Αγαπητά μου παιδιά
Μπήκαμε στον Δεκέμβρη και σύμπασα η ελληνική επικράτεια ασχολείται με τις ετοιμασίες του χειμώνα και των Χριστουγέννων. Στρώνονται τα χαλιά (που είναι χάλια από την υγρασία και τον σκόρο), σφάζονται τα γουρούνια (η γνωστή «γουρουνοχαρά») για τα εδέσματα του χειμώνα, ετοιμάζονται τα σπίτια, κατατίθενται οι αιτήσεις για εορτοδάνεια και κλείνονται έγκαιρα τραπέζια για τα ρεβεγιόν από των φρονίμων τα παιδιά. Ο γλυκός πυρετός της κατάνυξης και της αγίας κατανάλωσης κυριεύει τους ευσεβείς μουσλίμ (πιστούς). Αποτυπώνεται ανάγλυφτα και στα σοφά (επί του σοφά τραγουδισμένα), δημώδη άσματα των ημερών: «Χριστούγεννα μας έρχονται, εμπρός βήμα ταχύ / να τα προϋπαντήσουμε με χοιρινό παχύ».
Δεν πίστευα στα θαύματα (με μόνη εξαίρεση το θαύμα της οικονομίας) κι αδιαφορούσα για τις λαμπρές, ζωντανές παραδόσεις μας (που σαν τα ζωντανά γιαούρτια, τους έκοψαν το λαιμό με σπασμένα γυαλιά). Μέχρι που βρήκα να φύεται πατσάς και χοιρινό λίπος στις ζαρντινιέρες της γιαγιάς Εξουσίας! Το θείο και θειούχο σημάδι ολοκληρώθηκε με την ανεύρεση ενός χοιρόγραφου μέσα σε μια ψιλοκομμένη χοιρινή κοιλιά, κάτω από το στρώμα του λαδόξυδου και του μπούκοβου. Το παραθέτω ατόφιο, έχοντας ήδη εκχωρήσει τα δικαιώματα στο μουσείο Σχοινούσας και στο Χ.Α.Ζ.Ε. (Χοιρινά Ευρήματα Ζαρντινιέρων Επικράτειας):
Σαρανταπέντε αστακούς κι εξήντα γουρουνάκια
τα πήγαιναν αγεληδόν μπέικον για να γίνουν,
μιας κι ο Δεκέμβρης είχε μπει και οι γιορτές ζυγώναν
κι ήταν η γουρουνοχαρά στην πιο καλή της ώρα.
Τα ζωντανά γρυλίζανε και σειόταν η καρότσα
γιατί δεν ξέραν’ γράμματα μήτε και να μιλάνε
μον’ έτρεχαν και έσκουζαν όταν τα ξαμολούσαν
αφού μονάχα ως εκεί έκοβε το ξερό τους.
«Σώπασε γουρουνίτσα μου και μη μου σπας τ’ αρχή δια
πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι γουρούνα θα ‘σαι»,
εφώναζε ένας αστακός ζωσμένος φισεκλίκια
για να καλύπτουν το κενό μυαλού, τσουτσούς και γνώσης.
Μα κείνη εμυξόκλαιγε έτσι όπως κάνουν όλες
σαν τις πετύχεις μοναχές όξω απ’ το κοπάδι.
«Δεν θέλω να με σφάξουνε και μπέικον να γίνω
θέλω να δέρνω, να πηδώ, να είμαι εξουσία
σαν τα γουρούνια του Οργουελ εις την φάρμα των ζώων,
να περπατώ με ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια
σα να ‘χω συγκαεί βαριά σ’ αρχή δια και μασχάλες
και να πουλάω ανδρισμό, μη δούνε πως δεν έχω
και με γιουχάρουνε ξανά και νιώσω πεταμένη
όπως σαν ήμουνα μικρή κι όλοι μ’ είχαν στη φάπα».
Ο αστακός ταράχτηκε και άρχισε να σκούζει
γιατί θυμήθηκε κι αυτός πως πίσω απ’ τις δαγκάνες
δεν είχε άλλο τίποτα παρά μονάχα γύμνια
μια άχρηστη χαμοζωή δίχως καμιά ιδέα.
Κουτσομπολιό και στοίχημα, τηλεκοντρόλ και μάσα,
αγώνα να βρει γκόμενα, άγχος μην αποτύχει,
απέχθεια στο διάβασμα – ήταν κι αυτός ο Φρόιντ –
και παραπέρα τίποτα, τι να τα κάνεις τ’ άλλα;
Ομως ο χρόνος τέλειωσε και οι γιορτές ζυγώναν
και τα γουρούνια γίνηκαν λουκάνικα και μπέικον
και χάθηκαν τρισένδοξα στα βάθη των εντέρων
ώσπου δια της αφόδευσης επέστρεψαν στη βάση
για να γυρίζει ο βαρύς τροχός της ιστορίας
που δεν την ήξεραν καλά, γι’ αυτό γίναν’ γουρούνια.
ΥΓ: Ο γερο – χοίρος πέθανε, ο γερο – χοίρος πάει
εγέρασε μωρέ παιδιά σαράντα χρόνια χοίρος
και σειέται η γης συθέμελα, σειούνται τα χοιροστάσια
και μες στη γουρουνοχαρά, σειούνται και μας τα τέτοια.
Αχοιροποίητος χοιρόγραφη στιχοπλοκή
παρά επιχοιρηματία – ποιητού εκ του προχοίρου