Είχαμε απόλυτο δίκιο όταν παρουσιάζοντας το πρώτο μέρος του «Nymphomaniac», προεξοφλήσαμε ότι είναι αδύνατον να βγει οποιοδήποτε συμπέρασμα πριν δει κανείς τον επίλογο της ταινίας και επίσης ότι η –για εμπορικούς λόγους– κατάτμηση της ταινίας σε δυο τμήματα την έπληξε καίρια, με ευθύνη και του ίδιου του Τρίερ.
Αξιολογώντας και αυτή την ταινία του Δανού σε συνάρτηση με το υπόλοιπο έργο του, το συμπέρασμα εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο: η μεγάλη τέχνη είναι εφαλτήριο για στοχασμό και όχι χώρος εφησυχασμού. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η πρόκληση που διατρέχει το έργο του Τρίερ και που τη βλέπουμε σε εξαιρετική μεγέθυνση στο «Nymphomaniac» δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα όχημα εξερεύνησης της ανθρώπινης ύπαρξης και των κοινωνικών συνθηκών γύρω μας. Πολύ απλά: όσοι στο «Nymphomaniac» θα δουν μια ακραία σοκαριστική διαστροφή δεν έχουν μάθει να βλέπουν τίποτα πέρα από τη μύτη τους. Κατά βάθος, γι’ αυτούς η γη είναι πάντα επίπεδη, ο κόσμος είναι μονοδιάστατος, δεν συμβαίνουν και τόσα πολλά πράγματα ταυτόχρονα, οι λέξεις έχουν συνήθως μια ερμηνεία και οι καλύτερες ταινίες είναι οι αμερικάνικες.
Το δυστύχημα είναι ότι όχι μόνο κάποιοι θεατές αλλά και μερικοί από τους κριτικούς, δέσμιοι της πιο επιφανειακής, στατικής και αντιδιαλεκτικής σκέψης, είναι πρόθυμοι να ρίξουν στο πυρ το εξώτερο, να στιγματίσουν και να αναθεματίσουν όσα δεν καταλαβαίνουν. Γι’ αυτούς ο Τρίερ είναι αντικείμενο ψυχιατρικής έρευνας και τίποτα περισσότερο. Αλλά ένα είναι βέβαιο: σε καμιά περίπτωση οι ψυχολογικές παράμετροι της προσωπικότητας οποιουδήποτε μεγάλου δημιουργού ή –στην περίπτωση του Τρίερ– και οι βόρειες προτεσταντικές του καταβολές, μαζί με τις επιρροές των προκατόχων του, Ντράγιερ, Μπέργκμαν κ.ά., όσο και αν επηρεάζουν το έργο του, δεν μπορούν να το καθορίσουν. Από την άλλη όσα –αμήχανα ή όχι– ακούγονται από πολλούς για τη σκηνοθετική μεγαλοφυΐα του Τρίερ δεν επαρκούν να εξηγήσουν τη δύναμη του πολυεπίπεδου έργου του. Αντίθετα, είναι το περιεχόμενο, οι ρηξικέλευθες απόψεις και η αιχμηρή ανάλυση που δίνουν αξία στα υπόλοιπα καινοτόμα μορφολογικά και αφηγηματικά στοιχεία των ταινιών του.
Ακούγονται επίσης πολλά για τον μισογυνισμό και τον μισανθρωπισμό του Τρίερ. Αν θυμηθούμε το «Δαμάζοντας τα κύματα», το «Χορεύοντας στο σκοτάδι», τον «Αντίχριστο», η γυναικεία φύση τίθεται απέναντι στις κυρίαρχες θρησκευτικές και κοινωνικές ιδεοληψίες, διεκδικεί την απελευθέρωση και τα δικαιώματά της σε μια ανδροκρατούμενη ταξική κοινωνία. Ο Τρίερ είναι φεμινιστής, όχι μισογύνης. Οσο για τον μισανθρωπισμό, ναι είναι δύσκολο όχι μόνο για ένα καλλιτέχνη αλλά και για τους περισσότερους ανθρώπους να δουν μια αχτίδα φωτός σ’ ένα κόσμο που έχει εκλείψει κάθε όραμα, ενώ κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας, των ισχυρών, και συνακόλουθα η υποκρισία του υποτιθέμενου πολιτισμού τους. Ομως αυτό δεν είναι μισανθρωπισμός. Πριν απ’ όλα είναι θλίψη και απόγνωση.
Αν κάτι είναι χαρακτηριστικό στο έργο του Τρίερ, είναι το ξέσκισμα της υποκρισίας και της ψευτο-ηθικής σε όλα τα επίπεδα. Στο «Χορεύοντας στο σκοτάδι» και κυρίως στο «Dogville» η ηρωίδα (σα να λέμε οι καταπιεζόμενες τάξεις) είναι αυτή που βάζει τα πράγματα στη θέση τους: εκτελώντας, πριν απ` όλους, τους «φίλους» του λαού. Στο «Nymphomaniac» συμβαίνει το ίδιο ακριβώς: μέσα σ` ένα λιτό απογυμνωμένο δωμάτιο, ο ώριμος, σοβαρός και πολύ μορφωμένος εργένης Σέλινγκμαν, που περιθάλπει την κακοποιημένη νυμφομανή ηρωίδα, εν είδει ψυχαναλυτή ακούει με προσοχή, ευγένεια, συγκατάβαση και συμπόνια τη σκοτεινή της ιστορία. Εκείνη με ειλικρίνεια και οδύνη εκθέτει τον ακραίο, χαοτικό και επικίνδυνο κόσμο της, αναζητώντας μια λύτρωση από τις ενοχές της και μια άλλη σχέση με τον εαυτό της και τους γύρω της. Είναι αποφασισμένη ν` αφήσει πίσω της το παρελθόν. Και επιτέλους συναντά τον πρώτο φίλο της ζωής της. Είναι όμως έτσι;
Ασφαλώς δεν είναι έτσι. Οι κυρίαρχες, υποκριτικές απόψεις σ’ αυτό τον κόσμο είναι πρόθυμες να ερμηνεύσουν, να κατανοήσουν, να συμπονέσουν, να δικαιολογήσουν, να συμπαραταχθούν με όλα τα δίκια και τα βάσανα των άλλων. Με μια προϋπόθεση: να μην αμφισβητηθεί το δικαίωμα της δικής τους κυριαρχίας και επιβολής πάνω στους ασθενέστερους.
Ελένη Σταματίου








