Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κόσσοβο το 1999, σε ένα κοντινό χωριό της Ρουμανίας, ο σταθμάρχης του σιδηροδρομικού σταθμού –που είναι και μαφιόζος στην περιοχή– δεν αφήνει να περάσει ένα νατοϊκό τρένο με στρατιωτικές προμήθειες, το οποίο επιβλέπουν Αμερικάνοι. Ετσι, οι αμερικάνοι στρατιώτες θα μείνουν μερικές ημέρες στο χωριό και στα μάτια των ντόπιων θα αντιπροσωπεύουν την «ευκαιρία», μια ευκαιρία για τον καθένα να πετύχει το σκοπό του.
Ο Κριστιάν Νεμέσκου γύρισε αυτήν την ταινία το 2006. Λόγω όμως ενός θανατηφόρου ατυχήματος δεν πρόλαβε να την τελειώσει, με αποτέλεσμα η ταινία να μείνει ανολοκλήρωτη. Δεν ξέρουμε, αν ζούσε ο σκηνοθέτης, ποια τελική μορφή θα έδινε στην ταινία. Ομως, από αυτό που βλέπουμε, μπορούμε σίγουρα να πούμε ότι πρόκειται για μια ταινία με έντονα κριτική και σατιρική διάθεση σε αρκετά μουντό και μελαγχολικό φόντο. Δεν είναι μόνο η διαφορά και η σύγκρουση των δύο πολιτισμών.
Είναι και το πώς ο καθένας από την πλευρά του προσπαθεί να κερδίσει από τον άλλον. Μέσα από αυτή τη διαδικασία παρατηρούμε τη δομή της ταυτότητας της σύγχρονης ρουμάνικης –μάλλον και βαλκανικής– κοινωνίας.
Είναι και το πώς ο καθένας από την πλευρά του προσπαθεί να κερδίσει από τον άλλον. Μέσα από αυτή τη διαδικασία παρατηρούμε τη δομή της ταυτότητας της σύγχρονης ρουμάνικης –μάλλον και βαλκανικής– κοινωνίας.
Ο Νεμέσκου (αν και δεν πρόλαβε να αφήσει πίσω του μεγάλο έργο, καθώς αυτή είναι η μόνη μεγάλου μήκους ταινία του, ενώ έχει κάνει κάμποσες μικρού μήκους) είναι και αυτός συνεχιστής μίας σύγχρονης τάσης στο ρουμάνικο κινηματογράφο, που έχει θέσει τον πήχη των απαιτήσεων αρκετά ψηλά. Βέβαια, ο αργόσυρτος ρυθμός αυτής της ταινίας την καθιστά κουραστική και βαρετή ενίοτε, εφόσον ο μύθος της θα μπορούσε να εξελιχθεί και με πιο πυκνή γραφή, χωρίς να χάσει στο παραμικρό. Κι αυτό αφαιρεί πολύ από τα θετικά της ταινίας.
Ελένη Π.