Είναι απίστευτο και εκπληκτικό συγχρόνως πόση αγραμματοσύνη, ανοησία και μικροαστικά συμπλέγματα ενδημούν στο χώρο των λεγόμενων κριτικών τέχνης, του κινηματογράφου εν προκειμένω. Εκεί που παλαιότερα η επάρκεια, η μόρφωση, η υπευθυνότητα και η άοκνη προσπάθεια ήταν ο κανόνας, σήμερα βασιλεύει η ευτέλεια, η προχειρότητα και η παρακμή. Στην περίπτωση του Λαρς Φον Τρίερ (όπως και πρόσφατα στην περίπτωση των σκηνοθετημένων από τον βούλγαρο Γκότσεφ «Περσών» του Αισχύλου), ακριβώς επειδή αδυνατούν πλήρως να κατανοήσουν αυτό που βλέπουν, είτε του κάνουν πόλεμο, είτε ασχολούνται με τις ιδιαιτερότητες του καλλιτέχνη, ανίκανοι να σταθμίσουν το έργο του, είτε του αποδίδουν επιπόλαιους χαρακτηρισμούς, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, προβαίνουν σε μια αμήχανη εξύμνηση της φόρμας, αντιλαμβανόμενοι ενστικτωδώς ότι έχουν να κάνουν με μια ασυνήθιστη ιδιοφυΐα.
Ας βάλουμε λοιπόν τα πράγματα στη θέση τους:
α) Το έργο του μόλις 53χρονου Τρίερ είναι ήδη τόσο μεγάλο, πολύπλοκο και σύνθετο, που απαιτεί ανάλογων διαστάσεων ενδελεχή μελέτη για να αποτιμηθεί. Και αυτό δεν έχει καν επιχειρηθεί μέχρι αυτή την ώρα.
β) Οσοι κρίνουν τον Τρίερ από την ειρωνική του π.χ. διάθεση ή τη μεγαλομανία του (που στην πραγματικότητα, εδώ που τα λέμε, πρόκειται για αυτογνωσία) «ξεχνούν» ότι ο καλλιτέχνης κρίνεται εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από το έργο του.
γ) Ο Τρίερ έχει αυτοχαρακτηριστεί μαρξιστής. Στην τελευταία του συνέντευξη δηλώνει «όλο και περισσότερο άθεος», αποκαλώντας όλες τις θρησκείες «σκατά». Ομως, όλα αυτά, μαζί με τη βαθύτατη μόρφωση και το αναμφισβήτητο ταλέντο αποτελούν απλώς το υπόβαθρο ενός έργου που χαρακτηρίζεται σχεδόν στο σύνολο του 1) από μπρεχτική δόμηση, 2) από συγκεκριμένη στόχευση που μόνο συνήθως στο τέλος γίνεται εντελώς σαφής, 3) από αγωνιώδη αναζήτηση μιας νέας φόρμας που όμως καταφέρνει να υπηρετεί πιστά το περιεχόμενο και 4) από ξεκάθαρες προοδευτικές αντιλήψεις.
δ) Το έργο του Τρίερ παλεύει με μια αντίφαση: από τη μια, λόγω της φήμης του δημιουργού του απλώνεται σ` ένα ευρύτερο κοινό και από την άλλη είναι δύσληπτο αφού απαιτεί εγρήγορση σκέψης και κριτική ικανότητα. Είναι προφανές ότι προϋποτίθεται παιδεία και προσπάθεια για την κατανόησή του.
Βαρεθήκαμε ν’ ακούμε από ξένους και εγχώριους κριτικούς πόσο ενοχλητικές, προκλητικές και σοκαριστικές είναι οι ταινίες του Τρίερ. Αν, κύριοι, αυτό μόνο έχετε να πείτε, αν ενοχλείστε και σοκάρεστε, τότε κακώς κάνετε αυτή τη δουλειά. Το σινεμά δεν είναι ενασχόληση για σεμνούς ηθικολόγους. Και επιπλέον, η τέχνη δεν αξίζει αν δεν προκαλεί. Αυτά είναι αυτονόητα πράγματα.
Μόνο μια ταινία του Τρίερ δεν τόλμησαν όλοι αυτοί ν` ακουμπήσουν. Ηταν η κορυφαία του δημιουργία, το «Dogville», που αν και πολυεπίπεδη, ήταν πιο ευανάγνωστη. Ομως τι να πούμε για τους «Ηλίθιους»… Ζήτημα είναι αν πριν χρόνια που προβλήθηκε στην Ελλάδα το παρακολούθησαν 3-4 κριτικοί . Οι υπόλοιποι σηκώθηκαν κι έφυγαν. Απαξίωσαν μια ευφυέστατη σπουδή πάνω στη ανοχή της διαφορετικότητας, χωρίς καν να τη δουν!!! Ιδιον της μεγάλης τέχνης είναι να διεγείρει όχι μόνον τις αισθήσεις αλλά και το μυαλό. Και το δικό τους το μυαλό αυτοί το έχουν βάλει σε μόνιμη αγρανάπαυση.
Φυσικά, υπάρχουν και οι πονηρεμένοι. Αυτοί μιλούν για τις ευφυείς δημιουργίες ενός δεξιοτέχνη κινηματογραφιστή. Ομως, ελάχιστα μπορούν να επιχειρηματολογήσουν πάνω σ` αυτό. Ξέρετε τι έγραψε ο Guardian; «Ο Λαρς Φον Τρίερ είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο. Πως το ξέρουμε; Μα φυσικά επειδή μας το είπε. “Είμαι ο καλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο”, δήλωσε στον διεθνή Τύπο σήμερα». Με αυτόν τον ειρωνικό τρόπο σχολίασε ο Guardian την παρουσίαση του «Αντίχριστου» στις Κάννες. To σχόλιο αναπαράχθηκε από διάφορους ουτιδανούς ανά τον κόσμο. Κάθε κομπλεξικός πασχίζει ν` αναδείξει τη μηδαμινότητά του με κάθε τρόπο. Κι αφού δεν έχει δικό του εκτόπισμα, το κάνει σε βάρος της οντότητας των άλλων, των οποίων αδυνατεί μεν να κρίνει το έργο, μπορεί όμως μια χαρά να τους κουτσομπολεύει.
Ας έρθουμε τώρα στον «Αντίχριστο»: Τι είδαν τα σαΐνια της κριτικής σ` αυτή την ταινία; Υποκρισία, υπερβολή, επίδειξη και βέβαια τα ψυχολογικά προβλήματα του Τρίερ (επειδή ο άνθρωπος δεν έκρυψε ποτέ ότι έχει περάσει στάδια κατάθλιψης). Οσοι όμως δεν μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων, όσοι έχουν μάθει να βλέπουν πίσω από τις εικόνες και να διαβάζουν πίσω από τις λέξεις και τα σύμβολα ξέρουν ήδη ότι ο Τρίερ χρησιμοποιεί την υπερβολή για να εξιτάρει το θεατή και να τον οδηγήσει στα μονοπάτια της σκέψης και των συμπερασμάτων. Αν και στη συγκεκριμένη ταινία δηλώνει ότι κίνητρο υπήρξαν οι προσωπικές του αναζητήσεις, μεταπτώσεις και φόβοι, είναι προφανές ότι εδώ ερευνάται η ταυτότητα των δύο φύλων και οι διαφορές τους, τα αρχέγονα στοιχεία της συμπεριφορά τους έξω από συμβάσεις και ηθικούς κανόνες και η πάλη μεταξύ τους, που εδώ (και αυτό αποτελεί το πιο αδύναμο σημείο της ταινίας) δεν βρίσκει την κοινωνική της αντιστοιχία.
Στον «Αντίχριστο» –μιλάμε για ένα τόσο παραπλανητικό τίτλο, που αντί γι` αυτόν θα μπορούσαμε να πούμε «στη σύγχρονη εποχή»– ο άντρας προσπαθεί να βοηθήσει, να κερδίσει και τελικά να κυριαρχήσει πάνω στη γυναίκα, όχι μέσω της σωματικής του δύναμης αλλά μέσω του μυαλού του. Αντιπροσωπεύει τη λογική, την ηρεμία, τη σταθερότητα. Αντίστοιχα, σ` αυτή τη μεταβατική εποχή, η γυναίκα προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση της και να αποδείξει την αξία της, παλεύοντας ταυτόχρονα μ` ένα ευμετάβλητο συναισθηματικό κόσμο που εξαρχής η μητρική και ζωοδότρα ιδιότητα της έχει εμφυσήσει. Εδώ, παρά την επίφαση της ισότητας, αυτό που η ηρωίδα κάνει (μια διατριβή για τη γυναικοκτονία διαμέσου των αιώνων) φαίνεται πιο ασήμαντο από την ιδιότητα του εξέχοντος ψυχαναλυτή που ο ήρωας κατέχει. Ο Τρίερ ειρωνεύεται εδώ όλες αυτές τις ψυχαναλυτικές ικανότητες: Καμιά απομόνωση και καμιά Εδέμ δεν μπορεί να λύσει τίποτα. Τα πράγματα είναι πιο απλά και ταυτόχρονα πιο πολύπλοκα.
Η γυναίκα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άνδρα. Είναι το δεύτερο μισό της. Από την πλευρά του, όταν εκείνος συνειδητοποιεί τη γυναικεία απειλή (θυμηθείτε τις φαρμακεύτριες του παρελθόντος), δεν έχει διλήμματα. Κυριαρχεί δια πυρός και σιδήρου. Αυτή είναι η φυσική συνέπεια της πατριαρχίας τόσων αιώνων. Η τελική σκηνή της ταινίας δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Η γυναίκα σιγά- σιγά θα κερδίσει τη θέση που δικαιούται. Οταν πια όλοι και όλα θα είναι απλώς πλάσματα της φύσης. Ισότιμα, παρά τις διαφορές τους. Κάθε άνδρας μέχρι τότε πρέπει να μάθει να ζει με τους φόβους του…
ΥΓ: Σε όσους γελοίους θεωρούν ότι «η σκηνοθετική παραβατικότητα του Τρίερ χτυπάει κόκκινο» ή ότι κάνει τέχνη για την τέχνη θα θυμίσουμε ότι κανένας δεξιοτέχνης δεν έμεινε στην Ιστορία αν δεν είχε κάτι να πει. Πολλούς τέτοιους δεν τους θυμόμαστε ούτε μεις αλλά ούτε και η μάνα τους πλέον. Οσον αφορά την ειρωνεία με την οποία ο Τρίερ αντιμετωπίζει όλους αυτούς τους επηρμένους αγράμματους, εμείς μόνο σαν συνώνυμο της ανεκτικότητας και της υπομονής θα μπορούσαμε να την εκλάβουμε. Γιατί αν είμασταν στη θέση του πραγματικά δεν ξέρουμε τι θα κάναμε…
Ελένη Σταματίου