♦ Ο μέγας λογοκριτής…
Εξανέστη ο Μητσοτάκης, φιλοξενούμενος στο δελτίο ειδήσεων του Alpha. Ακούς εκεί να βάζουν τις τηλεοράσεις μέσα στο δικαστήριο και να δίνουν μικρόφωνο στους τρομοκράτες. Αυτό είναι ντροπή και πρέπει να προσέξει πολύ ο πρόεδρος του δικαστηρίου, γιατί παρανόμησε επιτρέποντας στις κάμερες να μπουν στη δικαστική αίθουσα.
Ατύχησε, βέβαια, σ’ αυτό το τελευταίο ο αρχιερέας της ίντριγκας. Γιατί οι κάμερες δεν μπήκαν στην αίθουσα στη διάρκεια της συνεδρίασης αλλά στο διάλειμμα. Και δεν υπάρχει κανένας νόμος που να απαγορεύει στα ΜΜΕ να παίρνουν εικόνα από τα διαδραματιζόμενα στο διάλειμμα. Τί έμεινε, λοιπόν; Εμεινε η ευθεία παρέμβαση του Δρακουμέλ και η απειλή του στον πρόεδρο του πενταμελούς τρομοδικείου να παρανομήσει. Γιατί η απαγόρευση της πρόσβασης των ΜΜΕ και στο διάλειμμα μπορεί να απαγορευτεί μόνο αν το ζητήσουν οι κατηγορούμενοι. Από τη στιγμή που οι κατηγορούμενοι δεν έχουν αντίρρηση, καλώς μπήκαν οι κάμερες και πρέπει να ξαναμπούν. Αν δεν ξαναμπούν, σημαίνει ότι η απειλή του Μητσοτάκη έπιασε τόπο και τα περί ανεξαρτησίας του δικαστήριου πάνε περίπατο.
Γιατί, όμως, ενοχλήθηκε τόσο ο Μητσοτάκης (και όχι μόνο αυτός); Γιατί από την πείρα του γνωρίζει καλά τη δύναμη που έχει η εικόνα. Δύναμη που μπορεί να αλλάξει άρδην το κλίμα που με τόσο κόπο δημιούργησαν το καλοκαίρι του 2002. Η δημοκρατία τους δεν αντέχει την πολιτική αντιπαράθεση. Γι’ αυτό και καταφεύγει στη λογοκρισία. Τις τηλεοράσεις και τα μικρόφωνα τα θέλουν μόνο για την πάρτη τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θέλουν το απόλυτο μονοπώλιο, γιατί τρέμουν την αλήθεια, τρέμουν τον πολιτικό λόγο, τρέμουν την καταγγελία. Τόσο πολύ έχουν πείσει τον ελληνικό λαό για την «αντιτρομοκρατική» πολιτική τους.
♦ …και τα τσιράκια
Για να είμαστε ακριβείς, στο διάλειμμα της δίκης δεν μπήκαν στη δικαστική αίθουσα τα τηλεοπτικά συνεργεία, αλλά μόνο το συνεργείο της ΝΕΤ, κατόπιν συνεννόησης των δημοσιογράφων όλων των μέσων. Για να μην υπάρξει συνωστισμός, εικόνα θα έπαιρνε η ΝΕΤ, θα κατέγραφε τις δηλώσεις των πολιτικών κρατούμενων και θα μοίραζε το υλικό και σε όλους τους άλλους σταθμούς, όπως συμβαίνει συχνά. Μόλις τέλειωσε το διάλειμμα, πανικός επικράτησε στο Κέντρο Τύπου του Κορυδαλλού. Μαθεύτηκε ότι η ΝΕΤ αποφάσισε να μη μεταδώσει τα όσα έγραψε η κάμερά της και να μη δώσει το υλικό στα άλλα κανάλια. «Δεν θα δώσουμε μικρόφωνο στους τρομοκράτες», δήλωνε ο διευθυντής ειδήσεων Γιάννης Παπουτσάνης. Οι δημοσιογράφοι αγανάκτησαν. Τηλεφωνούσαν στις εφημερίδες τους και έλεγαν πως αυτό είναι το θέμα της ημέρας και την επομένη πρέπει να γίνει πρωτοσέλιδο. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι διευθυντικά στελέχη τουλάχιστον μιας εφημερίδας τηλεφώνησαν στον Ρουσόπουλο και έτσι λύθηκε το ζήτημα. Στην επόμενη επικοινωνία ο Παπουτσάνης το έπαιζε ψύχραιμος: Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, όλοι θα πάρετε εικόνα. Ετσι μεταδόθηκε απ’ όλα τα κανάλια η εικόνα που είχε τραβήξει η κάμερα της ΝΕΤ και το κρατικό κανάλι έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και μετέδωσε και αυτό το βίντεο. Βλέπετε, δεν βρήκε συνενόχους στη λογοκρισία και δεν απετόλμησε να κάνει αυτό που έκανε με τις συνεντεύξεις Γιωτόπουλου και Κάρλος, που λογοκρίθηκαν (κόπηκαν) εν ψυχρώ.
♦ Ολα μελετημένα
Μια τόσο μεγάλη δίκη, όπως το εφετείο για την υπόθεση 17Ν, αρχίζει συνήθως Δευτέρα. Δευτέρα ξεκίνησε η πρώτη δίκη, όπως και οι δύο δίκες για τον ΕΛΑ. Το εφετείο, όμως, ξεκίνησε Παρασκευή, χωρίς να υπάρχει κανένας ειδικός λόγος. Υπήρχε, όμως, επικοινωνιακή σκοπιμότητα. Την Παρασκευή οι εφημερίδες κλείνουν νωρίς. Στη μία το μεσημέρι. Γιατί αμέσως μετά αρχίζει το Σαββατοκύριακο των δημοσιογράφων, που ξεκινά Παρασκευή μεσημέρι και τελειώνει Κυριακή μεσημέρι (για να βγουν τα δευτεριάτικα φύλλα. Μεγάλο μέρος της ύλης των σαββατιάτικων φύλλων ετοιμάζεται προηγούμενες μέρες. Ετσι, ήταν εξασφαλισμένη η σχετικά χαμηλή δημοσιότητα της δίκης. Μια ματιά στις εφημερίδες της επόμενης μέρας επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Πλην της «Ελευθεροτυπίας», που διέθεσε λίγο παραπάνω από μιάμιση σελίδα, καμιά άλλη εφημερίδα δεν ξεπέρασε τη μισή σελίδα. Λεπτομέρεια, θα πείτε, αλλά και οι λεπτομέρειες έχουν τη σημασία τους.
♦ Φάουλ
Πολύ σημαντική η συνέντευξη που πήρε από τον Δημήτρη Κουφοντίνα ο Τάκης Καμπύλης και δημοσιεύτηκε στα «Νέα» το περασμένο Σάββατο. Οι εύστοχες ερωτήσεις και η αποφυγή κάθε προβοκατόρικης διάθεσης βοήθησαν τον συνεντευξιαζόμενο να απλώσει τις ιδέες του με πληρότητα. Ομως, ο δημοσιογράφος διέπραξε ένα φάουλ στον πρόλογό του. Γράφει ότι ο Κουφοντίνας σ’ αυτή τη συνέντευξη «προχωράει ακόμη περισσότερο: Η 17Ν, λέει, δεν είχε αρχηγό. Δήλωση που του ζητήθηκε επίμονα εδώ και μήνες από τον Γιωτόπουλο. Αλλά που δεν την έκανε μέχρι σήμερα».
Καταλαβαίνουμε τη δημοσιογραφική αγωνία της «πρωτιάς», όμως ο κ. Καμπύλης όφειλε να ενημερωθεί από τους συναδέλφους του που κάλυψαν την πρώτη δίκη, ότι ο Κουφοντίνας κατ’ επανάληψη δήλωσε στη διάρκειά της ότι η 17Ν δεν είχε αρχηγό και δεν μπορούσε να έχει, γιατί ήταν μια επαναστατική οργάνωση. Εμείς δεν μετρήσαμε πόσες φορές το είπε, τις μέτρησε όμως η υπεράσπιση Γιωτόπουλου και τις βρήκε 17 (συμβολικό το νούμερο, αν και προέκυψε τυχαία). Ηταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα της υπεράσπισης Γιωτόπουλου για την απόκρουση της ηθικής αυτουργίας: Ορίστε, 17 φορές σας είπε ο Κουφοντίνας ότι η 17Ν δεν είχε αρχηγό. Καλό είναι να ιντριγκάρεις τους αναγνώστες σου, αλλά όχι με στοιχεία «μούφες».
♦ Συμμοριοπόλεμος
Υπέρτιτλος: «Η ΝΔ στον δρόμο που χάραξε ο Σημίτης…». Πλαγιότιτλοι: «Η κυβέρνηση βουλιάζει στη δίνη της διαφθοράς και της διαπλοκής. Η υπόθεση Παλαιοκρασσά τσαλακώνει το προφίλ του Καραμανλή. Ο κόσμος πεινάει και αυτοί μοιράζουν δισ. ευρώ στους αρχιδιαπλεκόμενους. Προεκλογικές συμφωνίες με “οικογένειες” και τα συμφέροντα που ρήμαξαν τον τόπο». Δίπλα μια φωτογραφία του Ευάγγελου Μυτιληναίου με λεζάντα «Ο Ηρακλής της ΔΕΗ» και άλλους πλαγιότιτλους: «Από τις Αθηναϊκές Συμμετοχές στην αγκαλιά του Μαξίμου. Πως ο “πράσινος” επιχειρηματίας “ντύθηκε στα γαλάζια”». Πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας την περασμένη Δευτέρα. «Αυριανή» του Κουρή; Λάθος. «Χώρα» του Τράγκα, του αγνού στρατιώτη της γαλάζιας παράταξης. Ο χωρισμός σε στρατόπεδα είναι κάθετος και οριζόντιος: πολιτικοί, επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες ΜΜΕ. Σαν συμμορίες παλεύουν για τη λεία, εφαρμόζοντας το δόγμα της ολικής εξαφάνισης του αντίπαλου. Μέχρι να μοιράσουν τη λεία με κάποια καινούργια συμφωνία, που όπως κάθε συμφωνία θα έχει κερδισμένους και χαμένους. Κι εμείς; Εμείς πληρώνουμε μόνο και παρακολουθούμε απαθώς το πλιάτσικο.
♦ Και η ρουφιανιά;
Στο πλευρό του προέδρου της ΠΑΕ ΑΕΚ Ντέμη Νικολαΐδη τάσσεται ο ΣΥΝ. Αντιπροσωπεία του κόμματος συναντήθηκε μαζί του και μετά εκδόθηκε ανακοίνωση, στην οποία σημειώνεται ότι «δεν είναι δυνατόν ένας πρόεδρος ΠΑΕ να εκφράζει με σαφήνεια την αντίθεσή του στη βία και όλοι οι άλλοι να σφυρίζουν αδιάφορα. Ετσι καθίστανται αφερέγγυοι ως προς τις προθέσεις τους και τις προτάσεις που κάνουν». Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι η αντίθεση στη βία των γηπέδων περιλαμβάνει και τη ρουφιανιά. Τη δημοσίευση φωτογραφιών στα ΜΜΕ και το κάλεσμα σε όσους γνωρίζουν τους εικονιζόμενους να προσέλθουν και να καταγγείλουν τα ονόματά τους. Για να μη μιλήσουμε για τον έλεγχο ταυτοτήτων από σεκιουριτάδες, που σημαίνει (τουλάχιστον) αντιποίηση αρχής. Και για να μη θυμηθούμε ότι αυτούς που σήμερα ρουφιανεύει ο κ. Νικολαΐδης τους είχε χρησιμοποιήσει ως ιδιωτικό στρατό, για να ξεφορτωθεί με συμμορίτικες μεθόδους πρώην συμπαίκτες του στην ΑΕΚ (Τσιάρτα, Κασάπη), οι οποίοι δεν δέχτηκαν τη μείωση συμβολαίων που τους πρότεινε ως επιχειρηματίας πλέον.
Φυσικά και τα γνωρίζει όλα αυτά ο ΣΥΝ, όπως γνωρίζει επίσης ότι η βία στα γήπεδα είναι κοινωνικό και όχι αθλητικό φαινόμενο. Παίζει πολιτικά παιχνίδια, όμως, με τον πρόεδρο μιας μεγάλης ΠΑΕ, αδιαφορώντας για την αλήθεια.
♦ Νεοφιλελευθερισμός και εθελοντισμός
Φιέστα, με τη συμμετοχή και του προέδρου της Δημοκρατίας έστησε την περασμένη Δευτέρα ο Ν. Κακλαμάνης, για να τιμήσει το «άνθος» (δικός του ο χαρακτηρισμός) του εθελοντισμού. Στη φιέστα βραβεύτηκαν οργανώσεις και εθελοντές απ’ όλη την Ελλάδα, οι οποίοι το απόγευμα της ίδιας μέρας έγιναν δεκτοί στο προεδρικό μέγαρο, με τις κάμερες πάντα παρούσες. Για να περνάει στην ελληνική κοινωνία το μήνυμα, ότι όλοι και όλες πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα του «ανθού». Οτι για την εξαθλίωση τμημάτων του πληθυσμού και ειδικά ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων ευθυνόμαστε όλοι. Κατά συνέπεια, έχουμε όλοι το καθήκον να γίνουμε εθελοντές. Το κράτος έχει μόνο την ευθύνη του συντονισμού, τίποτ’ άλλο. Οσο για τους καπιταλιστές, αυτοί δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη ευθύνη. Εχουν την ευθύνη που έχει κάθε πολίτης αυτού του κράτους.
Η πλειοψηφία απ’ αυτούς που συμμετέχουν στα εθελοντικά προγράμματα είναι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, άνθρωποι με ευαισθησίες και διάθεση προσφοράς. Δεν συνειδητοποιούν, όμως, ότι η δική τους προσφορά γίνεται εργαλείο στα χέρια διάφορων οικονομισάριων (γεμάτες από τέτοιους είναι οι διάφορες ΜΚΟ), αλλά και στα χέρια του κράτους, που χρησιμοποιεί τον εθελοντισμό ως συμπλήρωμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της κοινωνικής αναλγησίας από την οποία αυτή χαρακτηρίζεται.