Προ λίγων ημερών, μία μπάντα μετρίου προς ψηλό επιπέδου ακροαματικότητας (400+ χιλιάδες ακροατές μηνιαίως, σύμφωνα με το Spotify) της ροκ-μέταλ σκηνής, οι Refused, που δεν έχει διστάσει στο παρελθόν να τοποθετηθεί για φλέγοντα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα (και μέσα από τους στίχους της), αυτή τη φορά με επίσημη ανακοίνωση στη σελίδα της στο facebook, επέλεξε έναν «αμφιλεγόμενο» τρόπο για να δείξει την αλληλεγγύη της στην παλαιστινιακή αντίσταση. Ολόκληρο το άρθρο είναι διαθέσιμο και στο Stereogum.
Το σενάριο είναι το εξής: Οι Refused διχάζονται ανάμεσα στο να αποσύρουν ή όχι τη συμμετοχή τους από μία σειρά φεστιβάλ με διοργανώτρια την Superstruct, καθώς η KKR (λογικά εννοούν την Kohlberg Kravis Roberts, μια αμερικανική εταιρία ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και επενδύσεων, η οποία διατηρεί ποικίλα επενδυτικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων και σε ισραηλινές εταιρίες κυβερνοασφάλειας) πλέον έχει μερική ιδιοκτησία της διοργανώτριας εταιρίας Superstruct.
Επισυνάπτουμε τη μετάφραση της ανάρτησής τους:
«Λοιπόν, πριν από μια εβδομάδα μάθαμε ότι κάποια από τα φεστιβάλ στα οποία θα παίξουμε αυτό το καλοκαίρι υποστηρίζονται από ένα συγκρότημα ψυχαγωγίας ονομαζόμενο Superstruct, στο οποίο μερική ιδιοκτησία έχει ένας πολύ κακός παίκτης του παιχνιδιού ονομαζόμενος KKR.
Η KKR επενδύει σε ισραηλινή κυβερνοασφάλεια, μεταξύ άλλων απαράδεκτων πράγματων. Η πρώτη μας αντίδραση ήταν να αποσύρουμε τη συμμετοχή μας, να κάνουμε μποϊκοτάζ. Το επικοινωνήσαμε στα φεστιβάλ και οι διοργανωτές μας απάντησαν ότι μοιράζονται τις αξίες μας και νιώθουν όπως κι εμείς, ότι αγαπούν αυτό που κάνουν και είναι περήφανοι για τα φεστιβάλ που δημιούργησαν, ότι η πλειοψηφία του κοινού τους θα ήταν συμπαθής προς τη θέση μας και ότι τους κατέστρεψε ψυχολογικά το γεγονός ότι τέτοιοι αχρείοι όπως η KKR μπήκαν στην Superstruct μετά από την έναρξη της συνεργασίας τους, λερώνοντας έτσι το έργο ζωής τους.
Ενας από αυτούς μάλιστα αμφισβήτησε και άλλες συνδέσεις μας (με λίγη αυθάδεια, αλλά είχε δίκιο), λέγοντας ότι η Live Nation κρύβεται πίσω από κάποια άλλα φεστιβάλ και συναυλίες μας, εκ των οποίων ιδιοκτήτης είναι η BlackRock, ένας πολυεθνικός κολοσσός που επενδύει μαζικά στην κατασκευή όπλων, και ότι η μουσική μας είναι στο Spotify, το οποίο δώρισε χρήματα στην ορκωμοσία του Donald Τrump και επίσης επενδύει στην πολεμική τεχνητή νοημοσύνη.
Η σαπίλα της γης, ουσιαστικά.
Αυτά τα φεστιβάλ μας είπαν επίσης ότι θα ήθελαν να κάνουμε φασαρία υπέρ του παλαιστινιακού ζητήματος, ένα μάλιστα προσφέρθηκε να μας δώσει ένα μεγάλο ποσό χρημάτων μόνο και μόνο για να το δωρίσουμε σε οργανώσεις υπέρ της Παλαιστίνης.
Οπότε, το δίλημμα έγινε: να μποϊκοτάρουμε αυτά τα φεστιβάλ, πράγμα που θα μας έκανε να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας, ότι η κληρονομιά του συγκροτήματος δε θα λερωνόταν από τη σύνδεση με αυτές τις αποτρόπαιες εταιρείες. Θα νιώθαμε ωραία.
Το σκεφτήκαμε πολύ και, αν και υπάρχει ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της αντίστασης στην KKR και αυτήν την ανήθικη εισβολή των ιδιωτικών κεφαλαίων στις τέχνες, που είναι μη αμφιλεγόμενο και σχετικά ασφαλές, θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι το μποϊκοτάζ μας θα είχε καν αντίκτυπο σ’ αυτούς. Μάλλον το αντίθετο – αν τέτοιοι άνθρωποι ήξεραν τι λέμε επί σκηνής, θα προτιμούσαν να μείνουμε σπίτι.
Και με τις στάχτες από τα σώματα των Παλαιστίνιων που καίγονται ζωντανοί μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης/νεκροταφείο που έχει γίνει η Γάζα, αποφασίσαμε να κάνουμε φασαρία, να συναντήσουμε τον κόσμο μας, να γιορτάσουμε την αντίσταση και να μαζέψουμε χρήματα για την Παλαιστίνη αυτό το καλοκαίρι.
Για εμάς, το σωστό πράγμα που πρέπει να κάνουμε – είναι να βγούμε έξω και να γίνουμε αγκάθι των σιωνιστών, των φασιστών, των επενδυτών και να φουντώσουμε την αγανάκτηση μαζί με τους ενημερωμένους, έξυπνους συντρόφους μας σε όλη την Ευρώπη.
Πολλοί από εσάς έχετε ήδη αγοράσει εισιτήρια και μας περιμένετε, οπότε θα μας ενδιέφερε να μας προτείνετε τοπικές οργανώσεις και ακτιβιστές με τους οποίους θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε σε κάθε χώρα και πόλη που θα παίξουμε.
Λευτεριά στην Παλαιστινη!!!»
Στη λεζάντα της ανάρτησης συνεχίζουν και ολοκληρώνουν την τοποθέτησή τους ως εξής:
«Αυτού του είδους οι προβληματισμοί δεν είναι καινούργιοι για εμάς. Στα τέλη της εφηβείας μας, βγαίνοντας από το DIY underground, είχαμε εμμονή με το να τερματίσουμε τη συμμετοχή μας στη συστημική καταπίεση μέσω του μποϊκοτάζ, διαδίδοντας την αλήθεια για τις παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων στις χώρες που παρήγαγαν τα καταναλωτικά προϊόντα που η γενιά μας λαχταρούσε, τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της κατανάλωσης κρέατος, τις φρικτές θηριωδίες που διέπρατταν οι ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική για να έχουμε εμείς φτηνές μπανάνες. Αυτά ήταν τότε καυτά θέματα στο αριστερό πανκ underground (και αν έχουμε λίγη αυτοκριτική, είναι πλέον προφανές ότι ήμασταν αυταπατώμενοι νομίζοντας πως η δημιουργία αριστερών ουτοπιών έξω από το κυρίαρχο σύστημα θα έφερνε τη μεγάλη αλλαγή που επιδιώκαμε).
Αντιθέτως, αφήσαμε τα κοινοβούλια στους νεοναζί που κάποτε πολεμούσαμε στους δρόμους (η Antifa έκανε τη βαριά δουλειά, αλλά μια-δυο φορές τους αντιμετωπίσαμε και ως μπάντα, αν και τις περισσότερες φορές ήμασταν τόσο λίγοι και απειλούμενοι που δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα), οι οποίοι ευχαρίστως φόρεσαν κοστούμια και κατέβασαν τους τόνους τους για να αποκτήσουν εξουσία – μια προσπάθεια στην οποία πέτυχαν, πέρα από τους χειρότερους εφιάλτες μας, όπως βλέπουμε σήμερα σε όλη τη Δύση.
Μας πήρε καιρό –ως αμόρφωτους εργάτες μεσαίας τάξης– να καταλάβουμε κάτι που πολλοί μαθαίνουν σε δύο ή τρία μαθήματα στο πανεπιστήμιο: ότι όλοι εμείς στη Δύση συμμετέχουμε ενεργά στην εκμετάλλευση και την υποταγή ενός τεράστιου μέρους του μη δυτικού κόσμου. Κι ενώ δουλέψαμε σκληρά για να απαλλαγούμε από αυτή τη συνενοχή με το να γίνουμε υπερσυνειδητοί καταναλωτές, σιγά-σιγά αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε το τεράστιο σύστημα καταπίεσης που αποτέλεσαν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα – ένα γεγονός που έκανε τις επιλογές κατανάλωσης μας στα εικοσικάτι, κάπου στον βορρά της Σουηδίας, να φαίνονται απειροελάχιστες. Αυτό δεν μας αποθάρρυνε, αλλά σίγουρα μας προσγείωσε…
Αυτό που συνειδητοποιήσαμε γρήγορα, όμως, ήταν ότι πάντα θα ήμασταν ένα συγκρότημα-πύλη. Η underground κοινότητα είναι ένα υπέροχο μέρος, αλλά όταν έχεις δει την εκατοστή μπάντα να κηρύσσει ενάντια στον καπιταλισμό ή τη θρησκεία σε ένα κοινό ανθρώπων που ντύνονται όλοι ίδια, διαβάζουν τα ίδια βιβλία, ακούν τα ίδια συγκροτήματα, αρχίζεις να αναρωτιέσαι: θέλουμε να έχουμε δίκιο ή θέλουμε να φέρουμε αλλαγή; Οι Refused ήμασταν πάντα ένα διαφορετικό ζώο απ’ τα αγνά «DIY ή τίποτα» συγκροτήματα και κάναμε πράγματα που εκείνοι δεν μπορούσαν. Αυτός ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο στόχος: να φέρουμε αυτές τις ιδέες στο φως.
Η κεντροδεξιά κυβέρνηση της Σουηδίας μας έδωσε κάποτε ένα βραβείο και παρόλο που τους σιχαινόμασταν, το δεχτήκαμε μόνο και μόνο για να σταθούμε εκεί, στους διαδρόμους της εξουσίας, και να τους χλευάσουμε, να τους γελοιοποιήσουμε κατά πρόσωπο.
Έγιναν μικρές συμφωνίες με μικρούς διαβόλους, αλλά μέσα από όλα αυτά φτάσαμε σε παιδιά που αλλιώς δεν θα είχαν ποτέ επαφή με αυτές τις ιδέες: πολλοί άκουσαν για πρώτη φορά τη χορτοφαγία και τη βεγκανική διατροφή μέσα από τη μουσική μας. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε πόσοι μας έχουν πει ότι τα τραγούδια μας φύτεψαν τον πρώτο σπόρο σε αυτό που αργότερα έγινε μια ριζοσπαστική πολιτική ζωή. Αυτό είναι που μας κάνει πιο περήφανους απ’ όλα – οι πολλοί ακτιβιστές, δάσκαλοι, δικηγόροι ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γιατροί και περιβαλλοντιστές για τους οποίους ήμασταν σύντροφοι στον δρόμο ή ακόμα και σκαλοπάτι για μια ζωή αφιερωμένη στο κοινό καλό.
Δεν κήρυτταν σε ήδη πεπεισμένους, δεν τρελαίνονταν με τα barcodes στα CD, βγήκαν εκεί έξω και έκαναν πράγματα.
Υποθέτω αυτό που προσπαθούμε να πούμε είναι ότι αυτές οι επιλογές δεν είναι εύκολες για εμάς, αλλά τις παίρνουμε πολύ σοβαρά, και μας έχει φτάσει στην τρέλα του να προσπαθούμε να έχουμε τέλειο ηθικό σκορ σε ένα στημένο παιχνίδι. Γι’ αυτό και το επόμενο project μας θα είναι DIY – περισσότερα σύντομα…».
Ο οπορτουνισμός χαρακτηριζόταν πάντα από ακατάσχετη λογοδιάρροια. Για να ξεχειλώσει το θέμα και να κρυφτεί η ουσία του.
Ποια είναι η ουσία; Είσαι μέρος της βιομηχανίας του θεάματος και για να το διατηρήσεις αυτό πρέπει να τηρείς κάποιες υποχρεώσεις έναντι των καπιταλιστών που ελέγχουν αυτή τη «βιομηχανία». Αντί να το πεις αυτό εντίμως («παιδιά, μέχρις εκεί μας παίρνει), αρχίζεις τη φλυαρία περί… αλλαγής του συστήματος από τα μέσα και αντιμετωπίζεις όσους περίμεναν να κάνεις ένα βήμα παραπέρα σαν… αριστεριστές. Είναι κάτι σαν την… «κυβερνώσα Αριστερά» των συριζαίων.
Ο κόσμος που στηρίζει, αγαπάει, και διασκεδάζει με μία μπάντα η οποία από την αρχή της έχει ένα γενικά αντισυμβατικό στοιχείο, είναι ο κόσμος που θα περίμενε αυτό το μποϊκοτάζ. Θα περίμενε τα διάσημα είδωλα του να πάρουν το ρίσκο της σύγκρουσης για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα.
Το συγκρότημα καλεί τον κόσμο να προτείνει τοπικές οργανώσεις και ακτιβιστές με τους οποίους θα μπορούσε να συνεργαστεί σε κάθε χώρα και πόλη που θα παίξει. Να συνεργαστούν σε τι; Μάλλον άλλοθι γυρεύουν. Κοινωνική νομιμοποίηση. Χρειάζεται να παίξουν στα συγκεκριμένα φεστιβάλ για να κάνουν αυτές τις δράσεις; Ο κόσμος που γνωρίζει τις πληροφορίες για τα συγκεκριμένα φεστιβάλ και είναι πολιτικά ενεργός δεν θα πάει σε αυτά τα φεστιβάλ, όπως δεν θα πάει να δει NSBM ή δεν θα πάει να δει τους Pantera, ύστερα από τα αξέχαστα ‘’White Power’’ που ούρλιαζε το φασισταριό ο τραγουδιστής τους Phil Anselmo.
Το μποϊκοτάζ και κάθομαι καναπέ με το μποϊκοτάζ που συνδυάζεται με δράσεις, κινητοποιήσεις, αλληλεγγύη και προπαγάνδιση (μουσικοί είστε, ρε παιδιά, πάρτε ένα παράδειγμα από τους LowKey και Macklemore) έχει τεράστια διαφορά. Προφανώς το μποϊκοτάζ συν δράσεις δεν αρκούσε στους Refused ως λύση γι’ αυτό το καλοκαίρι (ή τουλάχιστον δεν αρκούσε στο παραγωγό τους καθώς δεν βρίσκονται πλέον στο underground DIY πλαίσιο από όπου ξεκίνησαν).
Η λύση -λένε- είναι να τα πάρουν από τα φεστιβάλ και να τα δώσουν στον παλαιστινιακό λαό. Νομίζουμε πως, αν είχαν μια ευκαιρία να ρωτήσουν τον λαό της Παλαιστίνης τι να κάνουν, εφόσον βρίσκονται σε ένα τόσο μεγάλο δίλλημα, δεν θα τους άρεσε η απάντηση για την απόφαση που πήραν.
Σε άλλα νέα, οι πασίγνωστοι εδώ και χρόνια της ποπ-ροκ μουσικής σκηνής Imagine Dragons αντιμετωπίζουν σφοδρές αντιδράσεις αφότου ο τραγουδιστής τους Dan Reynolds ύψωσε πανηγυρικά την παλαιστινιακή σημαία επί σκηνής κατά τη διάρκεια πρόσφατης συναυλίας στο Μιλάνο.
Το αμερικανικό συγκρότημα εμφανίστηκε στο φεστιβάλ I-Days με τον τραγουδιστή τους Dan Reynolds να σηκώνει την παλαιστινιακή σημαία ψηλά, να την τυλίγει στους ώμους του, και ύστερα να τη φιλάει και να την πετάει στο κοινό. Ένα ακόμη βίντεο που κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνει τον Reynolds να κουνά τη σημαία καθώς τραγουδά τους στίχους του «Radioactive»: «I raise my flags… don my clothes… It’s a revolution I suppose».
Οι Imagine Dragons τον Αύγουστο του 2023 είχαν δώσει συναυλίες στο Ισραήλ και στο Αζερμπαϊτζάν, λίγο πριν από την 7η Οκτώβρη. Ο Reynolds είχε υπερασπιστεί τότε τις επιλογές τους, δηλώνοντας με θράσος: «Δεν πιστεύω ότι πρέπει να στερούμε από τους θαυμαστές μας τη δυνατότητα να μας δουν να παίζουμε, λόγω των πράξεων των ηγετών και κυβερνήσεών τους. Είναι ένας πολύ ολισθηρός δρόμος. Αν ξεκινήσεις να το κάνεις αυτό, υπάρχουν διεφθαρμένοι ηγέτες και πολεμοκάπηλοι σε όλο τον κόσμο – και πού σταματάς;»
Τώρα έπρεπε να ξεπλυθούν, τρόπον τινά, μέσα από τις αντιδράσεις του σιωνιστικού κοινού: Αηδιαστικό και ντροπιαστικό», «Φαίνεται πως το συγκρότημα Imagine Dragons υποστηρίζουν την τρομοκρατία», «Αηδία. Γιατί οι καλλιτέχνες δεν μπορούν απλά να μείνουν στην τέχνη τους;», «Οι μουσικοί να ασχολούνται με τη μουσική. Δεν χρειάζεται να μπλέκουν την πολιτική». Αντιδράσεις που ξέσπασαν ακαριαία, λόγω της διασημότητας της μπάντας.
Το σήκωμα της σημαίας της Παλαιστίνης αυτήν την περίοδο από μία διάσημη μπάντα έχει τη σημασία του. Δείχνει την διάσταση που έχει πάρει το παλαιστινιακό ζήτημα, το ζήτημα της γενοκτονίας και της λιμοκτονίας του παλαιστινιακού λαού. Αλλά μένει εκεί! Οι δύο αυτές μπάντες, αν και προερχόμενες από διαφορετικό παρελθόν στις δράσεις τους μέχρι στιγμής, έχουν ένα κοινό: Δεν έχουν συνέπεια.
Συνέπεια έχει ο Waters, η Kehlani, οι Kneecap, ο Macklemore, οι Υπεραστικοί και άλλοι καλλιτέχνες που, είτε ήταν στο πικ της καριέρας τους είτε φτασμένοι στο είδος τους, δεν φοβήθηκαν στιγμή να πάρουν θέση, να κάνουν δράσεις, να μιλήσουν, να γράψουν τραγούδια για τον αγώνα της Αντίστασης, να εμπνεύσουν. Δεν τους ένοιαξε κάποιο status ή κάποια μεσοβέζικη λύση, αλλά συνέδεσαν την καλλιτεχνική τους καριέρα φωναχτά με αυτόν τον αγώνα, χωρίς να φοβηθούν αν θα τους πετάξουν εκτός κόκκινου χαλιού ή δεν θα τους φωνάξει του χρόνου το γαμάτο φεστιβάλ λόγω αυτών που πρεσβεύουν. Αυτό είναι συνέπεια.