«Ηταν τσίτσιδος και τριχωτός όπως τον θυμόμουνα, άσχημος όσο ποτέ. Τσίτσιδη ήταν και η Νίνα, αλλά φορούσε το πάνω μέρος της πυτζάμας του Νίκου, ξεκούμπωτη μπροστά, κι αυτό την έκανε αφάνταστα προκλητική. Ο Νίκος είχε τα μάτια πεταμένα έξω από τις κόγχες τους και σαφή άλλα σημεία υπερδιεγέρσεως».
Βραδάκι Σαββάτου, στα γραφεία της Κόντρας, μουγκανίζει ξαφνικά το κινητό. Και πάνω που άρχισα να εκτοξεύω κάτι «γαλλικά» για τον Σι Τζινπίνγκ, τους μαοϊκούς ρεβιζιονιστές και τον κινέζικο σοσιαλιμπεριαλισμό, συνειδητοποιώ πως δεν φταίει η συσκευή για το μουγκάνισμα. Μου έστελνε μήνυμα ο Κύπριος υπουργός Πανηγύρεων μέσω του 112 για τον κίνδυνο που διατρέχω από την επέλαση της κακοκαιρίας Μπάρμπαρα!
Πώς στο διάολο, θα γυρίσω σπίτι με τη μηχανή, νύχτα και με χιόνι; Αρχισα να μαζεύω βιαστικά τα πράγματα, αλλά το πρώτο ξάφνιασμα πέρασε, καθώς θυμήθηκα ότι από την Παρασκευή είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στην εφημερίδα, με συχνότητα τρίωρου, ζεύγη ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ενα από το υπουργείο Πανηγύρεων, με πληροφόρηση για τις επιχειρησιακές συσκέψεις που συγκάλεσε ο υπουργός Πανηγύρεων, και άλλο ένα με αναδημοσίευση Δελτίου Τύπου του Πυροσβεστικού Σώματος, στο οποίο ο επιπυραγός Ιωάννης Αρτοποιός ενημέρωνε για τα ίδια ακριβώς πράγματα. «Δεν μας χέζεις, ρε Γιάννη;» ήταν η αντίδραση, καθώς έβλεπα συνεχώς την ίδια φωτογραφία του επιπυραγού με τα χεράκια όμορφα τοποθετημένα πάνω στο τραπέζι. Ξανακάθησα στο γραφείο για να τελειώσω τη δουλειά. Από τον Σι Τζινπίνγκ στον Γιάννη τον Αρτοποιό είναι ασφαλώς μια πρόοδος…
Μετά ήρθε η σειρά των μετεωρολόγων, των πολιτιστικά άσχετων, που είχαν το θράσος να ονομάσουν Μπάρμπαρα την επικείμενη κακοκαιρία. Τόση ξεδιαντροπιά! Πάει, χάλασαν τελείως οι νεότερες γενιές της κρατικής γραφειοκρατίας. Αν, ας πούμε, βρισκόμασταν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και είχαν από τότε καθιερώσει αυτή τη βλακώδη συνήθεια, να ονοματίζουν τα καιρικά φαινόμενα με ονόματα ανθρώπων, ουδείς και ουδεμία θα διενοείτο να ονομάσει Μπάρμπαρα μια κακοκαιρία. Μία και μοναδική ήταν τότε η Μπάρμπαρα. Η κατάσκοπος με το καυτό κορμί που έκανε παθιασμένο έρωτα με τον Μίλτο. Τον κατάσκοπο με τα τριχωτά μπούτια.
Ηταν οι πρωταγωνιστές του κατασκοπευτικού-αστυνομικού μυθιστορήματος «Δίκτυα στην Τασκένδη». Από την πόλη καταλαβαίνετε ποιο ήταν το θέμα: ο κίνδυνος του σλαβοκίνητου κομμουνισμού. Δε θα προκαλούσε καμιά αίσθηση ένα τρας βιβλίο με τέτοια θεματολογία, αν συγγραφέας του δεν ήταν ο Αναστάσιος Μπάλκος (1916-1995), βουλευτής Πρέβεζας και υπουργός Δημόσιας Τάξης του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Απόστρατος αντιστράτηγος, για χρόνια στέλεχος της ΚΥΠ, διορίστηκε από τον Καραμανλή γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης (με υπουργό έναν άλλο απόστρατο, παλιό στέλεχος του μοναρχοφασιστικού ΙΔΕΑ, τον Σόλωνα Γκίκα) και το 1977 διορίστηκε υπουργός Δημόσιας Τάξης (ο Γκίκας είχε αποσυρθεί λόγω ηλικίας και το 1978 πέθανε).
Μιλάμε για ξύλο, πολύ ξύλο. Και για συλλήψεις, πολλές συλλήψεις. Μοίραζες προκήρυξη; Σε έπιαναν και πήγαινες κατηγορούμενος για… ρύπανση. Ασκούσες πολεμική στην κυβέρνηση Καραμανλή; Σε έπιαναν και πήγαινες κατηγορούμενος για… περιύβριση αρχής. Ακόμη και συναυλίες γνωστών καλλιτεχνών απαγορεύονταν. Απαγορεύτηκαν συναυλίες του Χρήστου Λεοντή στη Λάρισα και της Μαρίζας Κωχ στην Καλαμάτα. Ο Μπάλκος είχε μοιράσει οδηγίες στη μπατσαρία, ώστε να μπορεί να απαγορεύει ακόμη και συναυλίες, τις οποίες βάφτιζαν… διαδηλώσεις και τις απαγόρευαν επικαλούμενοι τον κίνδυνο εμφάνισης… αντιφρονούντων και της πρόκλησης επεισοδίων!
Τότε ανακαλύφθηκε και το… λογοτεχνικό πόνημα του Μπάλκου και μαζί με τις καταγγελίες άρχισε και η καζούρα για το «καυτό κορμί της Μπάρμπαρα» και τα «τριχωτά μπούτια του Μίλτου». Ο μακαρίτης Κώστας Παπαϊωάννου «ζωγράφιζε» κάθε βδομάδα από τις στήλες του «Ποντικιού». «Είμαι ένας πιπεράτος συγγραφέας» έλεγε ο Μπάλκος σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» στις 15 Ιούλη του 1979. Και εξηγούσε πως με τον… λογοτεχνικό του οίστρο φιλοδοξούσε να κατασκευάσει «έναν τύπο Ελληνα Τζέημς Μποντ, περιπετειώδη πράκτορα αλλά και εθνικόφρονα»! Δεν θυμόμαστε αν αυτός ήταν ο Μίλτος με τα τριχωτά μπούτια ή κάποιος άλλος…
Η μοναρχοφασιστική Δεξιά ήταν «μαύρη» σε όλες τις πτυχές της δημόσιας παρουσίας της. Ο υπουργός Εργασίας Λάσκαρης είχε κηρύξει το τέλος της… πάλης των τάξεων. Οι υπουργοί Δημόσιας Τάξης (Γκίκας και Μπάλκος) ήταν πωρωμένοι αντικομμουνιστές και αδίστακτοι στην καταστολή κάθε λαϊκής κινητοποίησης. Ο μοναρχοφασισμός βασίλευε, χωρίς τη χούντα και χωρίς το βασιλιά. Ελειπαν μόνο οι εξορίες και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο Μπάλκος έφτασε στο σημείο να καταγγείλει την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επειδή υπουργός Δημόσιας Τάξης έγινε ο Γιάννης Σκουλαρίκης (1928-2008) που ήταν μέλος της ΕΠΟΝ και αντάρτης του ΕΛΑΣ, μολονότι μετά τη Βάρκιζα δεν ξαναναμίχτηκε με την Αριστερά και ακολουθούσε το Κέντρο, στο οποίο ανήκε και ο πατέρας του.
Γιατί τα θυμίζουμε όλ’ αυτά; Οχι τόσο ως ιστορικό ανάγνωσμα όσο ως παρέμβαση στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τον Τσίπρα να χαρακτηρίζει τη σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη σαν «τη χειρότερη κυβέρνηση από τη μεταπολίτευση», συγκρίνοντάς την ακόμη και με τις κυβερνήσεις Καραμανλή της περιόδου 1974-1981. Να εκθειάζει τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο, συντρέχοντας την παραδοσιακή Δεξιά στην αγιοποίηση του ηγέτη της. Προσπαθώντας να πείσει ότι ο Καραμανλής του 1974 (που τον όρκισε ο χουντικός πρόεδρος Γκιζίκης κατ’ εντολή των αμερικανών και γάλλων ιμπεριαλιστών) ήταν άλλος από τον Καραμανλή του προχουντικού μοναρχοφασισμού.
Ομως ο Καραμανλής ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος. Απλά, ως ρεαλιστής αστός πολιτικός, ήταν προσαρμοστικός στην αλλαγή των συνθηκών που απαιτούσε αλλαγή στη μορφή διακυβέρνησης. Ειδικά στον τομέα των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων, η μεταχουντική εφταετία του Καραμανλή ήταν «μαύρη», «κατάμαυρη». Μπορεί ο πιο κοντινός πρόγονος του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, το «εσωτερικό», να καθόταν στ’ αυγά του και να μην αντιμετώπιζε την κρατική καταστολή, όλοι οι υπόλοιποι όμως, που βρισκόμασταν στους δρόμους του αγώνα, υποστήκαμε τα πάνδεινα: ξύλο, κυνηγητό, συλλήψεις, δίκες, καταδίκες, ακόμη και φυλακίσεις.
Δυο φορές κλείστηκε στο Γεντί Κουλέ ο σύντροφος Γεράσιμος Λιόντος, καταδικασμένος -ως πολιτικά υπεύθυνος της ΣΑΚΕ- για «περιύβριση αρχής», χωρίς ανασταλτικό χαρακτήρα στην έφεση. Χώρια τα δυο στρατοδικεία (επειδή δεν υπέγραψε το αυτοφακέλωμα) και τη φυλάκισή του ακόμη και στην Αίγινα (ο μοναδικός φαντάρος σε πολιτική φυλακή). Περισσότερη φυλακή έκανε επί κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παρά επί χούντας. Ο,τι κερδήθηκε έκτοτε στον τομέα των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων δεν ήταν παραχώρηση του Καραμανλή, του Παπανδρέου και των υπόλοιπων. Ηταν κατάκτηση αγώνων με σκληρό τίμημα. Γι’ αυτό, Τσιπράκο, βούλωσ’ το! ‘Η πάρε να διαβάσεις… Μπάλκο.
Π.Γ.