Η Αννέτα Παπαθανασίου είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης, της οποίας οι δύο προηγούμενες ταινίες είναι οι «Qadir – Ενας αφγανός Οδυσσέας» και «Οι νύμφες του Hindu Kush». Το 2012 δέχτηκε πρόσκληση από το Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Καμπούλ να διδάξει εκεί την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Πήγε λοιπόν για ακόμη μία φορά στο Αφγανιστάν (εκεί είχε κάνει και τα γυρίσματα του Qadir/Οδυσσέα) κι ενώ στην αρχή εντυπωσιάστηκε με την «πρόοδο» του αφγανικού θεάτρου, σύντομα παρατήρησε μερικά πράγματα που την προβλημάτισαν ιδιαίτερα. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι γυναίκες ηθοποιοί στο Πανεπιστήμιο ήταν ελάχιστες (σε ένα έτος, 8 στις 200, ενώ σε άλλα έτη δεν υπήρχαν καν)…
Η Αννέτα Παπαθανασίου μας παρουσιάζει ένα ντοκιμαντέρ για τη θέση των γυναικών ηθοποιών στο σύγχρονο Αφγανιστάν. Καθημερινά οι γυναίκες αυτές λαμβάνουν απειλητικά μηνύματα, δέχονται ύβρεις, γιουχάρονται, απάγονται και δολοφονούνται στη μέση του δρόμου. Γυναίκες ηθοποιοί αφηγούνται στην κάμερα της Παπαθανασίου την ιστορία τους αλλά και την καθημερινότητά τους, η οποία είναι μια συνεχής μάχη με τη θρησκόληπτη αφγανική κοινωνία, μια μάχη να αποδείξουν ότι η συμμετοχή της γυναίκας στο θέατρο δεν είναι ασέβεια στη θρησκεία και ότι η τέχνη είναι απαραίτητη. Και μη φανταστείτε θέατρο όπως το ξέρουμε εδώ. Οι ελάχιστες γυναίκες παίζουν φορώντας ρούχα που να ταιριάζουν στα θρησκευτικά ήθη και δεν ακουμπούν ποτέ για κανένα λόγο, ούτε τυχαία, κάποιον από τους συμπρωταγωνιστές τους. Κι όλα αυτά σε έναν λαό, ο οποίος, σύμφωνα με τον κοσμήτορα του Θεατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου, έχει 5.000 χρόνια πολιτισμικής παράδοσης, στην οποία φυσικά ανήκε και το θέατρο.
Η Παπαθανασίου μιλά και με τον κόσμο στο δρόμο και με τις οικογένειες των ηθοποιών, αλλά και με ένα θρησκευτικό παράγοντα του κράτους. Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα λόγια ολονών είναι φυσικά ότι επικρατεί θρησκευτικός φανατισμός και σκοταδισμός.
Αυτά είναι, λίγο ως πολύ, γνωστά. Θα περίμενε κανείς, όμως, από έναν ντοκιμαντερίστα που θέλει να είναι διεισδυτικός και προπαντός αντικειμενικός, να μη βλέπει το θέμα του με τα μάτια του Δυτικού (για να μην πούμε με τα μάτια του δυτικού ιμπεριαλιστή), αλλά να προσπαθήσει να ανακαλύψει τα βαθύτερα αίτια της κοινωνικής και πολιτιστικής καθυστέρησης. Αυτό δεν το κάνει ούτε η Παπαθανασίου. Επιλέγει το «σίγουρο» δρόμο της «αφ’ υψηλού» θεώρησης των πραγμάτων. Ασχολείται με τα αποτελέσματα (και μάλιστα φωτογραφικά-επιφανειακά αποτυπωμένα) και όχι με τα αίτια. Η κοινωνική και πολιτιστική ανέλιξη ενός λαού, μιας κοινωνίας, θα γίνει μέσα από τις δικές της εσωτερικές διαδικασίες (μέσω της ανάπτυξης της ταξικής πάλης, όπως λέμε) και δε θα την επιβάλουν (διά των όπλων και των κάθε είδους «ιεραποστόλων») οι νεοαποικοκράτες ιμπεριαλιστές που διαδέχτηκαν τους παλιούς αποικιοκράτες.
Ελένη Π.