ΜΑΡΚ ΜΟΥΝΤΕΝ
Το σημάδι του Κάιν
Τα πραγματικά περιστατικά του ομαδικού βασανισμού αιχμαλώτων Ιρακινών από βρετανούς στρατιώτες στο κατεχόμενο Ιράκ είναι το θέμα αυτής της ταινίας που πολλοί τη σύγκριναν με το «Γκουαντανάμο», αλλά πολύ μικρή σχέση έχει μ` αυτό, αφού εκείνο ήταν ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, ενώ εδώ έχουμε μια ταινία μυθοπλασίας, γεγονός που αποτελεί και το κατ` εξοχήν αδύνατο σημείο της.
Αντί λοιπόν για την παράθεση, καταγγελία, έρευνα και εξέλιξη αληθινών περιστατικών, έχουμε ένα κοινωνικό-πολεμικό δράμα, με κατασκευασμένους, αφύσικους διαλόγους, όπου ο βρετανικός ιμπεριαλισμός μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, ενώ αναδεικνύονται οι χαρακτήρες των δύο στρατιωτών και η πορεία του ενός προς το θάνατο και του άλλου προς την αυτογνωσία. Το όλο εγχείρημα, αν και αληθινό, καταλήγει να μην είναι πειστικό, βρίθει αδυναμιών και ανισοτήτων και αδικεί τη δύναμη, την έκταση και το βάθος του θέματος.
ΒΙΜ ΒΕΝΤΕΡΣ
Η Αλίκη στις πόλεις
Επανέκδοση της γνωστής ταινίας του γερμανού σκηνοθέτη, η καλύτερη κατά πολλούς μετά το «Παρίσι-Τέξας». Γυρίστηκε το 1974 και είναι ένα αυθεντικό road-movie, ενδεικτικό της ομολογημένης διάθεσης του Βέντερς για περιπλάνηση και σχολιασμό των παράταιρων τρυφερών σχέσεων που ποτέ δεν υπερβαίνουν κάποια συναισθηματικά όρια.
ΕΡΙΚ ΜΠΕΣΝΑΡΝΤ
Αξιότιμοι κλέφτες
Κοσμοπολίτικη γαλλική περιπέτεια, με πρωταγωνιστές δυο σπείρες απατεώνων και μια διεφθαρμένη αστυνομικό, που έχουν τον ίδιο στόχο: διαμάντια αξίας 12.000.000 ευρώ. Αν και στην ταινία αυτή επιστρατεύονται τα πάντα, η πολυτέλεια της ζωής στη γαλλική Ριβιέρα, η γοητεία των προσώπων, οι ίντριγκες, το χιούμορ, οι γκάφες και τα κυνηγητά, οι «Αξιότιμοι κλέφτες» αδυνατούν να κλέψουν έστω και κάτι από τη λάμψη αντίστοιχων ταινιών του `70 με τους Μπελμοντό, Ντελόν κ.λπ.
Και σαν να μην έφτανε η σεναριακή αδυναμία, που με συνεχείς άνευ λόγου ανατροπές μπερδεύει τα πράγματα μέχρι τελικής πλήξης, έχουμε και μια σαφή σκηνοθετική ανεπάρκεια, που καταφέρνει να αφαιρέσει από την ταινία την όποια προσπάθεια και στόχο ψυχαγωγίας του θεατή.
ΡΟΤΖΕΡ ΝΤΟΝΑΛΤΣΟΝ
The bank job: Το μεγάλο κόλπο
Αυτή η καθαρόαιμη βρετανική ταινία, γυρισμένη από αυστραλό σκηνοθέτη, αναφέρεται σ` ένα επίσης αληθινό περιστατικό, μια μεγάλη ληστεία τράπεζας που έλαβε χώρα το 1971,αλλά αφού απασχόλησε για λίγο τα ΜΜΕ, γρήγορα αποσιωπήθηκε. Αργότερα έγινε γνωστό ότι η ληστεία υπήρξε το πρόσχημα και ενθαρρύνθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες, προκειμένου να θαφτούν σεξουαλικά σκάνδαλα υψηλά ιστάμενων προσώπων, αλλά και μυστικοί λογαριασμοί και λαδώματα αστυνομικών, ντοκουμέντα τα ποία υπήρχαν στις θυρίδες της τράπεζας.
Πέρα από την ενδιαφέρουσα πλοκή, η ταινία αυτή μπορεί να θεωρηθεί η σημαντικότερη της εβδομάδας, καθώς αναπαριστά με εξαιρετική ακρίβεια την εποχή, έχει αδιάλειπτο ρυθμό, πολύ καλές ερμηνείες και φυσικά έχει κάτι να πει.
ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΘΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
PVC-1
Mια οικογένεια παγιδεύεται από μια αδίστακτη συμμορία που απαιτεί 7.000 δολ. λύτρα για να μη σκοτωθεί η μητέρα, στο λαιμό της οποίας κρεμούν μια ωρολογιακή βόμβα από θερμικό πολυμερικό υλικό. Ξεκινά ένας αγώνας δρόμου, προκειμένου ο πυροτεχνουργός και οι αρχές να απενεργοποιήσουν τον εκρηκτικό μηχανισμό.
Ο φέρελπις θεσσαλονικιός σκηνοθέτης, για τον οποίο το δελτίο Τύπου μας πληροφορεί ότι εργάζεται στα στούντιο της Warner στο Χόλιγουντ, περιγράφει μια κατάσταση, καθόλου ασυνήθιστη στη Λατινική Αμερική, από την οποία με τρόπο ανορθολογικό αφαιρεί κάθε στοιχείο προβληματισμού, μεταθέτει τη βία αδιάκριτα όπου λάχει και δηλώνει: «Θελήσαμε να φτιάξουμε ένα δυνατό, αξιόπιστο φιλμ, για να κάνουμε ένα σχόλιο πάνω στο οικουμενικό πρόβλημα της τρομοκρατίας. Επιλέξαμε ως φορέα του δράματος μια μητέρα ώστε να αντιπροσωπευτούν χαρακτηριστικά όλοι οι άμαχοι που πέφτουν θύματα ανάλογων βίαιων πράξεων…».
Σ` αυτή την ταινία, λοιπόν, απουσιάζουν όλα τα «γιατί;» και το μόνο που υπάρχει είναι το δράμα της οικογένειας και οι φιλότιμες προσπάθειες των Αρχών. Το κλαμπ της «αντι-τρομοκρατίας» χρειάζεται τέτοιου είδους ταινίες και ο μόνος τρόπος γι` αυτές να υπάρξουν είναι ένας φτηνός συναισθηματισμός που δεν έχει ανάγκη να αναρωτηθεί για τίποτα. Οσο για τον κ. Σταθουλόπουλο, άξιος ο μισθός του. Ομως, αν νομίζει ότι επειδή ξέρει να χειρίζεται μια κινούμενη κάμερα, μπορεί να γίνει και μεγάλος σκηνοθέτης, είναι πολύ γελασμένος. Αντε να φτάσει μέχρι καλός προπαγανδιστής της κολομβιανής τηλεόρασης ή και μέχρι Τζορτζ Κοσμάτος!