τόσοι ξένοι έγινε «ξένοι» + «ερωτική» = ξεν-ερωτική). Και το… προβάλλουμε σήμερα που λάμπουν περίσσιοι οι προβολείς (ω τι φως δήμαρχε! Ο άλλος –Αβραμόπουλος– είχε κόλλημα με τα κάγκελα κι εσύ με τα φώτα) για να συνωστισθεί στο φεστιβάλ του κινηματογράφου. Από τη μικρή οθόνη του σπιτιού (τι μικρή δηλαδή, τώρα με το εκτο-plasma;) στη μεγάλη, τρομάρα της.
του Ζεύγου και του Τσαρουχά, του Polk και του Λαμπράκη
χαίρε συ πόρνη Βαβυλών που άλλαξες την πίστη
και από γη πολιτισμών τώρα έχεις φωτάκι
κόκκινο στην εξώθυρα, φοράς και πασουμάκια,
περιχαρής λικνίζεσαι σε Τσιμισκή και Νίκης
ρουφάς πέντ’ έξι «φραπεδιές», μασάς τα καλαμάκια
το πιθηκίσιο βλέμμα σου φωνάζει πού ανήκεις.
Εκ του μακρόθεν βλέποντας κάποιος τη διαδρομή σου
και μέσω υπολογισμών βαθέων πλην προχείρων
αναρωτιέται από πού αντλείς τη δύναμή σου
και προωθείς στο πόπολο ιδεοληψίες χοίρων.
Χανούμισσα των νομαρχών, δημάρχων γιουσουφάκι
χορεύεις βαλς και τσάμικα με το ιερατείο
οι ορίζοντές σου περατούνται στο Καραμπουρνάκι
φαντάζεις πια στα μάτια μας κακόγουστο αστείο.
Ποιος είν’ ο Χριστιανόπουλος, ποιος ήταν ο Τσιτσάνης
Ο.Π.Λ.Α., Γεντί, Federation, Μάης και καπνεργάτες;
Το ζάρι σου το έπαιξες, ποδοβολώντας φτάνεις
μ’ επαρχιώτη ξιπασιά, σ’ άχρωμες, κούφιες στράτες.
Α, σε γνωρίζουμε καλά! Εμάς δεν μας τουμπάρεις
με multiplex, εμπορικά και μέτριους με γάλα.
Ξέρεις πως δεν σε θέλουμε. Κι εσύ δεν μας γουστάρεις
γι’ αυτό γέμισες κάμερες. Οσο για όλα τ’ άλλα
δεν θα τα ιστορήσω εδώ, τα ξέρεις όπως όλοι
κι όταν από τα κέρατα σ’ αρπάζαμε με λύσσα
καπνίζανε αδιάφορα κοιτώντας οι χαχόλοι
και συ κρυφά μας άλειβες με πούπουλα και πίσσα.
Εχουμε κι άλλα ράμματα για τη φτηνή σου γούνα:
δεν βρήκες δυο λόγια να πεις σαν έφυγε ο Ταμτάκος
μα μετατρέπεις το ήπαρ μας σε ηχηρή κουδούνα
ασχολουμένη διαρκώς με κάθε ένα ράκος.
Προσυπογράφω μονομιάς: τίποτε δεν σε σώζει
απάτη ο καλλωπισμός που θα σε «βελτιώσει».
Ζητώ την απομάκρυνση του κάθε καραγκιόζη
κι όλα να γίνουν εξαρχής, η μούρη σου να στρώσει.
Ξέρουμε τι χρειάζεσαι, μα, ας όψονται τα χρόνια
των καθισμένων, των σκυφτών και των προσκυνημένων
κι αυτών που περιμένουνε σαν άβουλα κωθώνια
πίσω από συμβουλάτορες και φράξιες στριμωγμένων.
Χαίρε λοιπόν εσύ τσατσά –της κάθε πόρνης μοίρα–
οδεύοντας περήφανα στου μέλλοντος το ζόφο
κι αν με τα λόγια μου αυτά θαρρείς σε αποπήρα
άκου αυτούς που εν χορώ εύχονται «καλό ψόφο».
Σου τα ‘χω πει, μου τα ‘χεις πει, σε είδα και με είδες
θάνατος στο μυαλό, ζήτω οι επιδιδυμίδες.
Yeh! οργίου σ’ ουρεί