Η ταινία ξεκινάει καλά.. Ενας απηυδισμένος από την καθημερινή πίεση της δουλειάς του τραπεζικός υπάλληλος αποφασίζει το μεγάλο κόλπο: δανείζεται ένα τεράστιο ποσό και το τζογάρει σ` ένα στημένο ιπποδρομιακό στοίχημα. Οταν τα χάνει όλα, πέφτει στα χέρια του εγκληματία που έστησε το κόλπο και πλέον η μόνη λύση είναι να ληστέψει μια τράπεζα. Οι μπάτσοι τον περικυκλώνουν και… από κει και πέρα η ταινία αρχίζει να χάνει το μπούσουλα.
Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε ένα νεαρό γκάνγκστερ, μέντιουμ παρακαλώ, που δουλεύει για τον προηγούμενο εγκληματία, να ερωτεύεται μια ανερχόμενη ποπ τραγουδίστρια. Μετά βλέπουμε ένα γιατρό που προσπαθεί να σώσει από ένα σοβαρό ατύχημα τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, με την οποία είναι ερωτευμένος κ.ο.κ . Ενα απίστευτο γαϊτανάκι συμπτώσεων, άνευ ιδιαίτερης σημασίας, ξετυλίγεται και το μόνο που διασώζεται από τις προθέσεις του σκηνοθέτη είναι το μότο που θέλει να περάσει: «η ερώτηση δεν είναι πώς θα πεθάνουμε αλλά πώς θα ζήσουμε» Πραγματικά δυο από τους πρωταγωνιστές του πεθαίνουν προσπαθώντας να ζήσουν αλλιώς.
Τελικά, ακραίες καταστάσεις ναι, αλλά ακραίες καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας δεν είναι αυτό ακριβώς που θα προτείναμε στους αναγνώστες μας.
Ελένη Σταματίου