Πέσαμε από τα σύννεφα μαθαίνοντας για το (ασφαλώς μεμονωμένο και απόλυτα τυχαίο) περιστατικό με τον 28χρονο Robert Hinton, που «σκοτώθηκε από πυροβολισμούς» λίγες ώρες πριν από την ημέρα που θα έπαιρνε αποζημίωση 450.000 δολαρίων, χρήματα που κέρδισε από δικαστήριο που έγινε για τον δολοφονικό βασανισμό του στις διαβόητες φυλακές Rikers της Νέας Υόρκης!…
Ξαναπέσαμε από τα σύννεφα μαθαίνοντας για τις καταγγελίες του αμερικανού πρώην πράκτορα της CIA Ρόμπερτ Μπέιρ: «Πληρώσαμε πολιτικούς, ΜΚΟ και δημοσιογράφους στη Γιουγκοσλαβία για να καλλιεργήσουμε το μίσος». Κι εμείς που νομίζαμε πως είναι διαδόσεις των κομμουνιστών ότι αυτά τα βρώμικα μακριά χέρια διχάζουν τους λαούς για να φέρουν τον πόλεμο και την υποταγή και να ακολουθήσουν τα δάνεια, οι εισαγωγές και η αρπαγή του πλούτου.
Εκεί που δεν πέσαμε από τα σύννεφα (ήταν και αίθριος ο καιρός άλλωστε) ήταν στην καταγραφή σοβαρής ανόδου του εθνικισμού και μιλιταρισμού, του πατριωτικού οίστρου και στην κοσμοσυρροή στα στρατολογικά γραφεία της Γαλλίας μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι. Της χώρας που κατέχει την πατρότητα (μητρότητα;) της λέξης «σοβινισμός». Επεσε όμως ο συνταγματάρχης Ερίκ ντε Λαπρέλ, εκπρόσωπος Τύπου της γαλλικής στρατολογίας, που δηλώνει «δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ανθρωποι μπαίνουν στο γραφείο μας ή επικοινωνούν μέσω διαδικτύου, χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως ελευθερία, άμυνα και πόλεμος κατά της τρομοκρατίας». Χιλιάδες εθελοντές, λέει, συρρέουν σε στρατολογικά γραφεία και άλλοι καταθέτουν αιτήσεις πρόσληψης στην αστυνομία. Ακόμη και οι πωλήσεις της γαλλικής σημαίας -την οποία οι γάλλοι πολίτες σπάνια αναρτούν- έχουν σημειώσει κατακόρυφη αύξηση, ενώ η «Μασσαλιώτιδα» -ο εθνικός ύμνος της χώρας- ψάλλεται αυθόρμητα από θεατές αθλητικών διοργανώσεων.
Και η Σάλλα με υγεία…
«Οσοι δουλεύουν, φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους. Οσοι δεν δουλεύουν, φοβούνται μη δεν βρουν ποτέ δουλειά. Οποιος δεν φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό. Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα. Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να τα πει. Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων. Ζούμε στα χρόνια του φόβου. Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα. Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας. Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια. Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ’ όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής» (Eduardo Galeano).
Και ο φόβος βαθαίνει, η διάβρωση προχωράει, κατατρώει, αφοπλίζει, παραιτεί, εκφασίζει. «Μόλις το 52% των Τούρκων θεωρεί ότι οι πολίτες της χώρας πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ασκούν ελεύθερα και ανοιχτά κριτική στις κυβερνητικές πολιτικές, κατέδειξε έρευνα που διεξήχθη σε 38 χώρες, κατατάσσοντας την Τουρκία στην τελευταία θέση όσον αφορά την υπεράσπιση αυτού του δημοκρατικού δικαιώματος» λέει η είδηση…
«Λεν' οι μπούφοι: ξέρει ο Θεός. Κι αυτό τους απαλλάσσει απ' την αγωνία της γνώσης. Λεν οι μπούφοι: έχει ο Θεός. Κι αυτό τους παρηγορεί που αυτοί δεν έχουν. Λεν οι μπούφοι: αν θέλει ο Θεός. Κι αυτό τους λύνει το δύσκολο πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης. Οι “Στοχασμοί’’ του Πασκάλ θα με μάθουν πως ακόμα κι αυτοί που κάνουν ό,τι μπορούν για να δείξουν πίστη στο Θεό, το μόνο που τελικά κάνουν είναι μία απεγνωσμένη προσπάθεια να πείσουν τον ίδιο τους τον εαυτό πως με κανένα τρόπο δεν πρέπει να χάσουν την πίστη τους στο Θεό. Γιατί θα μείνουν μετέωροι πάνω από ένα τάφο που τους περιμένει απ’ τη μέρα της γέννησής τους. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι το πρόβλημα της θεότητας, αλλά η εξασφάλιση της “αιώνιας ζωής’’. Γι' αυτούς προσωπικά» (Βασίλης Ραφαηλίδης).
Κοκκινοσκουφίτσα