Στάχτη θα γίνεις, κόσμε γερασμένε. Σου είναι γραφτός /ο δρόμος της συντριβής και δεν μπορείς να μας λυγίσεις, /σκοτώνοντας τ’ αδέρφια μας της μάχης· και να το ξέρεις, /θα βγούμε νικητές κι ας είναι βαριές οι θυσίες. (Ναζίμ Χικμέτ)
Ες άγριον τα σπουδαία
Επιστροφή αιθαλομίχλης (κίνδυνος για καρκίνο των πνευμόνων): αμ, γι’ αυτό αυξάνεται η τιμή του καπνού
Season’s greetings από το ζεύγος Blair: το συγκρότημα ΑΓΑΜΟΙΘΥΤΑΙ το ξέρουν;
Social lepers (outcasts)
Μια βίδα έπεσε στο πάτωμα /σε αυτή τη σκοτεινή νύχτα της υπερωρίας /κάθετα κουμπώνοντας, και ελαφρά πιέζοντας /δεν θα τραβήξω κανενός την προσοχή /όπως ακριβώς την προηγούμενη φορά /σε μια νύχτα σαν αυτή /όταν κάποιος βυθίστηκε στο έδαφος (Σου Λίζί, 9-1-2014 «luosi luoxia zhi shang» = Μια βίδα έπεσε στο πάτωμα)
> Είπε ο (Στ.) Θεοδωράκης: «Τα χωράφια του Σύριζα, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι γεμάτα ζιζάνια και βάτους». Οταν όμως «κληθεί», ως «νέος σπορεύς», θα φέρει (και από κυβερνητική θέση;) την «ανανέωση» που ευαγγελίζεται…
> Πρόωρες εκλογές στο Ισραήλ ανακοίνωσε ο Νετανιάχου – ο (από)ηχος από την σθεναρή αντίσταση της Παλαιστίνης ακούγεται καθαρά… (συν τις ενδοϊσραηλινές διαμάχες).
> «Οι άνθρωποι που κλείστηκαν στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας προέρχονταν από αγροτικές οικογένειες με σχετικά χαμηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο. Παράλληλα, διέθεταν μειωμένες δυνατότητες πρόσβασης σε εργασίες εκτός του αγροτικού χώρου. Η κοινωνική καταγωγή των αφηγητών δημιούργησε τις βασικές προϋποθέσεις της κοινωνικής τους σταδιοδρομίας, η οποία αφορούσε πρωτίστως μια συγκεκριμένη βιογραφική τροχιά χωρίς αναμενόμενη κοινωνική άνοδο εντός του αγροτικού χώρου. Οι αφηγητές ήταν κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι, δηλαδή κάτοικοι της υπαίθρου, με αρκετά στενούς δεσμούς με τον τόπο κατοικίας τους, ο οποίος συνηθέστατα ήταν και ο τόπος καταγωγής τους, και ζούσαν με στερήσεις και χωρίς πολυτέλειες. Η ζωή τους χαρακτηριζόταν από έναν διαρκή αγώνα για επιβίωση. Η εργασία στα χωράφια, αλλά και γενικότερα η σκληρή εργασία στην ύπαιθρο, ήταν μάλλον υποχρεωτική επιλογή τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Από τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται ότι δεν διέθεταν άλλου τύπου εισοδήματα. Στις υπάρχουσες οικονομικές δυσκολίες η ασθένεια προσέθετε ένα επιπλέον πρόβλημα. Πριν την ασθένεια και τον εγκλεισμό η ένταξη στην οικογένεια δεν σήμαινε υποχρεωτικά την κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών και την εξασφάλιση της φυσικής αναπαραγωγής και επιβίωσης. Η οικογενειακή μονάδα […] ήταν ο βασικότερος φορέας κοινωνικοποίησης, αρωγής και κοινωνικής ένταξης και συνεισέφερε στην αίσθηση της συλλογικότητας. Το βίωμα της φτώχειας, της σκληρής δουλειάς στα χωράφια και της εντατικής προσπάθειας για επιβίωση αποτελούσε συστατικό στοιχείο της βιογραφικής συγκρότησης των αφηγητών που διέθεταν ανάλογες εμπειρίες: “Στο χωριό ασχολούμαστε με τη γεωργία, και να πατήσω σταφύλια και να σπείρω με τον πατέρα μου και πατάτες να βγάλουμε και ελιές να μαζέψουμε, άσε σου λέω δουλειά σκληρή, αλλά δεν είχα πρόβλημα, δε με ένοιαζε, ήμουνα και νεότερος τότε. Δουλειά να δουν τα μάτια σου”. Η ανέχεια δεν συνδεόταν μόνο με τις δυσκολίες επιβίωσης αλλά και με την υποχρέωση για πρώιμη ένταξη στον χώρο εργασίας. Οι εργασίες με τις οποίες απασχολούνταν οι αφηγητές τους εισήγαγαν σχεδόν από την παιδική ηλικία στη σκληρή πραγματικότητα της υπαίθρου […] Σημαντικό σημείο αναφοράς των αφηγητών ήταν η εμπειρία της διάγνωσης της νόσου του Χάνσεν και της συνακόλουθης υποχρεωτικής μεταφοράς στο λεπροκομείο. Για παράδειγμα, ο πατέρας μιας βιογραφούμενης ανέλαβε να την οδηγήσει στο Ηράκλειο, όπου ο νομίατρος και δυο-τρεις γιατροί την εξέτασαν και διέγνωσαν την ασθένεια. Το επόμενο στάδιο ήταν η μεταφορά στη Σπιναλόγκα. Η χρήση του ψεύδους διευκόλυνε τη μεταφορά στον τόπο του εγκλεισμού. Παράλληλα, η δικαιολόγηση του ψέματος καταδείκνυε την άσχημη φήμη του τόπου υποδοχής και σχετικοποιούσε ένα πιθανό εγχείρημα αντίστασης ή διαμαρτυρίας». (Μάνος Σαββάκης, «Οι λεπροί της Σπιναλόγκας 1903-1957», Αθήνα 2008).
> Η αντίσταση του λαού τον Δεκέμβρη του ’44 απέναντι στον μοναρχοφασισμό και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό δεν είχε ούτε θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με τις κοινοβουλευτικές, ειρηνικές, ειρηνιστικές, «αυτοδιαχειριστικές» και άλλες αυταπάτες, μιας και ακολούθησε η τρίχρονη ένοπλη επανάσταση του ’46-’49. Και μία υπενθύμιση: όσων οι (πολιτικοί) πρόγονοι υπηρέτησαν μαζί με τον Γ. Παπανδρέου τότε και όσοι κρατούσαν «μεσοβέζικη» στάση την Κατοχή και τον Δεκέμβρη του ’44, κρείττον σιγάν (κοινώς, δεν σας παίρνει, μάγκες…).
> Οπως και κατά την απελευθέρωση της Αθήνας (12-10-44) ο Σεφέρης ΔΕΝ ενδιαφερόταν καν (βλ. το «Πολιτικό ημερολόγιο») έτσι και στη φασιστική χούντα όλο κι όλο έκανε ΜΙΑ (1) δήλωση (28-3-1969) και… πάπαλα.
> «Μπορεί να μου πήραν τα πόδια, αλλά δεν μπορούν να βγάλουν τις ρίζες μου» -Μπασάμ Σακά’α, δήμαρχος της Ναμπλούς, μετά την απόπειρα δολοφονίας του στις 2 Ιουλίου του 1980, από βόμβα σιωνιστών. Εχασε και τα δύο πόδια του (Ramzy Baroud: “My Father was a Freedom Fighter”).
> «Είναι το πρώτο μου βιβλίο. Δεν του κάνω καμμιά προσθήκη και καμμιά διόρθωση. Από την πλευρά της τέχνης, δεν το λογαριάζω φιλολογικό κείμενο, αλλά βιβλίο μάχης. Γι’ αυτό τ’ αφήνω όπως πρωτογράφτηκε. Από την πλευρά της ουσίας δε μπορώ να αφαιρέσω τίποτα, γιατί πραγματικά τίποτα δεν άλλαξε στην πολιτεία του Αθω. Αντίθετα, μέσα στις άλλες ρυπαρότητες προστέθηκαν και οι επίσημες υποδοχές των Γερμανών, με εξαπτέρυγα και εικόνες!…» (Προσθήκη του Θέμου Κορνάρου στην δεύτερη έκδοση του βιβλίου του «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ – Οι Αγιοι χωρίς μάσκα» – εκδόσεις Α. Καραβία 1946. Η πρώτη έκδοση -13 χρόνια πριν- είχε κατασχεθεί από την Εισαγγελία…).
> Λοιπόν, στην Κούβα υπάρχει ένας συγγραφεύς τον οποίο επιστρατεύει η ΜΚΟ Διογένης (περιοδικό Σχεδία, Σεπτέμβριος 2013) για να μας πει «ο σταλινισμός υποτίθεται ότι θα δημιουργούσε μια καλύτερη κοινωνία και τελικά υπήρξε μια καταπιεστική διαδικασία…». Διακρίνει, δε, ότι η Κούβα «αλλάζει προς το καλύτερο». Προφανώς τάσσεται αναφανδόν υπέρ του νομοσχεδίου για τις εισαγωγές το οποίο «κινεζοποιεί» τους εργαζόμενους της Κούβας. Τώρα, βέβαια, θα πει κανείς, αυτός είναι ένας «απλός συγγραφεύς», μόνον γράφει… (το πού γράφει τον κουβανικό λαό, είναι το ζήτημα…).
> «Η κοινωνία σώζεται κάθε φορά που ο κύκλος των κυριάρχων της στενεύει, κάθε φορά που ένα πιο στενό συμφέρο επικρατεί μπροστά στο πιο πλατύ. Κάθε απαίτηση για την πιο απλή αστική οικονομική μεταρρύθμιση, για τον πιο κοινό φιλελευθερισμό, για την πιο ρηχή δημοκρατία, τιμωρείται σαν “απόπειρα ενάντια στην κοινωνία” και στιγματίζεται ταυτόχρονα σαν “σοσιαλισμός”». (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη). Για το τι συμβαίνει γύρω μας καθώς και για το πόσο μεγάλη είναι η διαπάλη μέσα στους «ιθύνοντες» πολιτικούς κύκλους της αστικής τάξης. Ισως, και για την στάση Πάγκαλου (αυτών των ημερών) προς τον Σύριζα.
> Οταν διατείνεται κανείς ότι δημιουργεί μια «πολιτεία της άλλης οικονομίας» και ότι η διανομή των προϊόντων (;) του γίνεται «εκτός της αγοράς», μάλλον νησίδες, ναυαγούς και… νυχτερίδες κι αράχνες επαγγέλεται… (Ri-Maflow).
> «Λαϊκό τραγούδι» -σε γαβ δίεση (και 4/4 τσιφτετέλι).
Βασίλης