Αστραπογέλαστος συνοριοσυμμοριτοσυνωμότης καταπίπτει φοβοκινούμενος τοις αγελαστονομοκλείδαις λοιμοκτονοφεύγων (τοις μετανάσταις-προσφύγεσιν)
Εχ’ η αγάπη κρίμματα/ μα γυρισμό δεν έχει/ δέκα τα ρόδα που μυρούν/ και ένα που ανθίζει
(Τι θα γίνει) παιδιά, (θα) σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους (;)
Εχουμε λοιπόν και λέμε: κρίση είναι και γυρίζει. Ετσι απλά; Καπιταλιστική κρίση είναι και γυρίζει. Και παρασέρνει: παραγωγούς του πλούτου, συνειδήσεις, «απόψεις». Και ποιους επηρεάζει; Τα μικρομεσαία στρώματα; Χεστήκαμε! Τι είμαστε εμείς; Εργαζόμενοι και εργάτες. Το πώς μάς επηρεάζει δε χρειαζόμαστε να το αναλύσουμε: τρώμε το αγγούρι σταθερά. Πλέον έχει φτάσει πιο πάνω κι από τον οισοφάγο. Μήπως άραγε «ζητείται ελπίς»; Ε, όποιοι θέλουν ελπίδα ας πάνε στο δημοτικό νοσοκομείο «Ελπίς». Μας πλασάρουν ελπίδα; Φυσικά! Ολο το φάσμα της αστικής πολιτικής σκηνής μάς την έχει έτοιμη, μέσα στο σελοφάν-πλαστικό σαν τις πράξεις τους: «λαϊκή αντεπίθεση» μάς προτείνει η εν Περισσώ κατοικοεδρεύουσα πέμπτη φάλαγγα. Την βλέπουμε στα γραφτά τους – όχι στην κοινωνία. Την βλέπουμε στην ξεφτίλα που λέγεται ανυπαρξία κινήματος οικοδόμων. Στο φυλλορρόημα των συνδικάτων που «διευθύνουν». Στη δημοκρατία που ξεχειλίζει από τα μπατζάκια τους. Στη σταλινολογία – λες και αυτό είναι το πρόκριμα των καιρών. Στην προβοκατορολογία (θυμηθείτε την Πανσπουδαστική νού-μερο 8, μέρες που είναι). Στο ξόρκισμα της βίας: για να μας μείνει τι από την «αντεπίθεση»; Μα οι κοινοβουλευτικές –και όχι μόνο– εκλογές, όπου θα μετρήσουν το μπόι τους, θα κάνουν ταμείο κι εμείς… εμείς –μας θέλουν να είμαστε– ο «λαός» για να κο- σμούν τα κείμενα και την προστυχιά τους.
«Ανεβασμένα εκλογικά ποσοστά»: ξερογλείφεται ο ΣΥΝΙΡΙΖΑ (ΣΥΝ και κολαούζοι) φαντασιωνόμενος έναν «καλύτερο καπιταλισμό», έτοιμος –από πάντα– να «αναλάβει υπευθυνότητες» και να δείξει –σε ποιούς άραγε;…– τι εστί «Αριστερά». Ενα μόρφωμα, δηλαδή, που αν δεν επαιτεί, το λιγότερο θέλει να γίνει «Επανίδρυση» στη θέση της Επανίδρυσης (το χαλιφάτο νάν’ καλά…). Και έχει προτάσεις (να φαν κι οι κότες). Κι επιδιώκει και συμμαχίες: όλα κι όλα, με όρους. Ωστε να χρειαζόμαστε εμείς, η πλέμπα, τους όρους μετά.
Το κόλπο (για όσους επιμένουν να θυμούνται) έχει δοκιμαστεί κι άλλοτε (εντοπίως και διεθνώς): από την αριστεροπασοκοδεξιά οικουμενοκυβέρνηση προ εικοσαετίας –ο Ζολώτας ζει!– μέχρι το κοινό πρόγραμμα «κομμουνιστών»-σοσιαλιστών-ριζοσπαστών» στη Γαλλία τη δεκαετία του εβδομήντα. Από τον Ούγο Τσάβες –και τα συγχαρητήριά του στον Ομπάμα– μέχρι τα σκανδιναβικά μοντέλα, κουλουπού-κουλουπού.
Βέβαια, έχουμε και το πολύμορφο patchwork που λέγεται εξωκοινοβουλευτική –αριστερά;– και τα ρέστα, που κωλοχτυπιέται για να «επανιδρύσει», να αναλύσει, να πάρει μια ψήφο κι αυτή βρε αδερφέ, που φτιάχνει μέτωπα με τον εαυτό της ή με κάθε πικραμένο, που κάνει οζονοθεραπεία στις ποικίλες προεκλογικές καταστάσεις και ξορκίζει τη βία –φτου! φτου! φτου!– ενώ είναι διαπρύσιος κήρυκας της… επαναστατικής βίας αλλού, αλλοτινά, σε άλλα μέρη μακριά.
Εμείς, οι εργαζόμενοι, οι εργάτες, οι ξεκληριζόμενοι φτωχοεργάτες τούς έχουμε πολύ ανάγκη όλους αυτούς ή μήπως έχουμε ανάγκη –καταρχήν– να διακόψουμε τη χειμερία νάρκη μας και να στοιχηθούμε –όχι στον τοίχο, εκεί θα μάς εκτελέσουν– αλλά στη χαμένη γροθιά της συλλογικότητας, της ταξικής αλληλεγγύης, με προοπτική να τους λιώσουμε –αφεντικά και τσιράκια– στον αιώνα τον άπαντα;
(Επεται συνέχεια)
Βασίλης