Αγαπητά μου παιδιά
Μπορεί τα τραγούδια των αρματολών και των κλεφτών να ανήκουν πλέον στο χθες και στη δημοτική παράδοση, οι ίδιοι όμως ανήκουν στο σήμερα και επιδίδονται στην παράδοση του τόπου στα νύχια ορνέων τε και αρπακτικών του διεθνούς, παρασιτικού και –εν κατακλείδι– ανύπαρκτου με πρωτογενή υλική μορφή κεφαλαίου. Κεφαλαιώδες το ζήτημα της παρατεινόμενης ύπαρξής τους, κεφαλαιώδεις και οι τρόποι που μετέρχονται οι κουφάλες του κουφαλαίου με κουφαλαίο το «Κ» του επιθετικού προσδιορισμού των επιθετικών αρπακτικών και των λακέδων τους.
Το γεγονός αυτό κλήθηκε να αποτυπώσει η (ελαφρο)λαϊκή μούσα, αναπροσαρμόζοντας (θα γράφαμε «εκσυγχρονίζοντας» αλλά τότε θα προκαλούσαμε κοινωνική δυσφορία) και διασκευάζοντας γνωστά δημώδη άσθματα. Οπως κάνουν και οι σύγχρονοι κάλοι τέχνες δηλαδή, που έχοντας στερέψει οι ίδιοι αλλά όχι και οι ανάγκες τους, τραγουδούν διασκευασμένα ο ένας τα τραγούδια του άλλου και ο άλλος τα τραγούδια του ένα.
Το πρώτο πείραμα της μουσειακής μουσικής μούσας που παντρεύει (ζωή σ’ εσάς) το παλιό με το νέο και αποτυπώνει το χθες ομού μετά της σημερινής ακατάστατης κατάστασης, βάζει στο παιχνίδι και τον Luciano Kill αηδόνι. Ας τραγουδήσουμε εν χορώ:
Μάνα μου τα, μάνα μου τα κλεφτόπουλα
τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε
τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε.
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό κλεφτόπουλο
δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι δεν πίνει δεν γλεντάει
δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι δεν πίνει δεν γλεντάει.
(πέρασμα στο μοντέρνο)
Μόν’ τα γιαού-, μόν’ τα γιαούρτια κοίταζε
και στον καθρέφτη λέει:
(πέρασμα στο μεταμοντέρνο)
Θα κάτσω σπίτι, θ’ αράξω σπίτι
λοιπόν για μήνες δεν πρόκειται να βγω.
Θα κάτσω σπίτι, θ’ αράξω σπίτι
γιατί αν βγω μπορεί ν’ αρπάξω καν’ αυγό.
Στη δεύτερη απόπειρα, η μούσα υπερπηδά το σκαλοπάτι του μοντέρνου και άγεται κατευθείαν στο μεταμοντέρνο, υποβοηθούμενη παρά Τζιμάκου:
Εγώ μέλι δεν έτρωγα
κέρνα μας, κέρνα μας
δεν χόρταινα χαβιάρι
άιντε κέρνα μας και καλοκέρνα μας.
Τώρα τα τρώω και τα δυο
εις υγεία των κορόιδων
άιντε να κερνάς να καλοκερνάς.
(πέρασμα στο μεταμοντέρνο)
Μου πήρανε δυο Mercedes γαμάτες
disco, disco, disco τσουτσούνι.
Αλλοι πληρώνουν και φορώ γραβάτες
disco, disco, disco τσουτσούνι.
έχω τριάντα κινητά, αμέτρητα ακίνητα
ζω και κινούμαι κούτρα, δίχως μετρητά.
Τα παραπάνω αρκούν για να δώσουν μια εικόνα της διά βίου πάθησης που κατατρύχει επί δεκαοκτώ δεκαετίες την περιοχή της Γραικίας ή Γραικυλίας. Ενα άλλο τμήμα της εικόνας θα δοθεί σύντομα –ίσως και συντομότερα από τις προσδοκίες πολλών– εν οδοίς τε και ρύμαις, πιθανόν και εν τω Αττικώ ουρανώ καθώς θα αναχωρούν τα σμήνη των ελικοπτέρων για να διασώσουν το πολύτιμο περιεχόμενό τους (μέγα ατόπημα να διατεθεί Super Puma για τον αρχιεπίσκοπο! Αν γινόταν καμιά στραβή εκείνη τη μέρα, κάποιος θα έμενε πίσω…). Anyway (που λένε και οι χαριτόβρυτες συνάδελφοι κοσμικογράφοι που δεν απήργησαν την Τετάρτη ούτε ποτέ άλλοτε), θέτουμε την ακροτελεύτιο ποιητική διάταξη που μας έρχεται από την παράδοση και μόνο (πρόκειται για ένα συγκλονιστικό διάλογο μάνας-κανακάρη, που πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν αφορά στην Ελλάδα αλλά μας έρχεται από το μακρινό Τσαντ) και παραδίνουμε τα υπόλοιπα εις την ιστορία:
– Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης
ανέλαβα μεταφορές και θα τις εκπληρώσω
πρέπει να στείλω τα σκουτιά όλα στην Ευρωλάνδη
πεσκέσι τον σκατότοπο στα όρνεα να δώσω.
– Γιωργάκη κάτσε φρόνιμα μπας –έστω– και γεράσεις
γιατί αλλιώς το κράξιμο θε’ να γενεί γιαούρτι
και το γιαούρτι πετριές, οι πετριές κυνήγι
κι ίσως με ελικόπτερο να φύγεις – αν προλάβεις…
Moi μάρκα Duffy