Στα 73 του χρόνια μα διαυγής όσο πάντοτε, ο τρομερός Γκοντάρ παραβιάζει τα όρια ανάμεσα στο ρεπορτάζ και τη μυθοπλασία, το φιλοσοφικό στοχασμό και τη βουβή εικόνα, την ποίηση και την πολιτική, σ’ ένα φιλμικό κείμενο για τη «δική μας μουσική», όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον αποδίδονται κατά σειρά ως τρία δαντικά βασίλεια.
Βασίλειο ένα, η «Κόλαση»: σιωπηλές εικόνες πολέμου,καταστροφής και μαζικού αφανισμού, παρμένες τόσο από πραγματικά ντοκουμέντα φρίκης όσο και από χολιγουντιανές παραγωγές. Η βαρβαρότητα δεν έχει ήχο, πέρα βέβαια από τη «δική μας μουσική».
Βασίλειο δύο, το «Καθαρτήριο»: «Γιατί στο Σαράγεβο; Εξαιτίας της Παλαιστίνης». Επίσκεψη του Γκοντάρ -ως Γκοντάρ- στο Σαράγεβο. Ενα συνέδριο λογοτεχνίας, η γαλλική πρεσβεία, συζητήσεις για τον πόλεμο, τη μνήμη, την ιστορία, το σινεμά. Μια ισραηλινή δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη από έναν παλαιστίνιο ποιητή, ο καθένας μιλά στη δική του γλώσσα. Ενας ισπανός συγγραφέας απαγγέλλει ποίηση στα ερείπια της δημοτικής βιβλιοθήκης της πόλης. Ενα ζευγάρι ινδιάνων της Αμερικής υπενθυμίζει την καταστροφική κληρονομιά του Κολόμβου. Ο Γκοντάρ παραδίδει μάθημα για το σινεμά σε βόσνιους ακροατές. Ανάμεσα σε αυτούς η Ολγα, εβραία ρώσικης καταγωγής, θα δολοφονηθεί αργότερα από ισραηλινούς στρατιώτες μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα.
Βασίλειο 3, ο «Παράδεισος»: η Ολγα περιπατεί εν μέσω φύσης ειδυλλιακής, όπου καθησυχασμένοι καλλιτέχνες φρουρούνται από αμερικανούς πεζοναύτες.
Ο θεατής φεύγει με το παράπονο πως η ταινία ήταν συντομότερη από το συνηθισμένο. Ευχόμαστε επίσης πως είναι αναγκασμένος να σκεφτεί.
Ε.Γ.