Μετά από περιπλάνηση δυο δεκαετιών στα άγονα χωράφια των προσωπικών του εμμονών, ο Θ. Αγγελόπουλος πλησιάζει στο τέλος της καριέρας του (ανακοίνωσε ότι θα γυρίσει άλλη μια ταινία) μ` ένα «φιλοσοφικό» σχόλιο πάνω στο πέρασμα του χρόνου που «σαν το χιόνι σκεπάζει τους δρόμους, τις πόλεις, το σύμπαν». Κατάληξη και υπογράμμιση μιας αντιδραστικής και απαισιόδοξης προσωπικής κατεύθυνσης «Η σκόνη του χρόνου», πέρα από τις ανεπαρκείς φιλοσοφικές της φιλοδοξίες, είναι μια ταινία που πάνω απ` όλα σχολιάζει την ιστορία σαν την ανάδυση της ανώνυμης ανθρώπινης μοίρας, επέκεινα κάθε κοινωνικής εξελικτικής διαδικασίας. Ακόμα παραπέρα, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός στην εποχή της τρομοϋστερίας (απέναντι στην οποία τμήμα της ταινίας τοποθετείται με δυσαρέσκεια αλλά και πραγματισμό) είναι κάτι απέναντι στο οποίο ή θα συντριβείς ή θα προσαρμοστείς. Ο ένας λοιπόν από τους τρεις πρωταγωνιστές του Αγγελόπουλου θα συντριβεί θεωρώντας ότι «αυτοί που προσπάθησαν κάποτε να γίνουν οι πολιορκητές του ουρανού, πετάχτηκαν στο περιθώριο της ιστορίας». Οι άλλοι δύο θα αναζητήσουν την ισορροπία του ψυχισμού τους στον καινούριο, άγνωστο (;) κόσμο.
«Η σκόνη του χρόνου» θα πρέπει να κριθεί όχι στη βάση της απογοήτευσης που θα σκορπίσει, όχι στον απόηχο της θυμηδίας και των σαρκασμών που προκάλεσε η προηγούμενη ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει», όχι στη λογική μιας μανιερίστικης κινηματογραφικής αισθητικής, αλλά γι` αυτό που κυρίως είναι: μια ανιστόρητη, αντιδραστική, σπουδαιοφανής αμπελοφιλοσοφία. Ταυτόχρονα, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που όχι μόνο αδυνατεί να κατανοήσει στοιχειωδώς το παρελθόν, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει, ενστικτωδώς έστω, με το παρόν και το μέλλον.
Οχι ότι τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία. Εδώ δεν μιλάμε μόνο για έλλειψη ουσίας και περιεχομένου, συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για μια σοβαρή ταινία. Ο Αγγελόπουλος «κατάφερε» να μιμηθεί τον ελληνικό κινηματογράφο στη βασική του παθογένεια: το ερασιτεχνικό, αδύναμο σενάριο. Και δεν εννοούμε εκείνο που χτίζεται γύρω από μια κεντρική ιδέα, αλλά εκείνο που προσπαθεί μάταια να βάλει σε τάξη αποσπασματικές αφηγήσεις και νοήματα. «Κατάφερε» να καταστήσει ένα αξιολογότατο καστ ηθοποιών, περιφερόμενο άνευ λόγου, μονοδιάστατο και άνευρο θεατρικό θίασο. Δεν απέφυγε τις κοινότυπες ανοησίες του ελπιδοφόρου 20ού συνεδρίου που τοποθέτησε στις αποθήκες την πληθώρα των παγερών αγαλμάτων του Στάλιν. Δεν μπόρεσε να εγκαταστήσει ένα τόσο δα δίαυλο επικοινωνίας με τη ζέουσα πραγματικότητα.
Δεν έχουμε κανενός είδους εμπάθεια απέναντι στον άνθρωπο που έβγαλε (μαζί με άλλους) το ελληνικό σινεμά από τις «φτωχές» παραγωγές και τη φτήνια (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τομέων όπως η φωτογραφία, η φωνοληψία, το ντεκόρ. Η παντοειδής κατάρτιση του σκηνοθέτη Αγγελόπουλου ήταν η απαρχή επιτευγμάτων ασυνήθιστων για τον ελληνικό κινηματογράφο. Ομως γρήγορα όσα υποσχέθηκε με την «Αναπαράσταση», τις «Μέρες του `36» και τον «Θίασο» εξανεμίστηκαν σ` ένα κινηματογράφο καθ` εαυτό, σ` ένα αυτάρεσκο ξαναμάσημα των ίδιων μοτίβων, προσωπικών φόβων και απογοητεύσεων, της ιδεολογίας της ήττας. Για χρόνια ο φορμαλισμός έγινε το όχημα της γενικότερης αποδοχής του. Μόνο που τώρα ντρέπονται να συνεχίσουν τους επαίνους και οι μέχρι πρότινος υμνητές του.
Ενας μεγαλόσχημος πλέον Αγγελόπουλος δίνει την εντύπωση ότι κάνει τα πάντα για ν` αφήσει τ` όνομά του στην Ιστορία. Για τον ίδιο, «το σπίτι του είναι οι ιστορίες που αφηγείται». Ομως, το μεν σπίτι έχει ερημώσει, ο ίδιος επιμένει να το κατοικεί μόνος, ερήμην των θεατών, οι δε ιστορίες εδώ και πολλά χρόνια, δεν ενδιαφέρουν πλέον κανένα. Για τον απλό λόγο ότι δεν έχουν να πουν τίποτα.
Και κάτι ακόμα: είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι είναι εφήμεροι κόκκοι σκόνης μέσα σ` ένα απέραντο σύμπαν. Η εξελικτική διαδικασία τούς προσέδωσε συνείδηση της ύπαρξής τους. Από τότε ανέπτυξαν σταδιακά συναισθήματα, ευαισθησία, ορθοφροσύνη. Ομως, τα κομψά αισθήματα δεν αρκούν. Γιατί είναι απλώς σκουπίδια, όταν δεν συνοδεύονται από μια βασική ανθρώπινη ιδιότητα: τον διηνεκή αγώνα για ένα καλύτερο αύριο. Λέει ο κ. Αγγελόπουλος πως τίποτα δεν τελειώνει. Το σωστό, όταν μιλάμε για την κοινωνία, είναι πως ο αγώνας δεν τελειώνει.
Ελένη Σταματίου