Στο παρά πέντε της συνάντησης Μητσοτάκη με εκπροσώπους των καλλιτεχνών επιβεβαιώθηκε από τον πρώην διευθυντή του υπουργικού γραφείου της Λυδίας Κονιόρδου η πληροφορία, που είχε διαρρεύσει στα ΜΜΕ, ότι αυτή θα αποφύγει να πάει στη συνάντηση, ώστε να αποφευχθεί «απόπειρα επικοινωνιακής παγίδευσής της από την πλευρά της κυβέρνησης».
Επίσημη κατηγορηματική ανακοίνωση από την ίδια τη Λυδία Κονιόρδου δεν υπήρξε, παρότι η ατζέντα της συνάντησης ήταν γνωστή τοις πάσι και μάλιστα είχε κεντρικό στοιχείο το γεγονός της παραμονής σε ισχύ του ΠΔ 85/2022, που, όπως έλεγε σε όλους τους τόνους η κυβέρνηση, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αποτυπώνει την πραγματικότητα και οι καλλιτέχνες που αντιδρούν είναι είτε σε σύγχυση είτε υποκινούμενοι.
Το γεγονός ότι έως στο παρά πέντε δεν υπήρξε επίσημη τοποθέτηση της Λ. Κονιόρδου, καθιστά φανερό το ότι η ίδια ήταν πρόθυμη να παρευρεθεί στη συνάντηση, αλλά οι συριζαίοι της «έβαλαν πάγο», γιατί ήταν φανερό ότι ο πονηρός Μητσοτάκης έχει την πρόθεση να ρίξει «τα πάντα όλα» σε αυτούς και στη ρύθμιση που έγινε επί θητείας Κονιόρδου (άρθρο 79 του Ν. 4481/2017, ΦΕΚ 100/Α/20-7-17), σύμφωνα με την οποία τα πτυχία των Ανώτερων Καλλιτεχνικών Σχολών θεωρούνται ισότιμα με τα πτυχία των ΤΕΙ, με την προϋπόθεση αυτά να έχουν αποκτηθεί μέχρι το 2003, που τα ΤΕΙ έγιναν, λόγω της Μπολόνια, με διαδικασίες fast track, ΑΤΕΙ (Ανώτατα Τεχνολογικά Ιδρύματα).
Γι’ αυτό και ο Μητσοτάκης κάλεσε κατ’ εξαίρεση απ’ όλους τους τέως υπουργούς Πολιτισμού την Κονιόρδου. Και βεβαίως την κάλεσε γιατί αυτή έχει ιδιαίτερους ισχυρούς δεσμούς με το Εθνικό Θέατρο και τη διοίκησή του, που σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή για τον αγώνα των καλλιτεχνών, κλήθηκε να παίξει «το λαγό» για να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις, προτείνοντας μέχρι και τη «λύση» να ορισθεί μια νέα κατηγορία πτυχίων, η ΚΕ -Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης-, που θα είναι τάχα ισότιμη με την ΤΕ-Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.
Το ερώτημα που αμέσως προκύπτει είναι γιατί υπάρχει η ανάγκη ορισμού μιας νέας κατηγορίας ΚΕ, που θα είναι μάλιστα ισότιμη με την ΤΕ, και όχι η απλή, απευθείας κατάταξη των Ανώτερων Καλλιτεχνικών Σχολών στην ΤΕ, όπως προκύπτει και από την ισχύουσα νομοθεσία: ιδρυτικός νόμος 1158/1981 και όλα τα ΠΔ που αφορούν τους Κανονισμούς Οργάνωσης και Λειτουργίας των Ανώτερων Σχολών Δραματικής Τέχνης, Ανώτερων Σχολών Χορού, Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης (ΚΣΟΤ), Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης Εθνικού Θεάτρου και Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας;
Προφανώς, γιατί υπάρχει βρόμικη πρόθεση από την κυβέρνηση να πάνε οι καλλιτέχνες σε μια ενδιάμεση θολή κατάσταση, χωρίς να χρειαστεί να αποσυρθεί το κατάπτυστο ΠΔ 85/2022.
Το γεγονός ότι υπάρχουν διαρροές πως αυτό θα προτείνει σήμερα ο Μητσοτάκης στη συνάντηση με τους καλλιτέχνες δείχνει ότι η «λύση» που προτάθηκε από τη διοίκηση του Εθνικού έγινε σε προσυνεννόηση με την κυβέρνηση, για να φανεί ότι ο Κούλης «ακούει» τη «φωνή» των καλλιτεχνών.
Βεβαίως, ο πρώην διευθυντής του υπουργικού γραφείου της Λ. Κονιόρδου, Βαγγέλης Πολίτης, απαλλάσσει την αφεντικίνα του από κάθε ευθύνη και ρίχνει το φταίξιμο αποκλειστικά στους θεατρολόγους των ΑΕΙ, που αντέδρασαν στη ρύθμιση ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας συντεχνιακών συμφερόντων (σ.σ. προσέφυγαν στο ΣτΕ για να ακυρωθεί η ΚΥΑ που προέβλεπε τις διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 79 του Ν. 4481/2017 – η απόφαση του ΣτΕ ακόμη εκκρεμεί) και εμμέσως πλην σαφώς στη μετέπειτα υπουργό Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά, επίσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, και πολύ σαφώς στη μετέπειτα κυβέρνηση της ΝΔ.
Θεωρεί, προφανώς, ότι είμαστε Λωτοφάγοι. Οτι έχουμε ξεχάσει πως η διοίκηση που ασκείται από τις αστικές κυβερνήσεις όλων των χρωμάτων έχει συνέχεια, ότι και οι συριζαίοι είναι οπαδοί της κακόφημης Μπολόνια και ότι τέλος πάντων οι κυβερνήσεις, η προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που έχει ήδη σχεδόν τέσσερα χρόνια στην εξουσία, αν πραγματικά το ήθελαν, μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα της αναγνώρισης των πτυχίων των Ανώτερων Καλλιτεχνικών Σχολών ως πτυχίων ΤΕ και να δρομολογήσουν άμεσα τις διαδικασίες για Πανεπιστήμιο Παραστατικών Τεχνών.
Η πολιτική βούληση έλειπε και λείπει. Και όλα αυτά τα απίστευτα που γίνονται δρομολογούνται στη λογική υποβιβασμού γενικά των πανεπιστημιακών σπουδών, της εξίσωσης με κάθε είδους κολλέγια και «μαγαζιά» των εκλεκτών της κυβέρνησης εμπόρων της γνώσης, ώστε οι απόφοιτοι-μελλοντικοί εργαζόμενοι να γίνουν ακόμη πιο φθηνοί και «ευέλικτοι» και οι απόφοιτοι κολλεγίων και οι κάτοχοι κάθε είδους «πιστοποιήσεων» να τρυπώνουν στο Δημόσιο, εξισωμένοι με τους κατόχους πτυχίων ΑΕΙ ή παλαιότερα των ΤΕΙ (βλέπε Μπολόνια).