Αγαπητά μου παιδιά
Ημέρα θεάτρου σήμερα, ημέρα γιορτής της υποκριτικής –Θέσπις θέσπισε, αλλά όχι στις θεσπέσιες Θεσπιές– λαμπρή ημέρα της πωλητικής και άλλων σκηνών. Των οποίων οι θίασοι γίνονται αποδέκτες πλείστων όσων γιορτινών δώρων (λεμονοστύφτες, στεγνωτήρια, είδη εξοπλισμού γραφείων, ακόμα και χρήματα για να προβούν σε αγορές της αρεσκείας τους) μέσα από λίστα που έχει ανοιχτεί και λειτουργεί υποδειγματικά εδώ και δύο αιώνες. Χρόνια πολλά λοιπόν, ακόμα και στους από μηχανής θεούς που –ας μη το λησμονούμε– συχνά αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο πολλών έργων.
Ομως, τη λαμπρή τούτη μέρα που πανηγυρίζουν τα μπουλούκια των μοσχαναθρεμμένων υποκριτών, σκιάζει ο αντίλογος μιας θλιβερής μερίδας άτεχνων και άμουσων ναρόντνικων. Που παρά τις τιτάνιες και πολυποίκιλες προσπάθειες, δε λέει να προσαρμοστεί με το ακριβό σκηνικό της καλύτερης παράστασης που είδαμε ποτέ (σύμφωνα με ex cathedra πεφωτισμένους τεχνοκριτικούς).
Από την πλευρά του βάρβαρου κι απαίδευτου κοινού, διατυπώνεται μια πολύ μεγάλη έκπληξη για τη στελέχωση (πλέον) μιας ολόκληρης κοινωνίας από ΑμΕΑ (Ατομα με Εξαιρετική Ανεκτικότητα). Τόσο, που η λαϊκή κι ενίοτε αρχοντορεμπέτισσα μούσα –κεντρικό πρόσωπο αυτών των επιστολών– δεν διαρρηγνύει τα καπιταλιστικά θησαυροφυλάκια για να πάρει πίσω όσα παρήγε και με έμμεση βία της αφαιρέθηκαν, αλλά τα ιμάτιά της. Θρηνώντας, κράζοντας και παραφράζοντας:
Ενα το χελιδόνι, πανάκριβη κι η άνοιξη
πρέπει να βρούμε, σύντροφοι, νέες οδούς για διάνοιξη…
Πάντα ποιητική αδεία και μεταποιητική αηδία, εισχωρούμε εμμέτρως και δεκαπεντασυλλάβως (ε, παραπάνω δοκιμάσαμε κι ένα στίχο με δεκάξι) στα άδυτα του δημόσιου βίου. Με μεγάλη θλίψη και μεγάλη οργή, που προς το παρόν δεν βρίσκουν βαλβίδα ευρείας εκτόνωσης, βλέπουμε τι κατέγραψαν οι κάμερες που ελέγχουν την πολιτική κυκλοφορία. Γιατί να το κρύψομε άλλωστε; Υπάρχουν κι άλλες κρυφές κάμερες, κάτι σαν το C4I (σι φορ άι) ή το Τ4Ι (τι φοράει) των ηδονοβλεψιών κι αυτοί που τις έχουν τις λένε απλά ΚΟ (καίει, όου!):
από τη μπλε οικοδομή πήγες λίγο πιο πέρα
σε μια πιο cool και πράσινη, όμοια κατά τ’ άλλα
που όμως έχει ασανσέρ και δεν βογκάς στη σκάλα.
Λαμόγιο μου και έμεσμα, με τι να σε στολίσω
φέρτε μου το ελληνικό σκουτί με τη μαυρίλα
δεν κατεβαίνω χαμηλά για να σε σκυλοβρίσω
θα περιμένω στο ασανσέρ για να σου κάνω νίλα.
«Τι περιμένουν συναθροισμένοι;» αναρωτήθηκε με το γνωστό ξινισμένο (ποιος Ξυνίδης ρε;) από το σνομπισμό ύφος, κοιτώντας πίσω από το μονόκλ, ο πολύχρωμος και πλουμιστός αρθρογράφος που τα ενθυλάκωνε στην αριστερή τσέπη –και γι’ αυτό αριστερός. «Είναι οι ομφαλοσκόποι που θα ‘ρθουν», ενημέρωσε ψιθυριστά το ευήκοο και υπήκοο ους του (ούστου!) ο εξαίρετος αιρετός γραμματεύς απασών των ροζ υιών (και ιών). Που στον πατέρα του χρωστούσε το ζην και στον αρθρογράφο το ευ ζην και την πολιτική ανέλιξή του:
το look εξασφαλίζουμε, βαφόμαστε με χένα
γιατί από την όψη σου σύντροφε σε γνωρίζω
όσο δε για την κόψη σου… ‘γω διάλογο ψηφίζω.
Αφήστε τον παράδεισο, μπορεί να περιμένει
Μαζί με την εξέγερση που τώρα είναι στημένη
Εξω από κρύες αίθουσες, κρατώντας μία τσάντα
Το λέν’ τα «Αντικυνωνικά»: γαμ…καν τα πάντα!…
«Κι έπειτα τι θα γίνουμε χωρίς ομφαλοσκόπους; Οι άνθρωποι αυτοί ήταν μια κάποια λύσις» ψέλλισε ανήσυχος ο χαρισματικός σαλτιμπάγκος και με κωλοτούμπες κατευθύνθηκε προς τα φωτισμένα ανάκτορα. Εκεί, φωτισμένοι άρχοντες περιέφεραν τη νωχελική ανωτερότητά τους ανάμεσα σε μπουφέδες που μπούφοι πρόσφεραν αφειδώς στα φίδια. Τους όφεις των office για τους οποίους προείπα, προ ΗΠΑ:
κι ακόμα δεν σηκώθηκε ούτε καν μία πέτρα!
Θαρρείς και μας υπνώτισαν, λες κι έγινε μαγεία!
Η πλέμπα στραγγαλίζεται κι η σάλα: με υγεία!
Κοίτα τον χοντρό punk-άλλο, κοίτα πόσα γουρούνια
τριγύρω τα κοπρόσκυλα και κότες με τακούνια
κι εμείς μ’ άλλα ακκιζόμαστε, σαν κούκλες σε προθήκες
ξέρω: δεν ωριμάσανε ακόμα οι συνθήκες…
Τίνα Piss;