Αγαπητά μου παιδιά
Εν όψει των άγριων –πλην ιαματικών δια το επιχειρείν– ημερών της αγίας καταναλώσεως και του συμβόλου της, του Coca Cola Santa Claus (όπως λέμε Skoda Ξάνθη), σας καλώ να αναπέμψουμε τις δεήσεις ημών προς την υπεραγρίαν τραπεζοτόκο, την σεπτή κατανάλωση. Και να ευχηθούμε ομού και εν κατανύξει, τόνωσιν του λιανεμπορίου, αύξησιν των εορτοδανείων και είθε οι χειροσακούλες των υπερχρεωμένων συνανθρώπων μας και της γενιάς των 500 ευρώ να είναι πλήρεις χρυσοποικίλτου σαβούρας. Οπως εις την ακόλουθον παραβολήν:
Κάθε Δεκέμβρη ο Κωνσταντής φορώντας τα καλά του
τριγύριζε στην αγορά κι ας ήταν του θανάτου.
Ζούσε τα Δεκεμβριανά, των μαγαζιών τη φρίκη
μες στο χιονιά πλανιότανε όπως γυρνάν’ οι λύκοι.
Είχε τη Γκόλφω αγκαζέ (κι αυτή με τα καλά της)
που η χλιδή ξεχείλιζε μαζί με τα κιλά της.
– Αχ Κωνσταντή μου, άντρα μου, λεβέντη μου Κωστάκη
να μου αγοράσεις θα ‘θελα φέτος ένα στρινγκάκι
κόκκινο –λόγω κόμματος– και κόκκινες ζαρτιέρες
να τα φορώ, να χαίρομαι τις δοξασμένες μέρες
τότε που κατεβαίνουμε με πίπιζες στους δρόμους
και με συντρόφους παίζουμε, αδέρφια – αστυνόμους.
– Τι λες μωρή ξετσίπωτη; – Αχ Κωνσταντή σταμάτα.
Τι θα μου πάρεις φέτος; Πες. Καμιά εξάδα πιάτα;
– Οχι ρε Γκόλφω, είπαμε, σου βρήκα καφετιέρα
που κάνει espresso, γαλλικό, σου κάνει και αέρα.
Θα τηνε βάλω στο μαντρί μετά του ηχοσυνόλου
γιατί ‘ναι μάρκα ακριβή κι όχι καμιά του κώλου.
– Τι να τον κάνω Κωνσταντή εγώ τον καπουτσίνο
εγώ θέλω εσώρουχα πριν να πολυπαχύνω.
– Τι να παχύνεις Γκόλφω μου, το πρόσεξαν κι οι φίλοι
που σαν σοσόνι σου ‘ρχεται η κάλτσα του αη Βασίλη.
– Α να χαθείς κρυόκωλε, σου ‘δωσα τόση προίκα
και μ’ έχεις σκλάβα στο μαντρί κρυφά από το ΙΚΑ.
Αλλά είσαι κωλόφαρδος, η ασφάλιση πεθαίνει
κι αλίμονο στην εργατιά, σε μένα την καημένη
που σου ζητάω ψίχουλα κι ούτε αυτά μου δίνεις
μον’ τρέχεις στα κωλόμπαρα και με τις τσούλες πίνεις.
– Τι λες ρε Γκόλφω, χάζεψες; Τι λόγια είναι τούτα;
Να κοίτα δω στολίσματα, να πάρουμε μια κούτα;
– Φταίω εγώ που διάλογο κάθομαι και ανοίγω
αντί όπως η ΓΣΕΕ να σηκωθώ να φύγω.
– Γκόλφω θαρρώ πως τα ‘παιξες, την έκανες λαχείο.
Για κοίτα: θες για το μαντρί ένα καλό ηχείο;
ή μήπως πάλι προτιμάς ψηφιακό τηγάνι
να ζεις σαν άνθρωπος κι εσύ, όπως οι αμερικάνοι;
– Γω Κωνσταντή μου τι ζητώ σου το ‘πα από μέρες
ένα στρινγκάκι κόκκινο μαζί με τις ζαρτιέρες.
Δεν θέλω μηχανήματα απ’ τους καπιταλίστες
μον’ θέλω να λικνίζομαι οληνυχτίς στις πίστες
να μου πετάν γαρίφαλα, να τρώω και να πίνω
αφού στο κόμμα όλοι τους χέστηκαν αν παχύνω.
– Ασε το κόμμα Γκόλφω μου κι έρχονται άγιες μέρες
θες να σου πάρω mp3 ή δυο καλές τοστιέρες;
Προσπάθησε γυναίκα μου λιγάκι να με νοιώσεις
και θα σου πάρω κι έλατο απ’ τις αναδασώσεις.
Γιορτάζει η κατανάλωση, έβγαλα πέντε κάρτες
πήρα εορτοδάνεια, να, αν γουστάρεις πάρ’τες.
– Κι αν κάνουν απ’ την τράπεζα ότι μας βάζουν χέρι;
– Εχει διακοποδάνεια, κοντά είν’ το καλοκαίρι.
– Ε τότε πάμε Κωνσταντή να πάρουμε απ’ όλα
μίξερ, λαμπάκια, κέρατα, τι με κοιτάς; Ξεκόλλα.
Ας τους ευρωλιγούρηδες του κόμματος, τους είδα
για πήγαινε στα σπίτια τους, θα πάθεις απ’ τη χλίδα.
Πάμε σου λέω και θα δεις πως όσο κι αν γκρινιάζει
ο κόσμος τούτο τον καιρό στην αγορά βελάζει.
Π.Π. Fuck η δομή της