Στην «Ελευθεροτυπία» (Δευτέρα 15/12) δημοσιεύτηκε άρθρο του Γ. Βότση με τίτλο «Η απομυθοποίηση της 17Ν στο δικαστήριο». Στο άρθρο κωδικοποιούνται και εκλαϊκεύονται οι βασικές αντιλήψεις της νομιμόφρονης αριστεράς για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την τρομοκρατία.
Αυτές τις μέρες, από αρκετές πλευρές -όχι μόνο από την εφημερίδα μας- δίνεται μια σοβαρή μάχη να ξεσκεπαστεί η εντελώς ψεύτικη προπαγάνδα της κυβέρνησης της κυρίαρχης τάξης, περί δίκαιης δίκης. Αντίπαλός μας ένας τεράστιος μηχανισμός που αξιοποιεί στο έπακρο τη διαστρεβλωμένη «ενημέρωση», αφού απαγορεύτηκε η ζωντανή κάλυψη της δίκης. Αυτό και μόνο κάνει τον απλά υποψιασμένο πολίτη να αντιστέκεται στην πλημμύρα της τρομολαγνείας. Oχι όμως και την καθεστωτική αριστερά. Αυτή από την αρχή της υπόθεσης ούτε είδε ούτε άκουσε τίποτα. O Γ. Βότσης όμως είδε ορισμένα πράγματα. Διαπίστωσε π.χ. το κλίμα της τρομολαγνείας, είδε το άδικο στην περίπτωση του Κωστάρη, είδε την εισαγγελέα Ιωάννα Μάνδρου και τον δημοσιογράφο Λάμπρου, αλλά πρώτα απ’ όλα είδε τη σημερινή πολιτική συγκυρία όπως διαμορφώνεται στον πλανήτη. Αυτή πρώτα αναλύει στο άρθρο του και πολύ καλά κάνει. Γιατί η δίκη της 17Ν -και όσων κατηγορούνται για συμμετοχή σ’ αυτή- σαν κορυφαίο πολιτικό γεγονός έχει να κάνει με την προσπάθεια όλων των αστικών τάξεων -με προεξάρχουσα την αμερικάνικη- να τσιμεντάρουν ό,τι κινείται και αμφισβητεί την κυριαρχία τους.
Δεν είναι έτσι, μας λέει ο κ. Βότσης. Χρησιμοποιώντας τα γνωστά ανθρωπιστικά επιχειρήματα διαμορφώνει το επικίνδυνο για την ανθρωπότητα δίπολο, όπως το διαμορφώνει ολόκληρη η καθεστωτική αριστερά και τμήματα της φιλελεύθερης διανόησης: εχθρός των λαϊκών στρωμάτων είναι και τα δύο «κέντρα» της τρομοκρατίας. Και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και ο ισλαμικός φονταμενταλισμός. Θύτες και θύματα στο ίδιο τσουβάλι. Εκατομμύρια νεκροί, ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, άνθρωποι χωρίς μπουκιά ψωμί και από την άλλη σκανδαλώδης πλουτισμός και αλαζονεία, δεν δικαιολογούν τίποτα άλλο -κατά τον συγγραφέα- παρά μια κόσμια διαμαρτυρία. Και εδώ είναι το κυρίαρχο αξίωμα, το αφετηριακό δεδομένο που διαπερνά όλο το άρθρο και όλη τη γενικότερη συλλογιστική του κ. Βότση. Η επαναστατική βία, η βία των μαζών -δεν το λέει αυτό αλλά προκύπτει πολύ εύκολα- όχι μόνο είναι πολιτικά αδιέξοδη, αλλά φτάνει και στα όρια της αντιδραστικότητας που έχει η ιμπεριαλιστική βία, όταν πρόκειται για την ατομική τρομοκρατία.
Το τι είδε και τι δεν είδε ο κ. Βότσης στην πολιτική ιστορία της 17Ν, στην ίδια τη δίκη και στην απόφαση έχει κατ’ αρχήν να κάνει με την πολιτική του ταυτότητα, με τις γνωστές του θέσεις. Πράγματα γνωστά, που σε τελευταία ανάλυση δεν αξίζουν τον κόπο μιας προσωποποιημένης αντιπαλότητας. Εδώ όμως ξεπέρασε κάθε όριο. Εδώ όχι μόνο είδε επιλεκτικά ορισμένα πράγματα και έκλεισε πεισματικά τα μάτια σε κάποια άλλα, εδώ κάνει επίδειξη διαστρέβλωσης, επίδειξη πολιτικής αυθαιρεσίας. Να πως είδε όσα έγιναν στην αίθουσα του 1ου έκτακτου στρατοδικείου.
«…Το μόνο φωτεινό (σ.σ. φωτεινό κιόλας) μέσα σ’ αυτό το μαύρο φόντο είναι η ακροαματική διαδικασία, που τιμά τη λειτουργία της Δικαιοσύνης μας (σ.σ. και Δ κεφαλαίο και «μας», μπράβο κ. Βότση), συγκρινόμενη με την ελληνική και διεθνή δικαστηριακή εμπειρία σε ανάλογες υποθέσεις (σ.σ. αληθινός μαέστρος στη λογική του μικρότερου κακού). Oλοι οι παράγοντες της δίκης συνέβαλαν σ’ αυτό (σ.σ. ακόμα και ο εισαγγελέας, που εσείς κύριε γράφετε στο ίδιο άρθρο, ότι ο παραληρηματικός του λόγος συνοδεύτηκε από τη χαιρέκακη απαγγελία προτάσεων, αιώνιες καταδίκες κ.λπ., ακόμα και οι ψευδομάρτυρες;) αλλά ο έπαινος ανήκει πρωτίστως στον τρόπο που τη διηύθυνε ο πρόεδρος του δικαστηρίου Μιχ. Μαργαρίτης…».
Εδώ πραγματικά παραδίνεται κανένας. Χάνεται η μπάλα που λένε τα παιδιά. O αρθρογράφος, ο αντικειμενικός δημοσιογράφος, πετάει στα σκουπίδια με το έτσι θέλω τις τεράστιες αυθαιρεσίες του προέδρου κατά την διάρκεια της διαδικασίας. Την παραβίαση της ίδιας της αστικής νομοθεσίας σε κραυγαλέες και κρίσιμες περιπτώσεις, όπως η αξιοποίηση των προανακριτικών καταθέσεων (προϊόντα εκβιασμών και βασανιστηρίων), που πάρθηκαν πίσω. Tην κατάργηση του ένοχος ένοχο δεν φκιάχνει, την προστασία των ψευδομαρτύρων. Tην επίθεση στον Ιπποκράτη Μυλωνά (και σε άλλους συνήγορους) που ξετίναξε την προδικασία και την ίδια την διαδικασία με ντοκουμέντα στην αγόρευσή του, που αποκάλυψε τις αυθαιρεσίες της έδρας, για να ακούσει τον πρόεδρο να τον αποκαλεί «οχετό». Kαι τέλος την προκλητική δικαστική απόφαση, η οποία -όπως ο ίδιος ο Βότσης γράφει- στηρίχτηκε στο ανακριτικό υλικό, δηλαδή στην αντιτρομοκρατική, στη CIA και στη Scotland Yard. Εξοχα.
Πρέπει να πούμε -για να κατανοηθεί το όλο υπόβαθρο του άρθρου- ότι δίπλα στις διακηρυγμένες αντιτρομοκρατικές, ανθρωπιστικές θέσεις του συγγραφέα υπεισέρχεται και ένα επικίνδυνο προσωπικό στοιχείο. Η μια πλευρά του έχει να κάνει με τη συμπεριφορά του προέδρου στο πρόσωπό του. Θυμόμαστε όλοι τον κ. Bότση στην τελευταία δίκη του Λεσπέρογλου να φωνάζει και να διαμαρτύρεται -δικαίως- για την απαράδεκτη συμπεριφορά του προέδρου στο πρόσωπό του (όχι μόνο σ’ αυτόν βέβαια). Εγραψε γι’ αυτό σχόλια στην «Ελευθεροτυπία». O Μαργαρίτης όμως τον χειρίστηκε αλλιώς. Γιατί είχαν περάσει ήδη από το βήμα αρκετοί αξιολογότατοι μάρτυρες υπεράσπισης, που εξηγούσαν με πεντακάθαρο τρόπο το φαινόμενο της ένοπλης λαϊκής βίας, το φαινόμενο της ατομικής βίας, που χτύπαγαν το καθεστώς και το δικαστήριο για τις αυθαιρεσίες του. Ετσι, με το που εμφανίστηκε ο Βότσης, σαν αριστερός κατήγορος της 17Ν, ο Μαργαρίτης άρπαξε την ευκαιρία και του πρόσφερε άφθονο χρόνο και θαυμασμό. Η βασική όμως προσωπική πλευρά έχει να κάνει με την εμπάθεια που έχει με τη 17Ν, λόγω της δημόσιας αντιπαράθεσης που είχε μαζί της και το λούσιμο που είχε φάει από αυτή.
Μόνο αυτός ο συνδυασμός αστικοφιλελεύθερης πολιτικής και προσωπικής εμπάθειας μπορεί να εξηγήσει το τελευταίο κρεσέντο του άρθρου. Oπου δικαιώνει τον Μαργαρίτη για την κατάφορα πραξικοπηματική απόφαση για τον Γιωτόπουλο. Oπου προσπαθεί να σφάξει με το γάντι τον Κουφοντίνα. Αναγνωρίζει μεν τη λεβεντιά του (τί θα μπορούσε να πει άλλωστε;), κατακεραυνώνει όμως τη λαϊκίστικη απολογία του (βλέπεις δεν κλείνουμε όλοι τα μάτια στη σύγχρονη βαρβαρότητα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού) και ζητάει -ζητούσε- από αυτόν να κάνει μέσα στην αίθουσα του έκτακτου στρατοδικείου αυτοκριτική. Τέτοια αυτοκριτική που θα ήταν δήλωση μετανοίας προς το καθεστώς. Kαι βέβαια, περνάει γενεές δεκατέσσερις τη 17Ν σαν οργάνωση.
Δύο «επιχειρήματα» αξίζει να σημειώσουμε εδώ. «O μύθος της 17Ν δημιουργήθηκε από την ανεπάρκεια των διωκτικών αρχών (σ.σ. πώς προτείνει ο Βότσης να δρα καλύτερα η Aντιτρομοκρατική;), την προβοκατόρικη δράση ξένων και ντόπιων μυστικών υπηρεσιών(!!!), την κομματική αντιδικία και ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες. Η 17Ν ήταν ένα χαμηλού προβληματισμού μπουλούκι. Εχει περάσει πλέον στο φάση του τελικού πολιτικού χτυπήματος». Τελικά δεν ήσασταν, τίποτε αποφαίνεται ο Βότσης. Εκ του ασφαλούς. Χωρίς να μπαίνει στον κόπο να βάλει στη βάσανο της αποτελεσματικότητας τη δική του συνεισφορά, την συνεισφορά των ομοϊδεατών του στο λαό, στο λαϊκό κίνημα, που γι’ αυτό αγωνιζόταν η 17Ν. Που γι’ αυτό πάει πίσω από τα σίδερα. Τί να πει άλλωστε; Oτι ελπίζει ότι θα εξανθρωπιστεί η κοινωνία της βαρβαρότητας; Αυτό μόνο το εννοεί, δεν το λέει. Γιατί αν το πει, θα φανεί σε όλο του το μεγαλείο -όπως ο ίδιος γράφει- ότι η πολιτική εμπάθεια, οι χρόνιες προκαταλήψεις, τον εμποδίζουν και θα τον εμποδίζουν να βλέπει και να δεχτεί απλές αλήθειες. Καληνύχτα κύριε Βότση.
Παντελής Nικολαΐδης