Ο Γιώργος Σταματόπουλος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι γνωστός, τόσο από την Ελευθεροτυπία, όσο κι από την ενεργό συμμετοχή του σε πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. Ούτε η “Φωνή” χρειάζεται άλλες συστάσεις, πέρα από τη γνωριμία της μαζί μας, την αρχική παρακίνηση για ανάγνωσή της. Δεν θα αναλωθούμε σε στείρες αναλύσεις του βιβλίου, του ύφους ή της γραφής. Ας μείνει αυτή η προτροπή προς ανάγνωση, γιατί είναι ένα βιβλίο που αρθρώνει λόγο στον καιρό που πολλοί έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους.
Προτιμούμε να παρουσιάσουμε κάποια λεγόμενα του Γιώργου Σταματόπουλου σε πρόσφατη συνομιλία μας.
– Ποια εσώτερη ανάγκη υπαγόρευσε τη “Φωνή”; Ποιο μήνυμα μεταφέρει στην εποχή των άλλων μηνυμάτων (sms);
– Εχετε δίκιο, κάτι υπαγόρευσε τη “Φωνή”. Νομίζω το γόνιμο, ενοποιό και ζείδωρο πένθος. Πένθος για τον θάνατο της πολιτικής και του πολιτισμού, έναν θάνατο που τον βιώνουμε άπαντες δραματικά. Το πένθος εσωτερικεύει τον θάνατο, δηλαδή την απουσία, επιφέρει στα σπλάγχνα την αναστάτωση, είναι μια μυητική διαδικασία μετά το πέρας της οποίας αναγεννάται κάποιος πληρέστερος, διαυγέστερος, δυνατότερος. Οι εσωτερικές δονήσεις γίνονται λόγος καθαρός, απεσταγμένος, γαλήνιος, εναντίον της αδράνειας, του εφησυχασμού και του περιττού. Ενας λόγος που καθορίζει έναν τρόπο, μια στάση ζωής καθαρά αντικαπιταλιστική, πλησίον του κοινοτιστικού αναρχισμού ή του αναρχικού κοινοτισμού, με βάση πάντα τον σεβασμό στον άνθρωπο. Αν μεταφέρεται κάποιο μήνυμα, αυτό είναι: “Το προσωπικό είναι πάντα πολιτικό”.
– Η “Φωνή” (αλλά και η στήλη σας στην Ελευθεροτυπία) αρθρώνουν έναν λόγο, που η σημερινή κούρσα των σχιζοειδών προς την επιτυχία αποφεύγει. Ποια θέση έχουν σήμερα τα αξιοπρεπή συστήματα ιδεών και σκέψης;
– Δεν μπορείς σήμερα να “επιτύχεις” όταν γράφεις εναντίον όλων των μορφών εξουσίας που οδηγούν στην καταστολή, στις φυλακίσεις, στη διάκριση των πολιτών σε νομοταγείς και απείθαρχους. Η εξουσία θέλει υπηκόους δημοσιογράφους και συγγραφείς, με το αζημίωτο εννοείται. Εχετε δίκιο να προσδίδετε αξιοπρέπεια στις ιδέες και στη σκέψη, διότι η αξιοπρέπεια είναι μεν το ζητούμενο αλλά είναι και η μόνη βαθύρριζη και διαιώνια ταύτιση με την ανθρώπινη ύπαρξη. Δυστυχώς δεν έχουν θέση τα συστήματα αυτά στην εποχή μας, διότι στην πλειονότητά τους (πανεπιστήμια, διανόηση, συγγραφείς, σχολεία, συνδικάτα, κινήματα) έχουν καταπέσει σε νάρκη και δουλοφροσύνη, ελπίζω όμως το φαινόμενο να είναι παροδικό. Και ότι κάποια στιγμή η έλλειψη αξιοπρέπειας θα μας κάνει να επαναστατήσουμε εναντίον της δικής μας αθλιότητας πρωτίστως και – ελπίζω – εναντίον της γενικότερης παθητικής ελληνοτροπίας.
– Σώζονται ακόμα κάποιες φωνές στην εποχή μας. Πόσο μπορούν να υψώνονται και τι αποτελέσματα μπορούν να έχουν;
– Είναι παρήγορο ότι, όντως, σώζονται ακόμη κάποιες φωνές, όσο αλυσιτελείς και αν φαίνονται (ή ακούγονται), όσο και αν χλευάζονται και λοιδορούνται από τους νεοκυνικούς υλόφρονες και εξουσιολάγνους. Δεν γνωρίζω πόσο μεγάλος είναι ο χώρος της απήχησής τους, είμαι βέβαιος όμως ότι αν εξέλιπαν, οι κοινωνίες θα είχαν οδηγηθεί σε πιο πυκνό σκοτάδι. Είναι δηλαδή οι χαραμάδες που επιτρέπουν στο φως της αντίστασης, του πολιτισμού και της πολιτικής να λαμπρύνει και να ζεστάνει τον χαμένο λόγο, το χαμένο συναίσθημα. Τη στιγμή που απουσιάζει κάτι συλλογικά εναλλακτικό, οι φωνές αυτές όσο αιρετικές – ή ακόμη και γραφικές αν θέλετε – και αν ακούγονται, εντούτοις ανήκουν στις “πεφωτισμένες μειοψηφίες” που ανοίγουν διόδους. Τουλάχιστον υπερασπίζονται το σμπαραλιασμένο αυτονόητο ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, ότι όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται την ευθυμία της ζωής.
– Πώς είναι τα πράγματα στην βιβλιοπαραγωγή και πώς στη δημοσιογραφία;
– Τρομάζει ο όγκος της παραγωγής βιβλίων. Εφτά χιλιάδες τίτλοι τη χρονιά είναι ένας σχεδόν ασύλληπτος αριθμός, με δεδομένο ότι στην Ελλάδα διαβάζει μόνο το 8% περίπου. Το θέμα είναι ότι οι εκδότες προβάλλουν και διακινούν μόνο εκείνα τα βιβλία που θεωρούν ότι θα τους προσκομίσουν εμπορικό όφελος. Ισως όμως, στο μέλλον, προκύψει κάποιος μεγάλος συγγραφέας μέσα απ’ όλη αυτή την μεγαλομανή βιβλιοπαραγωγή. Σε ότι αφορά τη δημοσιογραφία: Υπάρχουν αυτοί (ελάχιστοι) που διακονούν τον λόγο, σέβονται, διάβολε, το τεκμήριο αθωότητας και στη διαμεσολάβησή τους μεταξύ πολιτών και εξουσίας τάσσονται αναφανδόν υπέρ των πρώτων. Υπάρχουν και αυτοί (ελάχιστοι) που υπηρετούν τα αφεντικά τους με πάθος, στηρίζοντας τα συμφέροντά τους, αδιαφορώντας για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα του πολίτη. Υπάρχουν τέλος και αυτοί (η πλειονότης) που είτε φοβούνται είτε φυτοζωούν είτε είναι απαίδευτοι είτε προσπαθούν να “επιτύχουν”. Αλλά για την “επιτυχία” μιλήσαμε ήδη. Στη “Φωνή” κάπου λέει ότι “μεταξύ του δημοσιογράφου και του αναλφάβητου προτιμάμε τον δεύτερο”.
ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΗΡΕ Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΑΚΑΛΗΣ