Με την εικόνα του ρωσικού «Αμλετ», σε σκηνοθεσία Γκριγκόρι Κοζίντσεφ και με τον εκπληκτικό Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι στον ομώνυμο ρόλο, ζωντανή ακόμα στη μνήμη μας, χάρη στην προβολή που οργανώθηκε πρόσφατα στην «Κόντρα», προσήλθαμε στην Πειραιώς 260 για να δούμε τον πρώτο από τους δύο «Αμλετ» που μας προσφέρει φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών. Πέρα από τη μνήμη και του ρωσικού, αλλά και αρκετών ακόμη «Αμλετ», σε θέατρο και κινηματογράφο, κυρίαρχη ήταν η περιέργεια και η αδημονία. Διότι η ομάδα του αμερικάνικου Τhe Wooster Group και η σκηνοθέτιδα και ψυχή της ομάδας Ελίζαμπεθ Λε Κοντ κουβαλούν το δικό τους μύθο, τρεις δεκαετίες τώρα, ως πρωτοπόρων του θεάτρου και φορέων ρηξικέλευθων προτάσεων. Δε μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι δεν ήμασταν προϊδεασμένοι, ούτε ότι μας εξέπληξε το hi-tech σκηνικό που αντικρίσαμε μόλις μπήκαμε στην αίθουσα: σιδερένιες κατασκευές, οθόνες πλάσμα, κάμερες, μικρόφωνα και μια τεράστια οθόνη βιντεοπροβολής.
Δεν ανήκουμε σε κείνους που θεωρούν ότι τα κλασικά έργα πρέπει να μένουν «ανέγγιχτα». Αν ήταν έτσι, μάλλον το ανέβασμά τους θα έπρεπε να έχει σταματήσει εδώ και δεκαετίες. Αλλωστε, ο ρωσικός κινηματογραφικός «Αμλετ», στον οποίο αναφερθήκαμε εισαγωγικά, ήταν μια «ανάγνωση» της σεξπιρικής τραγωδίας που έσπασε όλη την έως τα τότε ακαδημαϊκή παράδοση και εστίασε όχι στα ηθικο-φιλοσοφικά ερωτήματα, αλλά στην ανελέητη πάλη για την εξουσία που σφράγιζε την περίοδο της φεουδαρχίας, πριν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αρχίσουν να βάζουν τη σφραγίδα τους και στις πολιτικές εξελίξεις.
Από την άλλη, έχουμε πολλά ερωτηματικά –δεν είμαστε πεισμένοι– για τη μέθοδο της «αποδόμησης» των κλασικών έργων, που κυριαρχεί στην –ευρωπαϊκή κυρίως– θεατρική πρωτοπορία τα τελευταία χρόνια. Είναι απολύτως θεμιτό (και επιβεβλημένο θα λέγαμε) να αποδομείς, όμως στη συνέχεια πρέπει να δομείς σ’ ένα νέο επίπεδο (θέση-αντίθεση-σύνθεση, κατά το χεγκελιανό σχήμα). Κι απ’ αυτό που θα δομήσεις κρίνεται το σύνολο της πρότασής σου. Ο Μπρεχτ, που δεν αρεσκόταν στις ταμπέλες και τους εντυπωσιασμούς, πρότεινε μια μέθοδο αποδόμησης-δόμησης, την εισηγήθηκε θεωρητικά (με το γνωστό ελλειπτικό του τρόπο) και τη δοκίμασε σκηνικά ξαναγράφοντας τον «Κοριολανό» του Σέξπιρ. Η καρδιά του τον πρόδωσε και δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Από τους επιγόνους του άκρως δημιουργική δουλειά έκανε ο Χάινερ Μίλερ με τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες (τον «Φιλοκτήτη» του θα δούμε σήμερα, σε σκηνοθεσία ενός άλλου από τους επιγόνους του Μπρεχτ, του Ματίας Λάνγκχοφ), αλλά δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι ο Κάστορφ και ο Οστερμάγιερ, οι σκηνοθέτες που κυριαρχούν σήμερα στη Γερμανία (και όχι μόνο) έχουν τα φόντα να συνεχίσουν σ’ αυτή την παράδοση. Περισσότερο δείχνουν να τους έλκει ο κραυγαλέος πρώιμος εξπρεσιονισμός, από τον οποίο ξεπήδησε και ο Μπρεχτ, για να επιδιώξει με επιτυχία τη διαλεκτική υπέρβασή του, εισηγούμενος αρχικά το επικό και στη συνέχεια το διδακτικό θέατρο.
Η Ελίζαμπεθ Λε Κοντ ακολουθεί τη δική της διαδρομή, που έχει αναμφισβήτητα θετικό πρόσημο. Προσπαθεί να ανανεώσει τη σύγχρονη σκηνική πράξη με βάση τα όπλα της νέας τεχνολογίας. «Το θέατρο είναι τεχνολογία. Πρέπει να στήσουμε μαζί της μια νέα ανθρωπότητα… Η ματιά μου κι ο τρόπος μου έχουν αλλάξει γιατί η τεχνολογία προχωρά. Κι όσο προχωρά, εμείς την ακολουθούμε και προχωράμε μαζί της. Μαθαίνουμε, εξελισσόμαστε διαρκώς», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή της («Ελευθεροτυπία», 31.5.08) και θα συμφωνήσουμε απόλυτα μαζί της.
Τι είναι, λοιπόν, ο «Αμλετ» της Λε Κοντ; Είναι μια εξαιρετική άσκηση ύφους και όχι ένας νέος τρόπος «ανάγνωσης» του Σέξπιρ. Είναι μια πρόταση, ανοιχτή σε συζήτηση, κι όχι ένα κλειστό σχήμα. Ενδεχομένως στο αγγλόφωνο κοινό να μπορεί να λειτουργήσει και διαφορετικά, όμως σε μας λειτούργησε μόνο ως άσκηση ύφους. Η βαριά αμερικάνικη προφορά των ηθοποιών κατέστησε απαγορευτική την παρακολούθηση του λόγου, ενώ η καταιγιστική σκηνική δράση αποσπού-σε την προσοχή από τους έτσι κι αλλιώς ελάχιστους και αποσπασματικούς (με επιλογή της σκηνοθέτιδας, σωστή κατά τη γνώμη μας, γιατί αλλιώς ο θεατής θα έχανε την παράσταση, προσπαθώντας να διαβάσει τον πυκνό σεξπιρικό λόγο) υπότιτλους. Οπως κάθε άσκηση ύφους, ο συγκεκριμένος «Αμλετ» ευλόγως απευθύνεται περισσότερο στους ειδικούς και λιγότερο (για να μην πούμε ελάχιστα) στο πλατύ κοινό. Από την άποψη αυτή, η διακηρυγμένη πρόθεση ανανέωσης των παραστάσεων του σεξπιρικού δράματος δε νομίζουμε ότι λειτουργεί αποτελεσματικά. Ο-μως, ακόμη και ως άσκηση ύφους, παρακολουθήσαμε μια εκπληκτική παράσταση, στο μεταίχμιο ανάμεσα στο θέατρο και στην performance/installa- tion.
Η κεντρική ιδέα της Λε Κοντ είναι να γίνει ένας διάλογος, μια επικοινωνία ανάμεσα στους ηθοποιούς του Wooster Group και στην πρωτοποριακή για την εποχή της παράσταση που ανέβασε το 1964 ο Τζον Γκίλγουντ στο «Μπρόντγουεϊ», με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στον ομώνυμο ρόλο. Η παράσταση εκείνη κινηματογραφήθηκε με ένα επίσης πρωτοποριακό σύστημα, με σκοπό να παιχτεί ταυτόχρονα σε 2.000 κινηματογράφους στις ΗΠΑ, όμως οι παραγωγοί την κατέβασαν τη δεύτερη κιόλας μέρα και αυτό που οραματίστηκε ο Γκίλγουντ δεν έγινε ποτέ. Μάλιστα, το συμβόλαιο προέβλεπε να καταστραφούν όλες οι κόπιες, όπως και έγινε! Μια κόπια βρέθηκε στο γκαράζ του Μπάρτον, μετά το θάνατό του, κι έτσι διασώθηκε το έργο. Οι ηθοποιοί του Wooster Group μιμούνται επί σκηνής τους ηθοποιούς του Γκίλγουντ, καθώς το κινηματογραφικό έργο του 1964 προβάλλεται σχεδόν ολόκληρο. Είναι σαν τους αρχαιολόγους που ανακάλυψαν ένα μισοκατεστραμμένο σημαντικό εύρημα και προσπαθούν να το κατανοήσουν, αναπαριστώντας το και συμπληρώνοντας τα κενά του. Το σκηνικό στο οποίο κινούνται είναι επίσης ένα hi-tech αντίγραφο αυτού που βλέπουμε να προβάλλεται στην οθόνη, ενώ οι κινήσεις ηθοποιών και σκηνικού αναπαριστούν τις κινήσεις της κάμερας (ακόμη και τα zoom-in και zoom-out).
Είναι σαν ένα παιχνίδι τύπου «καραόκε», μέσω του οποίου το Wooster Group αποτίει φόρο τιμής στη βρετανική σεξπιρική παράδοση. Ενα παιχνίδι από έναν εκπληκτικό θίασο, που με τη βοήθεια της τεχνολογίας κινείται σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Στιγμές-στιγμές οι ατάκες των ηθοποιών πέφτουν με απόλυτη ακρίβεια πάνω στις ατάκες των ηθοποιών της οθόνης, ενώ άλλες στιγμές ο ήχος του βίντεο κόβεται και ακούγονται μόνο οι φωνές των ηθοποιών του Wooster Group. Ο σεξπιρικός λόγος ακούγεται ολόκληρος, οι δραματικές εντάσεις μεταφέρονται, όμως την ίδια στιγμή η σκηνική πράξη (εξαιτίας της μίμησης και των κινήσεων που αυτή υπαγορεύει) λειτουργεί και αποστασιοποιητικά, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται κάθε ταύτιση. Εχουν επιλεγεί μόνο μερικές σκηνές στις οποίες η σκηνική δράση προσιδιάζει περισσότερο στην κλασική-ακαδημαϊκή παράδοση. Αρκετοί ηθοποιοί παίζουν δυο και τρεις ρόλους, υπηρετώντας τους με εκπληκτική ακρίβεια, ενώ όταν δεν εμφανίζονται άμεσα βοηθούν στη συνεχή κίνηση των αντικειμένων του σκηνικού.
Τρεις ώρες παράσταση, σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις, κι όχι μόνο δε σε κουράζει, αλλά σε κρατά σε συνεχή εγρήγορση. Φτάνει να ξέρεις τον «Αμλετ» (γιατί αν δεν τον ξέρεις και δεν είσαι αγγλοσάξωνας ή με μεγάλη εξοικείωση στην αμερικάνικη προφορά, την έχεις πατήσει). Η τελική σκηνή, εκεί που στη διάρκεια της μονομαχίας Αμλετ-Λαέρτη συντελείται ένα όργιο δολοφονιών, ούτε στον κινηματογράφο (όπου τα τεχνικά μέσα μετατρέπουν τις όποιες δυσκολίες σε παιχνιδάκι) δεν έχει αποδοθεί έτσι. Καθήμενοι στην πρώτη σειρά βλέπαμε σε απόσταση τριών μέτρων τα ξίφη (από δύο κάθε ηθοποιός!) να διασταυρώνονται με τρομερή ταχύτητα και δύναμη, να πάλλονται, να περνούν σε απόσταση εκατοστών από τα σώματα, ενώ ο ανατριχιαστικός ήχος τους περνούσε σε όλη την αίθουσα, μέσα από ευαίσθητα πυκνωτικά μικρόφωνα, μαζί με τις ανάσες των ηθοποιών (η χρησιμότητα της τεχνολογίας, που λέγαμε)!
«Θέλω η σκηνή να είναι ένα επικίνδυνο μέρος για το κοινό. Εννοώ ότι καθώς εκεί μπορεί να συμβεί οτιδήποτε, όπως και στη ζωή, τα πράγματα αποκτούν μια αληθινή διάσταση», έχει πει η Ελίζαμπεθ Λε Κοντ και αυτό μας απέδειξε στην Πειραιώς 260. Το Wooster Group απέδειξε ότι είναι ομάδα υψηλών επαγγελματικών προδιαγραφών. Ομάδα με όλη τη σημασία της λέξης, που παρέδωσε ένα μάθημα που θα μπορούσε να ονομαστεί «πώς κάνουμε θέατρο». Είναι, λοιπόν, υποχρεωτική η αναφορά σε όλους τους συντελεστές. Σκηνικά Ρούουντ φαν ντεν Ακερ, φωτισμοί Τζένιφερ Τίπτον και Γκέιμπ Μάξον, ήχος Τζεφ Αμπάς, Τζόμπι Ιμονς, Ματ Σλος και Ομάρ Ζουμπαΐρ, βίντεο Ριντ Φάρινγκτον και Αντριου Σνάιντερ, κοστούμια Κλόντια Χιλ, διδασκαλία ξιφασκίας Φέλιξ Ιβανόφ, κίνηση Νάταλι Τόμας. Υποκριτικά, η παράσταση κινήθηκε γύρω από τον Σκοτ Σέφερντ (Αμλετ), έναν ηθοποιό πολύ μεγάλου διαμετρήματος (όπως αναφέρεται, ο ίδιος έπεισε τη Λε Κοντ να επιχειρήσουν ανέβασμα του «Αμλετ», καθότι είναι ερωτευμένος με το έργο και το έχει αποστηθίσει ολόκληρο). Αξιους συμπαραστάτες του είχε τους: Αρι Φλιάκος (Κλαύδιος/Μάρκελλος/Φάντασμα/Νεκροθάφτης), Κέιτ Φολκ (Γερτρούδη/Οφηλία), Ρόι Φοντρί (Πολώνιος), Κέισι Σπούνερ (Λαέρτης/Ρόζενγκραντς/Γκίλντενστερν/Βασιλιάς), Τζάντσον Ουΐλιαμς (Οράτιος), Ντάνιελ Πέτροου (Βερνάρδος/Ρόζενγκραντς/Γκίλντενστερν/Βασίλισα/Οσρικ), Αλεσάντρο Μαγκάνια (Υπηρέτης/Στρατιώτης/ Μπάνιστερ) και Ντομινίκ Μπουσκέ (Παραμάνα).
ΔΗΜ.ΝΑΤ.