Θυμάται κανείς τι ειπώθηκε για τον κρατικό προϋπολογισμό το προηγούμενο Σάββατο, τελευταία μέρα της κοινοβουλευτικής συζήτησης, που ανέβηκαν στο βήμα οι πριμαντόνες, οι λεγόμενοι πολιτικοί αρχηγοί; Θυμάται κανείς ότι ο Μητσοτάκης κράτησε για να αναγγείλει ο ίδιος την επέκταση και τον Δεκέμβρη των (γελοίων) μέτρων ελάφρυνσης για την ακρίβεια στην ενέργεια, που τα παρουσίασε σαν μεγάλες φιλολαϊκές παραχωρήσεις;
Η απάντηση είναι αρνητική και στα δύο ερωτήματα. Κανένας δε θυμάται, επίσης, τι είπαν ο Κουτσούμπας και ο Βαρουφάκης (για τον Κατρίνη, τον α/α του Ανδρουλάκη δεν το συζητάμε καν, αυτός πέρασε και δεν ακούμπησε). Ετσι όπως είναι δομημένο το πολιτικό σύστημα, όσοι παρακολούθησαν τη συνεδρίαση της Βουλής, είτε απευθείας, είτε από το Διαδίκτυο, είτε από τα ρεπορτάζ των κοινοβουλευτικών συντακτών του αστικού Τύπου, περίμεναν ντέρμπι (κοκορομαχία δηλαδή) Τσίπρα-Μητσοτάκη, απ’ αφορμή τη μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα.
Αυτό και έγινε, μόνο που ο Τσίπρας προσέθεσε και αίτημα για παραίτηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, για πρώτη φορά στα δυόμισι χρόνια μετά τις εκλογές του 2019. Οπότε, υπήρξαν δύο θέματα (και τα δύο άσχετα με τον κρατικό προϋπολογισμό): το αίτημα Τσίπρα για εκλογές και η μελέτη των Τσιόδρα-Λύτρα.
Ο Μητσοτάκης έδειξε να αιφνιδιάζεται από το αίτημα Τσίπρα για εκλογές. Είχε όμως το χρόνο (δυο υπουργοί -Γεραπετρίτης και Σταϊκούρας- παρενεβλήθησαν ανάμεσα στην ομιλία του Τσίπρα και τη δική του) να ετοιμάσει μια σοβαρή απάντηση. Η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται δεν του το επέτρεψε. Κατέφυγε σε γελοία χάχανα, προσπαθώντας να ξεσηκώσει με χουλιγκάνικο τρόπο τον γαλάζιο λόχο (με αναγραμματισμό γίνεται όχλος). Προφανώς, έτσι χαχανίζει στην ιδιωτικότητά του (αυτό είναι ίδιον μιας μερίδας των γόνων της μπουρζουαζίας), μεταφέροντας όμως τα αντιαισθητικά χάχανα στην αίθουσα της Βουλής, σίγουρα δεν έκανε την καλύτερη εντύπωση στους «σοβαρούς» αστούς, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους ότι ο εκλεκτός τους έχει χάσει τη μπάλα.
Τις μέρες που ακολούθησαν, ο Μητσοτάκης παράτησε τις συνοδευόμενες με χάχανα ατάκες του τύπου «Θα ήταν, πράγματι, μεγάλος πειρασμός να προκήρυσσα εκλογές σήμερα, μόνο για να δω τον πανικό στο βλέμμα σας, σε περίπτωση που το έκανα! – χαχαχαχα» και προσπάθησε να το παίξει σοβαρός. Στην εισηγητική του ομιλία στο υπουργικό συμβούλιο, που ο μηχανισμός προπαγάνδας του Μαξίμου φρόντισε να μεταδοθεί τηλεοπτικά, κατηγόρησε τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «επιλέγει να γίνει συνειδητός υπονομευτής της χώρας», γιατί «απέρριπτε τις κάλπες όταν η πανδημία υποχωρούσε και τις ζητάει τώρα που η Ομικρον επιτίθεται». Πάνω σ’ αυτό επικεντρώθηκε όλη η κυβερνητική προπαγάνδα, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό που υπέστη ο Μητσοτάκης στη Βουλή.
Στη Βουλή την υγειονομική κρίση την πέρασε ξώφαλτσα και αναφέρθηκε στην «πολιτική σταθερότητα». Αν όμως είναι ο μοναδικός πολιτικός που «θα είχε ουσιαστικό όφελος από τις πρόωρες εκλογές» και αν η ΝΔ θα είχε «ένα αποτέλεσμα πολύ καλύτερο από το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουλίου του 2019», όπως είπε, τότε γιατί οι εκλογές θα έθεταν σε διακινδύνευση την πολιτική σταθερότητα, όπως επίσης είπε; Αν από τις εκλογές θα έβγαιναν σίγουρα ενισχυμένοι ο ίδιος και οι «άριστοί» του, τότε οι εκλογές θα οδηγούσαν σε ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας (όποια έννοια κι αν δώσει κανείς σ’ αυτόν τον αόριστο όρο) και όχι σε διακινδύνευσή της.
Θυμόμαστε τη Μέρκελ να δηλώνει, ενόψει των εκλογών του Σεπτέμβρη του 2019, που είχε αιφνιδιαστικά προκηρύξει ο Τσίπρας, ότι οι εκλογές δεν είναι πρόβλημα αλλά μέρος της λύσης. Μπουρδουκλώθηκαν ο Μητσοτάκης και οι στενοί του σύμβουλοι, μιλώντας για διακινδύνευση της σταθερότητας από τις εκλογές, οι οποίες υποτίθεται ότι θα τους βγάλουν ενισχυμένους, άρα θα εμπέδωναν τη σταθερότητα. Και γι’ αυτό εγκατέλειψαν τάχιστα αυτό το επιχείρημα και επικεντρώθηκαν στην «εθνική ανευθυνότητα» του ΣΥΡΙΖΑ, που ζητά εκλογές εν μέσω πανδημίας.
Βέβαια, όλοι αυτοί που τώρα κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για «εθνική ανευθυνότητα» είναι οι ίδιοι που μέχρι τώρα έκαναν καζούρα στον Τσίπρα, ότι καταγγέλλει συνεχώς την κυβέρνηση Μητσοτάκη, χαρακτηρίζει εγκληματική τη διαχείριση της πανδημίας, όμως δεν τολμά να ζητήσει εκλογές, γιατί ξέρει ότι θα τις χάσει. Μονά-ζυγά δικά τους. Δεν ζητάει εκλογές ο Τσίπρας; Φοβάται. Ζητάει εκλογές ο Τσίπρας; Είναι ανεύθυνος.
Ο Τσίπρας τι ζόρι τραβούσε και ζήτησε εκλογές; Το ζόρι των επιθέσεων που δεχόταν, ότι φοβάται και γι’ αυτό δεν ζητάει εκλογές. Τις ζήτησε, λοιπόν, αν και όχι στην καλύτερη συγκυρία για μια τέτοια προπαγάνδα. Φαίνεται, όμως, ότι στην Κουμουνδούρου εκτίμησαν πως χάνουν περισσότερο μη ζητώντας εκλογές απ’ όσο αν τις ζητήσουν, επικαλούμενοι την ανάγκη να φύγει η επικίνδυνη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ετσι κι αλλιώς, για ένα στοιχείο προπαγάνδας πρόκειται, όχι για ζήτημα ουσίας. Το έβαλαν κι αυτό στη φαρέτρα τους, ώστε από τη μια να ασκούν συνεχώς μια προπαγανδιστική πίεση πάνω στην κυβέρνηση και από την άλλη, αν ο Μητσοτάκης πάει σε πρόωρες εκλογές, να ‘χουν να λένε ότι αυτό έγινε χάρη στην πίεση του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για κλασικές κινήσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί ουκ ολίγες φορές από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις του παλιού και του νέου δικομματισμού.
Σημάδι πολιτικής αδυναμίας ήταν και η προσπάθεια του Μητσοτάκη να ταυτίσει το κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ για αγωνιστικές κινητοποιήσεις με τους… «εθνοφύλακες του Συντάγματος». Μ’ αυτή την αναφορά του, όμως, έδειξε και το αυταρχικό πρόσωπο του πολιτικού της καταστολής, του φορέα του δόγματος «νόμος και τάξη». «Στις εκλογές, λοιπόν, οι πολίτες θα μπορέσουν να εκφραστούν ελεύθερα και ο κυρίαρχος λαός θα κάνει την επιλογή του… Μέχρι τότε, προσωπικά ως Πρωθυπουργός έχω υποχρέωση να διαφυλάξω την πολιτική σταθερότητα, το ήρεμο κλίμα, τον πολιτισμένο κοινοβουλευτικό διάλογο», είπε ο Μητσοτάκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, ούτε θέλει ούτε μπορεί να κατεβάσει το λαό στους δρόμους, όμως ο Μητσοτάκης έδειξε το αποκρουστικό του πρόσωπο, διακηρύσσοντας σαν Λουδοβίκος το δικαίωμά του στην απόλυτη εξουσία.
Aν στο θέμα των εκλογών η κάθε πλευρά του δικομματισμού μπορεί να ισχυριστεί ότι νίκησε, παρουσιάζοντας τη δική της παραμορφωτική επιχειρηματολογία, στο θέμα της μελέτης των Τσιόδρα-Λύτρα ο Μητσοτάκης υπέστη Βατερλό. Οχι λόγω κάποιας ρητορικής δεινότητας του Τσίπρα (ο οποίος… έκλεψε εκκλησία), αλλά επειδή ήταν τόσο εκτεθειμένος που δεν μπορούσε να το μαζέψει με τίποτα.
Ο Τσίπρας έθιξε το θέμα εισαγωγικά και έκλεισε μ’ αυτό, ανεβάζοντας τους τόνους και συνδέοντάς το άμεσα με το αίτημα για εκλογές. Εκανε αυτό που έπρεπε να κάνει ως αρχηγός του δεύτερου κόμματος που θέλει να γίνει πρώτο. Αντίθετα, ο Μητσοτάκης έχωσε το θέμα κάπου στη μέση της ομιλίας του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να το υποβαθμίσει και με επιχειρηματολογία που θύμιζε πιτσιρίκο που τον έπιασε η μάνα του με τη γυάλα του γλυκού στα χέρια. Μετά συνέχισε με άλλα θέματα, μπας και αυτό ξεχαστεί.
Καταρχάς, έκανε σαρδάμ μιλώντας για «δήθεν παράδοση» της μελέτης, για να το διορθώσει αμέσως και να παραδεχτεί ότι υπήρξε «παράδοση της μελέτης του κ. Τσιόδρα και του κ. Λύτρα στην Κυβέρνηση, όχι στο Μέγαρο Μαξίμου, διότι τη μελέτη αυτή ουδέποτε την πήραμε εμείς στα χέρια μας». Ποιος την παρέλαβε; Αυτό παραμένει ακόμα… μεγάλο μυστήριο, όμως σαν επιχείρημα άμυνας είναι από μόνο του βλακώδες. Αφού την πήρε κάποιος εκτός Μαξίμου και δεν ενημέρωσε τον πρωθυπουργό, τότε αυτός έπρεπε να έχει κατονομαστεί και να έχει ήδη πάρει πόδι. Ομως, ακόμα και ο καλοπροαίρετος δεξιός αναρωτιέται: «Καλά, ρε Κούλη, εσύ συναντιέσαι -όπως λες- τρεις φορές την εβδομάδα με τον Τσιόδρα. Δεν σου είπε τίποτα, δε χτύπησε καμπανάκι;». Αν παραδεχόταν κάτι τέτοιο ο Μητσοτάκης, θα ήταν σαν να παραδέχεται ότι εγκλημάτισε. Γι’ αυτό το άφησε… να πάει στο διάολο.
Μετά, υποστήριξε ότι αυτή ήταν μια μελέτη ρουτίνας, που δεν του είπε τίποτα καινούργιος, διότι αυτός, ως… Μωυσής, Ηρακλής κτλ., τα είχε πει νωρίτερα: «Πρόκειται για δεδομένα τα οποία πρώτος εγώ επικαλούμαι εδώ και πολλούς μήνες, πολύ νωρίτερα από την παράδοση της μελέτης του κ. Τσιόδρα και του κ. Λύτρα στην Κυβέρνηση». «Δεν περίμενα καμμία μελέτη κανενός καθηγητή για να ενισχύσω το σύστημα υγείας και να αυξήσω τον αριθμό των ΜΕΘ»!
Τζάμπα ο κόπος της Γκάγκα και του Μαγιορκίνη που προσπάθησαν να βγάλουν τη μελέτη των Τσιόδρα-Λύτρα άχρηστη, γεμάτη λάθη κτλ. Ο Μητσοτάκης τους άδειασε μεγαλοπρεπέστατα, λέγοντας ότι καλά τα λέει η μελέτη, όμως αυτός τα ήξερε αυτά και είχε πάρει τα μέτρα του!
Παρά ταύτα, παρά τα μέτρα που πήρε, «πολλά νοσοκομεία, όπως πρώτος εγώ ομολόγησα, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις του αριθμού των διασωληνωμένων». Κι άλλο άδειασμα της Γκάγκα, που διαβεβαίωσε ότι «πραγματικά, τα περιστατικά διακινούνται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ο μέσος χρόνος αναμονής είναι μικρός για να μπει στην Μονάδα. Αρα νομίζω ότι αυτό που πρέπει να γίνεται, γίνεται». Κι όταν ρωτήθηκε ποιος είναι αυτός ο χρόνος, απάντησε χωρίς ντροπή: «Μέσος χρόνος είναι λιγότερο από μια ημέρα. Μέσος χρόνος σας λέω». Ως γνωστόν, η Γκάγκα ξεπέρασε τον Κοντοζαμάνη, που πέρσι τέτοια εποχή δήλωνε ότι όλοι οι διασωληνωμένοι ασθενείς διακομίζονται σε ΜΕΘ εντός 24, το πολύ 36 ωρών.
Ο Μητσοτάκης επανήλθε στην παλιά γραμμή, την οποία προσπάθησε να… διορθώσει, λέγοντας ότι «όντως στην προηγούμενή μου ομιλία δεν χρησιμοποίησα την καλύτερη δυνατή διατύπωση». Ας ξαναθυμηθούμε πρώτα τι είχε πει: «Υπάρχουν σήμερα ασθενείς διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ; Ναι, υπάρχουν. Είναι σε κρεβάτι με κανονική φροντίδα; Είναι. Εχουμε ενδείξεις ότι έχουμε μεγαλύτερη θνησιμότητα σε αυτούς τους ασθενείς, σε σχέση με αυτούς οι οποίοι είναι στις μονάδες εντατικής θεραπείας; Δεν έχω τέτοια ένδειξη. Δεν έχω». Βλέπετε εσείς καμιά… αδύναμη διατύπωση; Σαφέστατος ήταν: είτε μέσα είτε έξω από τη ΜΕΘ ο διασωληνωμένος, την ίδια φροντίδα έχει. Σ’ αυτή τη γραμμή, μάλιστα, κινήθηκε όλη η κυβερνητική προπαγάνδα (Πλεύρης, Βορίδης, Οικονόμου, Ράπτη κ.ά.), με κεντρική κατεύθυνση από το Μαξίμου.
Γι’ αυτό λέμε ότι το συγκεκριμένο θέμα εξελίχθηκε σε Βατερλό του Μητσοτάκη, χωρίς να χρειαστεί να κάνει τίποτα ο Τσίπρας. Από τη γραμμή «είτε στη ΜΕΘ είτε εκτός ΜΕΘ, το ίδιο είναι», το γύρισε στο «δεν είναι ίδια η περίθαλψη των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ, αλλά αυτό είναι παλιό πρόβλημα, να, δείτε, το λέει και η Κοτανίδου».
Ξέρετε, όμως, τι μας απασχολεί εμάς; Οτι και τα αποκαλυπτήρια πλευρών (σοβαρών μάλιστα) της εγκληματικής πολιτικής με την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαχειρίστηκε και διαχειρίζεται την πανδημία εγγράφονται στο δικομματικό παιχνίδι. Το παιχνίδι της εναλλαγής των αστικών κομμάτων στην κυβέρνηση, μέσω της οποίας το σύστημα εξασφαλίζει τη διαιώνιση της κυριαρχίας του. Οσο αυτά τα σοβαρά θέματα δεν γίνονται διακυβεύματα της ταξικής πάλης, όσο η εργατική τάξη και ο λαός δεν διατυπώνουν και δεν διεκδικούν μαχητικά όλα όσα αφορούν την ίδια τους την επιβίωση, το σύστημα δεν έχει ν’ ανησυχεί για τίποτα. Θα φύγει ο Μητσοτάκης, θα έρθει ο Τσίπρας, μετά θα εμφανιστούν άλλα δίδυμα ή και τριπλέτες, αλλά το σύστημα θα παραμένει αλώβητο.
Οπως ακριβώς έγινε με τα Μνημόνια. Πέντε κυβερνήσεις (Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη, Σαμαρά-Βενιζέλου, Τσίπρα-Καμμένου), τέσσερις βουλευτικές περίοδοι (2009-2012, 2012-2015, 2015-2015, 2015-2019), συν η τρέχουσα βουλευτική περίοδος, με αυτοδύναμη κυβέρνηση Μητσοτάκη, και το εργασιακό και οικονομικό καθεστώς που διαμορφώθηκε με τα Μνημόνια παραμένει αλώβητο. Εξαφανίστηκαν πρωθυπουργοί, συρρικνώθηκαν άλλοτε πανίσχυρα κόμματα εξουσίας και αναδύθηκαν άλλα, νέα κόμματα δημιουργήθηκαν και εξαφανίστηκαν, αλλά το μνημονιακό καθεστώς παραμένει ακλόνητο, γιατί ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε να το ανατρέψει στους δρόμους και μετά εναπόθεσε τις ελπίδες του στις κάλπες.
ΥΓ. Ρώτησαν τον Τσιόδρα σε ποιον κυβερνητιικό παράγοντα παρέδωσε τη μελέτη που έκανε με τον Λύτρα κι αυτός φόρεσε το πιο ξινό του ύφος και είπε κοφτά ότι δεν απαντά σε μη επιστημονικά ερωτήματα. Σιγά, ρε επιστήμονα. Οταν θρηνούσες για τα αεροπλάνα που παραμένουν καθηλωμένα στο έδαφος, επιστημονικό ήταν το θέμα; Οταν έπαιζες ως «Σωτήρης» τη γλάστρα στο τηλεοπτικό σόου του Μητσοτάκη, επιστημονική έρευνα έκανες; Το μόνο που απέδειξες μ’ αυτή την απάντηση είναι πως εκείνο που σε νοιάζει είναι να προστατέψεις, όσο μπορείς, τον Μητσοτάκη. Η… επιστημονική ψευτομαγκιά κατέδειξε τον Τσιόδρα ως συνυπεύθυνο για την εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη στη διαχείριση της πανδημίας.
Ας τον λουστούν τον… μέγα επιστήμονα εκείνοι που του έφτιαχναν αγιογραφίες. Εμείς είπαμε από την πρώτη στιγμή ότι είναι «κάλπης», οπότε δεν έχουμε ούτε να διορθώσουμε κάτι ούτε να απολογηθούμε για κάτι.