Στο γνωστό πλαίσιο απουσίας νέων ταινιών στις ελληνικές αίθουσες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (εξαιρώντας βέβαια τα γνωστά σκουπίδια που κατακλύζουν κάθε είδους οθόνες – όχι μόνο τις μεγάλες), οι επανεκδόσεις παλιών αριστουργημάτων είναι μονόδρομος για όσους επιθυμούν να βρεθούν σε κάποιο θερινό κινηματογράφο της Αθήνας. Ετσι, αυτή τη βδομάδα στις μεγάλες οθόνες έχουμε μια ακόμα ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ με τίτλο «Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως» και θέμα την ανατομία ενός ακόμα «τέλειου» εγκλήματος, και δύο παλιές γνωστές ταινίες του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, το «Αρσενικό-Θηλυκό» (1966) και το «Δυο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν» (1967). Οσο λοιπόν θα περιμένουμε για την ελληνική διανομή της καινούργιας του ταινίας «Σοσιαλισμός» (2010) –ταινία που περιλαμβάνει και γυρίσματα στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων χωρών– ας παρηγορηθούμε με το ένδοξο παρελθόν του «Θεού της 7ης Τέχνης». Για όσους όμως δεν έχουν δει αυτές τις ταινίες, να μια ακόμη υπέροχη ευκαιρία…
Συμπλήρωμα αυτών των επανεκδόσεων ένα ενδεχομένως ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ του Αλέξη Τσάφα με τίτλο «Μιντέλο – Πίσω από τον ορίζοντα», καταγραφή της ζωής και της κουλτούρας των μιγάδων του Πράσινου Ακρωτηρίου, που ζουν στη μικρή πόλη Μιντέλο του ηφαιστειογενούς νησιού Σάο Βισέντε.
(15 Συγκεκριμένα Γεγονότα)
Ο Πολ μελαγχολεί, πλήττει, ψάχνει για δουλειά, στρατεύεται ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά της Μαντλέν, νεαρής τραγουδίστριας που αδιαφορεί για τα αισθήματά του καθότι είναι πλήρως απορροφημένη από την καριέρα της. Ψευδο-μελέτη ηθών της γαλλικής νεολαίας της δεκαετίας του ’60, των «παιδιών του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα» (διάσημος αφορισμός που περιλαμβάνεται στην ταινία), με φόντο την εκλογική καμπάνια του 1965, στην οποία ο Γκοντάρ συνεχίζει να προσπαθεί να στοχαστεί πάνω στην αλλοτρίωση, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από τις σχέσεις άντρα-γυναίκας.
Στα φαινομενικά ασύνδετα σχεδιάσματα που αποτελούν την ταινία (εμπνευσμένη από νουβέλα του Γκι ντε Μοπασάν), παρακολουθούμε τις σκέψεις του σκηνοθέτη για το ζευγάρι και τη σεξουαλικότητα του μοντέρνου κόσμου (έρωτας, πορνεία, αντι-σύλληψη, έκτρωση), αλλά και για τη βία, τον πόλεμο, την αυτοκτονία, το ρατσισμό, τις βεβαιότητες της πολιτικής στράτευσης και τα αδιέξοδα της Αριστεράς, την κοινωνία της κατανάλωσης και του θεάματος. Ομορφα πρόσωπα και σκληρά βλέμματα, σλόγκαν και αποφθέγματα, με στόχο την πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση του εμπορικού κινηματογράφου.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της, το «Δυο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν» είναι μια ταινία «με πραγματικό στόχο την παρατήρηση μιας μεγάλης μετάλλαξης». Παρατηρήσεις και απόπειρες γνώσης «γι’ αυτήν». Αυτήν; Την ωμότητα του μοντέρνου καπιταλισμού, την πορνεία, την πόλη του Παρισιού, την καθημερινότητα των μεγάλων κτιριακών συγκροτημάτων των παρισινών προάστιων, τη γυναίκα που πρωταγωνιστεί σε αυτή την ταινία. Ενα κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω σε αυτές και άλλες όψεις της γαλλικής πρωτεύουσας και της σύγχρονης ζωής, μέσα από το πορτραίτο μιας μάνας και νοικοκυράς που εκπορνεύεται ερασιτεχνικά για να συμπληρώσει το εισόδημά της.
Ο Γκοντάρ δε θα μπορούσε να είναι πιο σαφής, όταν το 1967 σχολίαζε ποια είναι η βαθιά ριζωμένη ιδέα του που αναδύεται μέσα από την ταινία αυτή: «Για να ζήσει κανείς στη σημερινή κοινωνία του Παρισιού, είναι αναγκασμένος, σε όποιο επίπεδο και σε όποια κλίμακα κι αν είναι αυτό, να εκπορνευτεί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ή αλλιώς να ζήσει σύμφωνα με νόμους που θυμίζουν τους νόμους της πορνείας».
Ε.Γ.