Δύο χιλιάδες δεκαοχτώ
παρόν και μέλλον: σκότος πηχτό
Μπορεί ο ερίδματος να μην τιμά την αριστεροσύνη του (και γιατί ή πώς να το κάνει; Μήπως έχει;), τιμά όμως απαρέγκλιτα τους φίλους και συνδαιτημόνες του. Ετσι, πριν καν ενημερώσει την αντιπολίτευση ή όποιον άλλο θεσμικό ή σχετικό φορέα, έσπευσε στον φίλτατό του Ιερώνυμο. Αναβαθμίζοντας –εκτός όλων των άλλων- και τον ρόλο της εντεύθεν Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα! Μετά τη νομιμοποίηση για παρέμβασή της στο μάθημα των Θρησκευτικών, τώρα έχουμε νομιμοποίησή της και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Δυστυχώς δεν βρίσκουμε πλέον κατάλληλες λέξεις για να «ντύσουμε» κάποιες αναφορές μας…
«Το έθνος να λυπάστε αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε. Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ' τη σοδειά του. Κρασί αν πίνει αλλά όχι από το πατητήρι του. Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας. Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μέσα στα ερείπιά του. Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα. Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο, μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του. Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους» (Khalil Gibran).
Φυσικά η Εκκλησία ήταν παρούσα στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, ομού μετά των άλλων ευαγών φορέων-στυλοβατών του έθνους. Μεταξύ άλλων «ωραίων», ένα κτίριο που είχε γλιτώσει από τη μανία των ναζί, κάηκε από τους επιγόνους τους. Ψιλά γράμματα.
«Δύναμη του φασισμού και αδυναμία της εργατικής τάξης είναι το ίδιο πράγμα. Αυτός είναι ο απολογισμός που θα κάνει η γερμανίδα κομμουνίστρια Clara Zetkin μετά τη νίκη του ιταλικού φασισμού και που θα είναι προφητικός γι' αυτό που θα συμβεί στη Γερμανία δέκα χρόνια αργότερα: “Προτού ο φασισμός κερδίσει στρατιωτικά, νίκησε πρώτα ιδεολογικά και πολιτικά την εργατική τάξη“» (Andre Glucksmann).
Από το συλλαλητήριο της συμβασιλεύουσας δεν έλειψαν κι όλοι εκείνοι οι μειωμένης αισθητικής και οριζόντων σαλτιμπάγκοι, κάτι απελέκητα κούτσουρα με τις αμφιέσεις και τις πανοπλίες τους, ικανές να κάνουν να γελάσει ακόμη κι η αγέλαστη βασιλοπούλα του παραμυθιού. «Vulgus vulgaris». Και με τον «μεγάλο αριθμό τους» έστειλαν το μήνυμά τους, το μήνυμα της άσοφης πλειοψηφίας και των ελαφρών –αν όχι υποβολιμαίων και βρώμικων- κριτηρίων, αυτό που οι δύσμοιροι πληρώνουμε αιώνες τώρα…
«Μια μεγάλη αράχνη σ' ένα παλιό σπίτι είχε απλώσει έναν όμορφο ιστό για να πιάσει μύγες. Κάθε φορά που μια μύγα προσγειωνόταν και πιανόταν στον ιστό της η αράχνη την έτρωγε, ώστε η επόμενη μύγα να έχει την εντύπωση πως ο ιστός είναι ένα ήσυχο και τερπνό λιμανάκι. Ωστόσο μια μέρα, μια αρκετά ευφυής μύγα βούιζε ώρα πάνω από τον ιστό χωρίς να προσγειώνεται, οπότε παρουσιάστηκε η αράχνη και της είπε “κατέβα κι έλα να καθίσεις“. Η μύγα όμως ήταν πιο πονηρή από την αράχνη και της είπε: “Δεν πηγαίνω πουθενά όταν δεν βλέπω άλλες μύγες. Και σ' αυτό το σπίτι δεν βλέπω άλλες“. Συνέχισε λοιπόν να πετάει κι έφτασε σ' ένα σημείο όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλές, πάρα πολλές μύγες. Αμέσως θέλησε να πάει κοντά τους, όταν πέρασε από εκεί μουγκρίζοντας μια μέλισσα και της είπε: “Πρόσεχε ηλίθια, είναι μυγόχαρτο! Οι μύγες έχουν πέσει όλες στην παγίδα“. “Ανοησίες“ είπε η μύγα, “αυτές χορεύουν“. Κι αμέσως κάθισε στο μυγόχαρτο σαν όλες τις άλλες. Συμπέρασμα: Μην εμπιστεύεσαι τις πλειοψηφίες. Αλλά ούτε και κανέναν άλλο» (James Thurber).
Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ' αυλάκι
το λέν' στα πλάγια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ' αηδόνια
το λέν' στ' αμπέλια οι λυγερές, το λέν' με χίλια γέλια
το λέει κι η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι:
– Αλέξη που στρογγύλεψες το σώμα και τον λόγο
για ρίξε κι άλλες παπαριές για να γελάει ο κόσμος.
Κοκκινοσκουφίτσα