Μάθανε πως πηδιόμαστε, πλακώσανε και οι… τροϊκανοί! Μετά τον Παπανδρέου και τους υπουργούς του, που ερμήνευσαν το εκλογικό αποτέλεσμα και στους δύο γύρους των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών σαν ψήφο εμπιστοσύνης προς την πολιτική τους, ήρθε και ο Στρος-Καν να «συμπεράνει» πως το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ψήφος εμπιστοσύνης προς το ΔΝΤ!
Για δυο συνεχείς Κυριακές, η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και των νέων έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα στους εκπροσώπους του αστικού πολιτικού συστήματος. Κυρίως με την αποχή, που στο δεύτερο γύρο ξεπέρασε το 53%, αλλά και με τα άκυρα και λευκά ψηφοδέλτια, εκφράστηκε η πιο πλατιά καταδίκη της βαρβαρότητας, η αντίθεση στην πολιτική που καταδικάζει τον εργαζόμενο λαό στην έσχατη φτώχεια, που καταδικάζει τους νέους στην παρακμή, που στερεί από τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου ακόμα και τα στοιχειώδη μέσα συντήρησης, για να μπορούν να βγάζουν το μέγιστο κέρδος οι καπιταλιστές, για να μπορεί το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο να ξεζουμίζει τον ιδρώτα των εργαζόμενων και το φυσικό πλούτο της χώρας μας.
Το πολιτικό σύστημα, όμως, συνεχίζει ακάθεκτο το δρόμο του. Δηλώνει «προβληματισμένο» με την αποχή, αλλά αποφασισμένο να κυβερνήσει, διαστρέφοντας το νόημά της. Πρόκειται για στάση απολύτως λογική από τη μεριά του. Γιατί το πολιτικό σύστημα, με την πολυχρωμία του, τις αντιθέσεις και τις συναινέσεις του, δεν είναι παρά ο συλλογικός διαχειριστής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, της κεφαλαιοκρατίας. Αυτή η τάξη απαιτεί σταθερότητα στην κορυφή, για να εξασφαλίζεται η εκμετάλλευση και καταπίεση της βάσης.
Η κατοχή από την τρόικα ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ είναι η απάντηση του καπιταλιστικού συστήματος στην κρίση του. Είναι η διαχείριση αυτής της κρίσης προς όφελος του κεφάλαιου. Η «εθνική ενότητα», την οποία διασαλπίζουν καθημερινά οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος και αναπαράγουν εκκωφαντικά τα ΜΜΕ της πλουτοκρατίας, είναι το όπιο για να κρατηθεί υπνωτισμένος ο λαός, για να μην υπάρξουν εργατικές και νεολαιίστικες αντιστάσεις, τέτοιες που να μπορούν να βάλλουν τέλος στη βαρβαρότητα και ν’ ανοίξουν το δρόμο προς την κοινωνική ανατροπή.
Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε το πολιτικό σύστημα μετά τις τοπικές εκλογές, ο τρόπος με τον οποίο εισέπραξε την ηχηρή διαμαρτυρία της αποχής, δείχνει για μια ακόμη φορά πως κάθε τι που σχετίζεται με την κάλπη δεν μπορεί να δώσει λύσεις στο κοινωνικό πρόβλημα. Η συμμετοχή υπέρ του ενός ή του άλλου συνδυασμού ενδυναμώνει το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας, ενισχύει τη σταθερότητα του συστήματος. Και η αποχή –η πιο θετική στάση σ’ αυτές τις συνθήκες– από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά. Η αποχή, ως καταδίκη του πολιτικού συστήματος, αποκτά ουσία μόνο όταν συνοδεύεται από συμμετοχή σε κοινωνικούς αγώνες. Αλλιώς εξατμίζεται όπως εξατμίζεται ο ατομικός θυμός. Αλέθεται στις μυλόπετρες της καθημερινής μιζέριας.
Οταν ψηφιζόταν το Μνημόνιο με την τρόικα των ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, όλοι οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί δούλεψαν στο φουλ, για να μας πείσουν ότι πρόκειται για μια έκτακτη ανάγκη, που θα κρατήσει μια τριετία, στη διάρκεια της οποίας θα σωθεί η χώρα και μετά θα μπορέσουμε ν’ ανασάνουμε. Οσοι υποστηρίζαμε το αντίθετο, καταγγελόμασταν σαν υπονομευτές της εθνικής προσπάθειας, σαν ανεύθυνοι φασαριατζήδες.
Μισό χρόνο από τότε, όλα είναι πεντακάθαρα. Τον πρώτο κιόλας χρόνο εφαρμογής του Μνημονίου, παρά τη βαρβαρότητα και την άγρια επίθεση σε βάρος εργαζόμενων και συνταξιούχων, μια «μαύρη τρύπα» ύψους τουλάχιστον 2,5 δισ. ευρώ χάσκει. Σ’ αυτή τη «μαύρη τρύπα» έρχονται να προστεθούν άλλα 4 δισ. ευρώ από τη «δημιουργική λογιστική» κυβέρνησης και Eurostat, που διεύρυναν τη λογιστική αποτίμηση του ελλείμματος των προηγούμενων ετών. Ολ’ αυτά με ένα σκοπό: για να γίνουν τροφοδότης νέων αντιλαϊκών και αντεργατικών μέτρων.
Γιατί ο στόχος δεν είναι «η σωτηρία της χώρας», αλλά η κινεζοποίηση του ελληνικού προλεταριάτου. Ονειρεύονται μια Ελλάδα με πάμφθηνο και υπάκουο εργατικό δυναμικό, με πάμφθηνες πρώτες ύλες και με απόλυτη ασυδοσία των καπιταλιστών. Αυτό είναι το «όραμα» που περιέγραψε πριν λίγες μέρες στο LSE στο Λονδίνο ο Γ. Παπακωνσταντίνου.
Αλλωστε, το 2014, όταν υποτίθεται ότι θα έχει λήξει το «πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής» του Μνημόνιου, το ελληνικό κράτος θα χρωστάει περισσότερα απ’ αυτά που χρωστούσε στις αρχές του 2010. Οι τοκογλύφοι του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου θα μας έχουν στύψει και στο φινάλε θα τους «χρωστάμε» περισσότερα. Και τότε θα μας οδηγήσουν στις μυλόπετρες ενός νέου Μνημόνιου και μετά ενός άλλου.
Οσο σκύβουμε το κεφάλι τόσο πιο πολύ θα μας χτυπούν. Οσο την όποια αγωνιστική μας διάθεση τη μετατρέπουμε σε πειθαρχία προς το αστικό πολιτικό σύστημα και την αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία τόσο θα καταγράφουμε ήττες, οι οποίες θα οδηγούν στην απογοήτευση, την ηττοπάθεια, την παραίτηση.
Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης έδειξε το χαρακτήρα και τα όριά του. Είναι αυτό το πολιτικό σύστημα –όλοι οι πόλοι του– που πήρε το ριζοσπαστικό κίνημα της μεταπολίτευσης και το μετέτρεψε σε καύσιμο για τις ανώδυνες σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις των αρχών της δεκαετίας του ‘80. Είναι αυτό το πολιτικό σύστημα που οικοδόμησε τον γραφειοκρατικό-ρεφορμιστικό συνδικαλισμό, ο οποίος στη συνέχεια ολοκλήρωσε την αστική μετάλλαξή του, μετατρεπόμενος σε πόλο εξουσίας του αστικού συστήματος.
Το μεγάλο ερώτημα των ημερών είναι πώς θα βαδίσουμε από εδώ και πέρα; Μπορούν να υπάρξουν λύσεις μέσα από το πολιτικό σύστημα; Ποιος δεν βλέπει πια το φαύλο κύκλο; Το ένα κόμμα διαδέχεται το άλλο στην εξουσία, για να συνεχίσει την ίδια πολιτική. Εφεδρείες ήδη δημιουργούνται από αριστερά και από δεξιά του δικομματισμού. Μεγάλα συγκροτήματα των ΜΜΕ και ισχυροί κεφαλαιοκρατικοί κύκλοι δουλεύουν την ιδέα της «οικουμενικής κυβέρνησης» ή «κυβέρνησης τεχνοκρατών».
Οσο για την «αριστερή» αντιπολίτευση, τα όριά της τα έχει δείξει προ πολλού. Από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν συκοφαντούσε τους ριζοσπαστικούς εργατικούς αγώνες σαν έργο «προβοκατόρων», μέχρι τη νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, που πάλι επανέλαβε τα ίδια. Γι’ αυτή την αντιπολίτευση οι ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες έχουν νόημα μόνο όταν ενισχύουν την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση, όταν μετατρέπονται σε ψήφους.
Πέρασαν 37 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. 36 χρόνια από την πτώση της χούντας. Ο,τι κερδήθηκε με αγώνες και αίμα καταργείται. Πότε για τη «σταθεροποίηση» της οικονομίας, πότε για την είσοδο στην ΟΝΕ, πότε για την Ολυμπιάδα, πότε για τη «σωτηρία» της χώρας, οι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν το μάρμαρο.
Πολλοί μιλούν γι’ αγώνες. Και βέβαια πρέπει να υπάρξουν αγώνες, αλλιώς ο αντίπαλος θ’ αποθρασυνθεί ακόμη περισσότερο. Οι αγωνιστικές εκκλήσεις, όμως, δεν μας πάνε πουθενά. Οπως δεν πήγαν και την εργατική τάξη της Αργεντινής. Εξεγέρθηκε, γκρέμισε πέντε κυβερνήσεις τη μια πίσω απ’ την άλλη, για να πληρώνει σήμερα η Αργεντινή κανονικότατα τα χρέη της στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Την εξέγερση του λαού εκμεταλλεύτηκε η αναγεννημένη σοσιαλδημοκρατία, που έκτοτε κυβερνά αδιατάρακτα.
Γι’ αυτό και το μεγάλο καθήκον των ημερών είναι η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες. Οχι άλλη πολιτική ουράς στην πουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Οχι ψηφοφόροι του αστικού πολιτικού συστήματος. Εργάτες οργανωμένοι πολιτικά στο δικό τους φορέα, σε ρήξη με όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, ικανοί να αγωνίζονται για τα άμεσα και καθημερινά, ικανοί να αναθερμάνουν το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και να το κάνουν πράξη. Αλλιώς, θα μοιάζουμε με σύγχρονους Σίσσυφους. Θα κυλάμε το βράχο στην ανηφόρα και θα τον βλέπουμε να ξανακατρακυλά στην αφετηρία.
16 Νοέμβρη 2010