«Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος;», ρωτούσε ο Τάσος Λειβαδίτης. Το ερώτημα πλανιέται επίκαιρο επί καιρό πάνω από πλάνα, πλάνητες και πλανήτες. Το συνταγματικώς συντεταγμένο σινάφι των αστείων κι αστειονομοκρατούμενων αστών, θυμίζει τη λοξή φάλαγγα, γεμάτη από λοξούς που τη βγάζουν μια χαρά εις υγείαν των αναλώσιμων κορόιδων. «Μάνα μου τα κλεφτόπουλα, τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε». Κοίτα, κοίτα μαλάκα μου στο χαζοκούτι. Masturbo ergo sum.
Σκόρπιοι σκορπιοί από τις πέντε γωνιές του πεντάγωνου και ιοφόροι όφεις από το φόρεϊν όφις, δηλητηριάζουν εδώ και δεκαετίες τη νοτιοανατολική απόληξη της Ευρώπης, στην μεσοτοιχία τριών ηπείρων. Τα δήγματα, καθώς και τα δείγματα των δηγμάτων πασιφανή. Από τους Οθωνες ως τους Κόθωνες, από τον Κοκό ως το κοκό κι από τον Γεώργιο ως το γεω όργιο του σήμερα, η ελαιοελλάδα πορεύεται καλοελαιολαδωμένη στο λαμπρό ελαιόλουστο μέλλον της. Με ελαιόλαδο λαδώνεται ο μηχανισμός, με πετρόλαδο τα εργαλεία του. Miracolo, miracolo! Το Αιγαίο –μήνες τώρα- αναβλύζει το άγιο μύρο του κουφαλαίου, εκεί ανάμεσα Θήρα και Θηραcia. Ο θεός την φύλαξε την αγία Μύκονο, κατά χιλιάδες συρρέουν οι ευβλαβείς προσκυνητές! «Εχεις μια γεύση πετρελαίου στα χείλη, μα πού γύριζες», για να παραφράσουμε και ολίγον Ελύτη.
Τόσα χρόνια, το καρφί που κρατάει τον χάρτη της ψωροκώσταινας στον τοίχο μπήγεται στα Σκόπια. Τόσα χρόνια το Καστελόριζο δεν χωράει στο χάρτη. Οι τρεις ποδοσφαιρικά «μεγάλοι» του κέντρου έχουν τα αρχικά ΟΠΑ και οι αντίστοιχοι της Θεσσαλονίκης ΗΠΑ! ΟΠΑ, ΗΠΑ λέω, τραγουδάω και κλαίω, οι δυο συνιστώσες της πιθηκοποίησης και της γονυκλισίας. Από τα παράθυρα της βουλής βλέπεις την Μεγάλη Βρετανία, από την μια η Αμαλία κι από την άλλη η Σοφία, δυο δρόμοι της απώλειας, ούτε καν η παραδοσιακή ηράκλεια επιλογή μεταξύ αρετής και κακίας. Οπως λέει κι ο πρόξενος μετά από το προξενιό της Αννας «οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγάπη μένει». Μερικές αγάπες κρατάνε για πάντα, ειδικά αν η πιστή γκόμενα έχει τα ΟΠΑ, ΗΠΑ λέω, τα δωράκια και τα ντοράκια της. «Ιεφκαριστούμε Ελλάντα, ιεφκαριστούμε Ατήνα» που έλεγε κι ο Γιαννόφιλος Ρογκ. Ο Ζακ Ρογκ που ανακάλυψε τις χαρές και τις φιέστες του ολυμπισμού, τρεις αιώνες αφότου ο Ζακ Ρογκέβεν ανακάλυψε τα νησιά του Πάσχα. Κάθε μέρα πασχαλιά, κάθε μέρα ο μήνας εννιά για τους θεόπεμπτους και δεκατρείς για τους λοιπούς, τους αναλώσιμους. Ψωμί συν τυρί συντηρεί την σαλαμοποιημένη εργατική τάξη στη ζωή. Ασ’ τα κει. Αστακοί για τους υπηρέτες του λαού, καλοζωισμένοι και γεμάτοι ενέργεια, ενεργούν, ενεργούνται κι ενεργοποιούνται για τα δίκια μας κι έτσι έχω ελεύθερο χρόνο να κάνω κι εγώ spa, να σπάσω την τσαλακωμένη μούρη μου σε δωμάτια με μαγικούς καθρέφτες. Κάνω και ράφτινγκ, πηγαίνω δηλαδή στο ράφτη, σκισμένος από την πρόσκρουση σε βράχια που γνώριζα μόνο από την τηλεόραση. Κάνω και μπάντζι τζάμπινγκ, μου κάνουν και μπάτσοι τζάμπινγκ, ενόργανοι. «Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν, μέρα νύχτα τραγουδώ». Η ζωή μου είναι πιθανόν απενεργοποιημένη, παρακαλώ καλέστε αργότερα.
Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς εξακολουθούν να φτιάχνουν τανκς διότι η δουλειά δεν είναι ντροπή. Η δουλειά κάνει τους άντρες, όπως εκείνον τον αποβουτυρωμένο -αμάν, τα καθάρματα!- που εκτόξευε μομφές επί της τεμπελιάς και αεργίας (όπως εκείνοι που φοβούνται τα σκυλιά, μόλις τα δουν, φωνάζουν και τσαμπουκαλεύονται τάχαμου). Εκείνοι βλέπετε έχουν δουλειά, έχουν έργο που επιτελούν λίαν καλώς, άριστα και με διαγωγή υποκοσμιωτάτη. Οσοι είναι παλικάρια, τη ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές, σκαλωμένοι στα κυνωνικά ικριώματα που τα κοσμούν πτώματα-λάφυρα. Για τη δραχμή, για το πετσί, που ‘λεγε κι ο Τζαβέλας. Δε γαλεγω…
Είναι δυνατόν να δουλεύεις δέκα μέρες για να πληρώσεις μια κλήση και να ‘χεις κλείσει χρόνια κλίσης στο ανάκλιντρο; Κι όταν σου το λέω φουντώνεις και με βρίζεις, αλλά μπροστά στους άλλους τουμπεκί ψιλοκομμένο. Μάλιστα, έχετε δίκιο, συγνώμη. Παρά την ειδοποιό διαφορά: Εγώ σ’ αγαπώ χωρίς σεξ, εκείνοι σε πηδάνε χωρίς αγάπη. Αλλά «εμείς εκεί, λιγούρια ταξιδεύουμε την ίδια διαδρομή. Ξεφτίλα, μοναξιά, απογοήτευση. Κι ανάποδα», που ‘λεγε και το Κατερινιώ! Είναι τρελό ρε ούπστη μου! Τέσσερις από τις εφτά νότες εξακολουθούν να σου φωνάζουν: Μι λα ρε συ!…
Κοκκινοσκουφίτσα