Η τέχνη του να κλέβεις κομμάτια ευτυχίας, έχοντας συνείδηση της υπαρξιακής δυσπραγίας σου, της μίζερης καθημερινότητάς σου, της βεβαιότητας των γηρατειών και του τέλους. Αυτό είναι το κύριο μήνυμα της τελευταίας ταινίας του Γούντι Αλεν. Που όσο γερνάει γίνεται πιο καλός, πιο φρέσκος, πιο ουσιώδης, πιο καυστικός. Οχι επειδή κάνει πιο εύπεπτες ταινίες. Ούτε επειδή είναι εύστοχος κωμικός. Αλλά κυρίως επειδή γίνεται όλο και γενναιότερος απέναντι στα ισχύοντα κοινωνικά πρότυπα, απέναντι στο μηδενιστικό πειρασμό, απέναντι στην ανοησία των θρησκειών, απέναντι στα δικά του αδιέξοδα και νευρώσεις.
Εδώ η επίγνωση ενός δυσλειτουργικού κόσμου αντιπαρατίθεται στην ηλιθιότητα ενός οπισθοδρομικού ηθικού κώδικα και το μύθο ενός «υπαρκτού» Θεού. Παράλληλα, η αντίθεση γήρατος και νεότητας γίνεται αφορμή κοινωνιολογικού σχολίου. Ο ήρωας της ταινίας κάνει δυο απόπειρες αυτοκτονίας αλλά καταλήγει σ΄ ένα κήρυγμα για τη ζωή. Ο ίδιος ο Γούντι Αλεν, μέσα από σαφείς αυτοβιογραφικές αναφορές, «διηγείται» πως μπορείς να βαδίσεις προς το τέλος της ζωής με περισσότερη αξιοπρέπεια, λιγότερη μεμψιμοιρία, περισσότερη ανεκτικότητα, λιγότερο πεσιμισμό, καλύτερη διάθεση και καμία αυταπάτη. Και όλ’ αυτά «ντύνονται» μ’ ένα πυκνό, καταλυτικό χιούμορ που προσδίδει νόημα στα πιο καθημερινά πράγματα.
Δεν περιμένεις από τον Γούντι Αλεν μια εμβριθή ανάλυση των μεγάλων αντιθέσεων αυτού του κόσμου. Ομως, αυτό που κάνει το κάνει καλά. Απελευθερώνει με τον τρόπο του τις συνειδήσεις. Αν και εβραίος, έχει αποκηρύξει τις ρίζες του. Και προπάντων έχει ένα διαβολεμένο ταλέντο.
Ελένη Σταματίου