Το θέατρο είναι ένας πολιτικός χώρος. Υπερασπίζεται τις ιδέες του και στρατεύεται στον αγώνα κατά της αδικίας που εκδηλώνεται απροκάλυπτα. Το θέατρο εκτίθεται στο σκάνδαλο, γιατί δεν έχει γνώμη επί παντός του επιστητού, ενώ θέλει να γνωρίσει περισσότερα. Είναι ένας χώρος έκπληξης. Οποιος προσέρχεται δε γνωρίζει τι τον περιμένει και αιφνιδιάζεται, γιατί δεν περίμενε ότι θα δει αυτό που διαισθανόταν και που δε μπορούσε ποτέ να το εκφράσει με λέξεις.
Ματίας Λάνγκχοφ
Ο Χάινερ Μίλερ είναι αυτός που έδωσε σάρκα και οστά στο σχέδιο του Μπρεχτ για «αποδόμηση» των κλασικών κειμένων και «δόμηση», με βάση το μυθολογικό τους υπόστρωμα, έργων σύγχρονων, που όχι απλά να διαλέγονται με την Ιστορία σύμφωνα με το χεγκελιανό σχήμα (η Ιστορία ως ανάμνηση), αλλά να διαλέγονται με την Ιστορία σύμφωνα με το μαρξικό σχήμα (ιστορικός υλισμός). Ο Ματίας Λάνγκχοφ, παιδί κι αυτός της μεγάλης του «Μπερλίνερ Ανσάμπλ» σχολής, στενός συνεργάτης και φίλος για πολλά χρόνια του Μίλερ, ήταν ο πλέον κατάλληλος για να φέρει το ελληνικό κοινό σε επαφή με τη δουλειά του γερμανού ποιητή και δραματουργού πάνω στην αρχαία τραγωδία. Γιατί το ελληνικό κοινό έχει ένα πρόβλημα: έχει ταλαιπωρηθεί πολύ από τη χλαμύδα και το σανδάλι, από τη μια, και από επιδεικτικούς-κενούς περιεχόμενου μοντερνισμούς, από την άλλη, σε βαθμό που να ‘χει χάσει τ’ αυγά και τα πασχάλια.
Ο πληθωρικός γερμανός σκηνοθέτης μας παρουσίασε την ελληνική βερσιόν του «Φιλοκτήτη» του Χάινερ Μίλερ με καθαρά μπρεχτικό τρόπο. Ετσι, είχαμε τη δυνατότητα να δούμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τι σημαίνει «αποστασιοποίηση», τι σημαίνει «χειρονομία», τι σημαίνει, τελικά, επικό-διδακτικό θέατρο. Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά.
Βαθύς μελετητής της αρχαιοελληνικής τραγωδίας ο Χάινερ Μίλερ καταθέτει με το «Φιλοκτήτη» την πρώτη ολοκληρωμένη σπουδή του. Κρατά τον πυρήνα και τα βασικά πρόσωπα του μύθου (Φιλοκτήτης, Οδυσσέας, Νεοπτόλεμος) και τίποτ’ άλλο. Χτίζει ένα βαθύ και σύνθετο φιλοσοφικό δοκίμιο, αποκαλύπτοντάς μας την ουσία της εκμεταλλευτικής εξουσίας και των πολέμων στους οποίους αυτή καταφεύ-γει. Οι πρωταγωνιστές του μιλερικού «Φιλοκτήτη» δεν είναι έρμαια των θεϊκών χρησμών, όπως στον σοφόκλειο «Φιλοκτήτη». Είναι «έρμαια» των εξουσιαστικών δομών, τις οποίες υπηρετούν. Το πρόσωπο του νεαρού Νεοπτόλεμου είναι το «κλειδί» για την ανάγνωση του μιλερικού «Φιλοκτήτη». Ο νεαρός και άπειρος πρίγκιπας, με τα φουσκωμένα από «ιδεαλισμό» μυαλά, μπαίνει βαθμιαία στο κόλπο, είναι το πρόσωπο που εξελίσσεται σε όλη τη διάρκεια του έργου, για να καταλήξει στο τέλος ένας στυγνός εξουσιαστής, ένας αδίστακτος πολέμαρχος, ίδιος κι απαράλλαχτος με τον (κατά τα άλλα μισητό εχθρό του) Οδυσσέα. Ο Νεοπτόλεμος γίνεται αυτό που πρέπει να γίνει για να υπηρετήσει την τάξη του και το αξίωμά του.
Ο Μίλερ προχωρά επίσης σε πλήρη ανατροπή του φινάλε. Στην τραγωδία του Σοφοκλή η λύση δίνεται από τον «από μηχανής θεό» Ηρακλή, που εμφανίζεται και πείθει τον Φιλοκτήτη ν’ ακολουθήσει τον Οδυσσέα και το Νεοπτόλεμο στην Τροία, όπου τα βέλη του είναι απαραίτητα για τη νίκη του στρατού των Ελλήνων, σύμφωνα με κάποιο χρησμό. Στο έργο του Μίλερ υπάρχει μόνο η… «από μηχανής» πολιτική πονηριά του Οδυσσέα. Ο Φιλοκτήτης πεθαίνει καρφωμένος πισώπλατα από το σπαθί του Νεοπτόλεμου και ο Οδυσσέας μηχανεύεται τη μεταφορά του πτώματος στο ελληνικό στρατόπεδο, όπου ο νεκρός θα ταφεί με τιμές ήρωα που έπεσε σε άνιχη μάχη με πολλαπλάσιους Τρώες! Αφού δεν εξασφαλίστηκε ο ζωντανός πολεμιστής, θα βγάλουν από το πτώμα του όση περισσότερη πολιτική υπεραξία μπορέσουν, χειραγωγώντας με το «εθνικό» παραμύθι το δυσαρεστημένο από το δεκαετή πόλεμο στράτευμα, για να συνεχίσει την πολιορκία της Τροίας.
Πριν μιλήσουμε για την παράσταση, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η Ελένη Βαροπούλου που έκανε τη μετάφραση πραγματοποίησε έναν πραγματικό άθλο, καταφέρνοντας να διατηρήσει το μέτρο σε μια γλώσσα τόσο διαφορετική από τη γερμανική και σ’ ένα κείμενο που φιλοσοφεί με τα μέσα της ποίησης.
Ο Λάνγκχοφ ανέβασε το «Φιλοκτήτη» ως καταγγελία των ιμπεριαλιστικών πολέμων, συνοδεύοντάς τον μ’ ένα δικό του Ιντερμέδιο. Ενα κείμενο «από τη σκοπιά των ηττημένων», όπως το χαρακτηρίζει, το οποίο (παρά την κάποια ιδεολογική ασάφεια, που αφορά τη μη καθαρή αναγνώριση και δίκαιων πολέμων) αποτελεί μια σκληρή καταγγελία των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Ενα Ιντερμέδιο που στην ελληνική παράσταση παρουσιάστηκε μόνο εν μέρει, διότι –όπως ο ίδιος ο Λάνγκχοφ κατήγγειλε, διαβάζοντας κείμενο στο κοινό– η στυγνή γραφειοκρατική αντίληψη και η ανευθυνότητα κάποιων αρχαιολόγων τον εμπόδισε να στήσει το σκηνικό που ήθελε και να κάνει τις πρόβες που απαιτούνταν. Ακόμη και πρωτόλειο (δικός του ο χαρακτηρισμός), όμως, το Ιντερμέδιό του, με τη βοήθεια συγκλονιστικών εικόνων που αναφέρονταν σε σφαγές από το Βιετνάμ μέχρι το Ιράκ και των Μισέλ Βάλεϊ και Βίκυς Βολιώτη, λειτούργησε στο πνεύμα του Μίλερ (και στο πανταχού παρόν πνεύμα του Μπρεχτ), επικαιροποιώντας ακόμη περισσότερο το κείμενο του «Φιλοκτήτη» (ας σημειωθεί ότι ανάλογες παρεμβάσεις εισηγείται και ο Μίλερ στις σημειώσεις που συνοδεύουν το έργο).
Σ’ ένα άγριο, ρημαγμένο τοπίο, με τους ηθοποιούς ντυμένους και μακιγιαρισμένους έτσι που να μη παραπέμπουν σε κάποια χρονική περίοδο, αλλά στη στρατοκρατική λειτουργία της πολιτικής και την πολιτική λειτουργία της στρατοκρατίας (σκηνικά-κοστούμια Κάθριν Ρανκλ, μακιγιάζ Μαρία Παλαιοκρασσά), υπό τη συνοδεία των απόκοσμων, εφιαλτικών ήχων του Λουΐτζι Νόνο και με τη βοήθεια ενός μουντού φωτισμού (Αντώνης Παναγιωτόπουλος), ο Λάνγκχοφ άφησε τους τρεις ηθοποιούς του (Μηνάς Χατζησάββας, Λευτέρης Βογιατζής, Χρήστος Λούλης) να εμφανιστούν παίζοντας ο καθένας «κόντρα» στους άλλους, χωρίς να επιδιώξει να ομογενοποιήσει το παίξιμό τους. Επιλογή απολύτως συνειδητή, γιατί τον βοηθούσε στην «αποστασιοποίηση» που ήθελε να πετύχει.
Για το επικό-διδακτικό θέατρο δεν υπάρχουν πρόσωπα που πάσχουν, αλλά πρόσωπα που ενεργούν έτσι ή αλλιώς κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις. Ο θεατής δεν πρέπει ούτε στιγμή να ταυτιστεί με οποιονδήποτε από τους χαρακτήρες, αλλά να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους συμπεριφέρονται έτσι ή αλλιώς. Αυτό έγινε σαφές από την έναρξη της παράστασης. Οι ηθοποιοί έφτασαν μ’ ένα αυτοκίνητο στο πλάι του κοίλου του θεάτρου, κατέβηκαν στην ορχήστρα, έδωσαν το έναυσμα ν’ αρχίσει το εισαγωγικό βίντεο και στη συνέχεια «ενδύθηκαν» τους ρόλους τους. Στη διάρκεια δε του Ιντερμέδιου, οι δυο απ’ αυτούς έπαιζαν σαν κλόουν με ξύλινα σπαθιά, όπως ακριβώς υποδεικνύει ο Μίλερ στις οδηγίες του. Ολα τούτα σ’ ένα βαθμό ξενίζουν ένα κοινό όπως το ελληνικό, που δεν έχει συνηθίσει στη μη αριστοτελική δραματουργία. Ομως, ο καταιγιστικός λόγος του Μίλερ και το έντονο σωματικό παίξιμο που επέβαλε ο Λάνγκχοφ στους ηθοποιούς (καμιά σχέση με φορμαλισμούς άλλων σκηνοθετών) καθήλωσαν το κοινό, το οποίο στο τέλος ξέσπασε σ’ ένα θερμό, παρατεταμένο χειροκρότημα, που κάθε άλλο παρά τυπικό ήταν (προσωπικά είδαμε έλληνα θεατρικό σκηνοθέτη να χειροκροτεί μανιωδώς, εμφανώς εκστασιασμένος απ’ αυτό που είχε παρακολουθήσει).
Κάπου διαβάσαμε, ότι η παράσταση θα βγει περιοδεία. Αν γίνει αυτό, μην τη χάσετε. Δεν θα υπάρξουν πολλές τέτοιες ευκαιρίες.
ΔΗΜ. ΝΑΤ.