Κάποιοι θυμούνται την «κυρία φως, νερό, τηλέφωνο» (δημοσιογράφος που είχε τα γραφεία Τύπου σε ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΕΥΔΑΠ). Αλλοι θυμούνται την Ιωάννα Μάνδρου σε ρόλο δημόσιου κατήγορου, παρά τω πλευρώ της Αντιτρομοκρατικής και του περιβόητου εισαγγελέα Διώτη (ένα ταλέντο που πνίγηκε στο βούρκο και χάθηκε, μόλις δοκίμασε να περάσει στην πολιτική!), να εξαπολύει μύδρους ενάντια στην «τρομοκρατία», εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 2002, το καλοκαίρι της τρομοϋστερίας και της τρομολαγνείας. Εμείς, κουλτουριάρηδες γαρ, θυμόμαστε το διήγημά της στο «Βήμα» με τον τίτλο «Θες να σε λέω λούτσο;».
Aν κάνετε τον κόπο να το διαβάσετε, θα αντιληφθείτε ότι όσα είπε για τη Μάγδα Φύσσα στο πρωινάδικο του ΣΚΑΙ σήμερα (στο 2:19:20), είναι απολύτως φυσιολογικά. Είναι ο αηδιαστικός σουσουδισμός ενός ανθρώπου που προέρχεται από φτωχή οικογένεια αλλά κατάφερε να κάνει χαΐρι και προκοπή (δική της έκφραση), που στα νιάτα του πέρασε από την ΚΝΕ αλλά μετά αποφάσισε να υπηρετήσει τη μαύρη αντίδραση.
«Υπερασπιζόμενη» τη Μάγδα Φύσσα, η Ιωάννα Μάνδρου κατάφερε να δείξει το δικό της αποκρουστικό πρόσωπο:
Η Μάγδα Φύσσα «δεν είναι μια γυναίκα διανοουμένη που στέκεται μπροστά για τα ανθρώπινα δικαιώματα», αλλά «είναι μια γυναίκα που ζει στο Πέ-ρα-μα» (συλλαβιστά η λέξη Πέραμα, για να δοθεί έμφαση στην τρε-τερίμπλ εργατοσυνοικία). «Είναι μια γυναίκα η οποία είχε έναν άντρα ναυτεργάτη, δηλαδή σε κοινωνικά στρώματα που δεν περιμένεις τέτοιες συμπεριφορές. Δηλαδή οι άνθρωποι και φοβούνται και εκφράζουν με διαφορετικό τρόπο την αντίστασή τους, γιατί την είδατε και πόσο κόσμια είναι».
Δεν έχει σημασία που η οικογένεια Φύσσα ζει στο Κερατσίνι, κοντά είναι. Ούτε που ο πατέρας Φύσσας δεν είναι ναυτεργάτης, αλλά μεταλλεργάτης που δουλεύει στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος (όπως δούλευε και ο Παύλος περιστασιακά). Σημασία έχει ότι αυτοί οι άνθρωποι δε θεωρούνται ικανοί να υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι κάποιο είδος ζώων, αγροίκοι, αγενείς, άξεστοι, βάρβαροι. Γι’ αυτό και η Μάνδρου εξαίρει την… κοσμιότητα της Μάγδας Φύσσα και προσθέτει την τελευταία… υμνητική πινελιά: «Και να προσθέσω και κάτι ακόμα. Και πόσο περιποιημένη. Την είδατε καμιά μέρα στη δίκη αχτένιστη;»!
Να πεις στη Μάνδρου ότι οι άνθρωποι σαν την οικογένεια Φύσσα, οι άνθρωποι του μόχθου, οι εργάτες, είναι αυτοί που έχουν γράψει τις πιο φωτεινές σελίδες της Ιστορίας, υπερασπιζόμενοι όχι απλά τα «ανθρώπινα δικαιώματα» (όχι αυτά που εννοεί η Μάνδρου), αλλά τη λευτεριά, την αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη, τον πολιτισμό, είναι χαμένος κόπος. Να της πεις ότι τεράστιες «πένες» (Γκόρκι, Στάινμπεκ, Χεμινγουέι, Ζολά, Ρίτσος, Βάρναλης, Ελύτης, για ν’ αναφέρουμε μόνον ελάχιστους) υποκλίθηκαν μπροστά στο κοινωνικό μεγαλείο αυτών των ανθρώπων, είναι δυο φορές χαμένος κόπος. Είναι σαν να συγκρίνεις τον «Λούτσο» με το «Ζερμινάλ».
Ξέρετε τι αποπνέει όλο αυτό, πέρα από ταξικό μίσος και βαθύ κοινωνικό ρατσισμό; Αποπνέει προσωπικό κόμπλεξ: τα δικά μου τα τακούνια δεν μπορούν να περπατήσουν στο Κερατσίνι και στο Πέραμα, γιατί εκεί κυκλοφοράνε κάτι αναμαλλιασμένες γυναίκες και κάτι άντρες που βρίζουν και φτύνουν. Κελ ντεκαντάνς. Μόνο Κολωνάκι, χρυσοί μου.. Φάτε τη σκόνη από την πούδρα μου, πτωχοί.
Γι’ αυτό και δανειστήκαμε για τον τίτλο μια ατάκα της Ντένης Μαρκορά, από γνωστό σίριαλ: «Τώρα θα σε χαστούκιζα, αλλά θα μου χαλάσει το μαλλί»…