Ο Πολ Λάβερτι, ένας από τους πιο σταθερούς συνεργάτες του βρετανού σκηνοθέτη, υπογράφει το σενάριο («Ο άνεμος φυσούσε το κριθάρι», «Γλυκά δεκάξι»). Ο τρόπος που δούλεψε ο Λάβερτι είναι ιδιαίτερος. Δεν έγραψε ένα σενάριο στηριζόμενο στις πληροφορίες και την έρευνα για τη ζωή του ήρωά του, αλλά προσπάθησε να τον καταλάβει, να εμπνευστεί από το έργο του και τη στάση ζωής του. Το σενάριο, αν και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, περισσότερο αντανακλά μια άποψη του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη για το πώς θα μπορούσε να είναι ο ήρωας, παρά μια προσπάθεια όσο γίνεται πιο αντικειμενικής παρουσίασης της ζωής του. Γι’ αυτό κάποιες καταστάσεις (όπως η σχέση του Τζίμι με τη μητέρα του) ή κάποια πρόσωπα (όπως αυτό της αγαπημένης του Τζίμι) επινοήθηκαν από τους δημιουργούς, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο δίνουν πλευρές που φωτίζουν την προσωπικότητα του ήρωά τους.
Ο Τζίμι Γκράλτον λοιπόν (ο πρωταγωνιστής της ταινίας), αφού πολέμησε στον πόλεμο της ανεξαρτησίας –μεταξύ Βρετανών και Ιρλανδών- ίδρυσε το 1922 με τους συντρόφους του στο ιρλανδικό χωριό απ’ το οποίο καταγόταν ένα χώρο όπου θα μπορούσαν χωρίς καμιά κρατική ή εκκλησιαστική παρέμβαση να ανταλλάσσουν ιδέες, να οργανώνουν μαθήματα και κυρίως να χορεύουν. Ο Τζίμι κρίνεται επικίνδυνος, κυνηγιέται και καταλήγει στη Νέα Υόρκη.
Επιστρέφει ύστερα από δέκα χρόνια και μετά από πίεση των συγχωριανών του ξανανοίγει το χώρο αυτό. Μαζί ανοίγει και τον ασκό του Αιόλου, καθώς οι συντηρητικοί και αντικομμουνιστές πολιτικοί μαζί με τον παπά ξεκινούν έναν σκληρό πόλεμο ενάντιά του, αποτέλεσμα του οποίου θα είναι να διωχτεί ο Τζίμι από τη χώρα.
Πρόκειται για μια ταινία εποχής, η οποία διακρίνεται για την απλότητα και την τρυφερότητά της. Το μεγαλύτερο προτέρημά της είναι ότι καταδεικνύει τη στενή σχέση Εκκλησίας-κεφαλαίου και αναπτύσσει με πολύ γλαφυρό τρόπο την αντιδραστική και σκοταδιστική ρητορική της Εκκλησίας. Σίγουρα πάντως δεν αποτελεί την πιο δυνατή στιγμή στην πορεία του σκηνοθέτη…
Ελένη Π.