Η Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι, τρία χρόνια μετά την πρώτη ταινία της «Belle épine», επιστρέφει με μια καλών προθέσεων, αλλά μετρίου αποτελέσματος ταινία. Το «Grand Central» είναι ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας στη Νότια Γαλλία. Ο Γκάρι βρίσκει δουλειά εκεί και επειδή έχει ανάγκη από χρήματα τίποτα δεν τον φοβίζει. Ταυτόχρονα, ερωτεύεται μία κοπέλα που δουλεύει στο ίδιο εργοστάσιο, η οποία όμως διατηρεί σχέση με ένα συνάδελφό του.
Εργάτες στην απόλυτη εξαθλίωση, οι οποίοι ζουν όλοι μαζί σε έναν εργατικό καταυλισμό και παίρνουν πολύ λίγα χρήματα, παρά τον κίνδυνο της δουλειάς τους, ενώ ταυτόχρονα το επίπεδο ταξικής συνείδησης είναι εξαιρετικά χαμηλό και ο κάθε ένας από αυτούς κοιτάζει πώς να βολευτεί. Κάπως έτσι παρουσιάζει την πραγματικότητα η Ζλοτόφσκι και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι λίγο-πολύ πέφτει μέσα… Από την άλλη, για την ίδια αυτό φαίνεται να είναι απλά ένα παράλληλο σχόλιο στην ταινία της, έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Κι αυτό γιατί το κέντρο του ενδιαφέροντος εγκλωβίζεται στο ερωτικό τρίγωνο της ταινίας, γεγονός που αποδυναμώνει όποια κοινωνική δυναμική της. Ακόμα και στην ερωτική ιστορία της ταινίας, είναι εμφανές ότι η σκηνοθέτιδα προσπαθεί να αποδείξει ότι οι άνθρωποι που είναι καταδικασμένοι σε μια άθλια καθημερινότητα πολύ δύσκολα καταφέρνουν να ξεφύγουν από αυτή και να πετύχουν ένα καλύτερο μέλλον. Αλλά και αυτή η πρόθεσή της χάνεται στον υπέροχο λυρισμό των σκηνών που ωραιοποιούν την ιστορία, καλύπτοντας τον πόνο που πιθανά κρύβει.
Η ταινία κινείται ανάμεσα σε ενδιαφέρουσες αντιφάσεις. Από τη μια η αποστειρωμένη αίσθηση του πυρηνικού εργοστασίου –καθότι οι έλεγχοι και τα μέτρα ασφαλείας ουκ ολίγα– από την άλλη η φύση με όλη τη ζωντάνια και το λυρισμό της. Από τη μια η αισιόδοξη ματιά της νιότης και της δουλειάς και από την άλλη η ματαίωση που προέρχεται από τη σκληρή καθημερινότητα. Από τη μια οι υποχρεώσεις και από την άλλη οι επιθυμίες κλπ… Η σκηνοθέτιδα, όμως, τελικά κρατά την ταινία της σε μέτρια επίπεδα, λίγο περιγραφικά, αρκετά προβλέψιμα, ελάχιστα καταγγελτικά. Το αποτέλεσμα είναι μία σχεδόν βαρετή, θα λέγαμε, ταινία που αν και καλών προθέσεων δεν καταφέρνει να βρει τον προσανατολισμό της.
Ελένη Π.
ΥΓ: Επαναπροβάλλεται ο ρωσικός «Αμλετ», του Γκριγκόρι Κοζίντσεφ, με τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι στον ομώνυμο ρόλο και μουσική του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Ο κατά κοινή παραδοχή καλύτερος κινηματογραφικός «Αμλετ» όλων των εποχών. Ευκαιρία για όσους δεν έχουν δει αυτή τη μνημειώδη ταινία, αλλά και για όσους θα ήθελαν να την ξαναδούν. Τα αριστουργήματα δεν είναι μιας θέασης.