Hταν κατά γενική ομολογία οι πιο αδιάφορες, οι πιο «βουβές» εκλογές. Για την ακρίβεια, δεν ήταν και τόσο «βουβές». Ολοι και όλες ακούγαμε γύρω μας μια διάχυτη δυσαρέσκεια (σε επίπεδο αηδίας) για τον Μητσοτάκη. Το είχαμε σημειώσει πολλές φορές προεκλογικά.
Αυτή η εικόνα έδειχνε πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε τις εκλογές. Και πάνω σ’ αυτήν έχτισε την εκλογική του στρατηγική. Αρνητική προβολή του Μητσοτάκη, ώστε να οικοδομηθεί το μήνυμα: «Ακόμα κι αν δεν μας πιστεύετε, ψηφίστε εμάς για να φύγει αυτός».
Η ίδια εικόνα οδηγούσε στο συμπέρασμα πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα «σκούπιζε» ό,τι βρισκόταν στ’ αριστερά του, εκμεταλλευόμενος το φόβο «μη τυχόν και ξαναβγεί ο Μητσοτάκης, που τα γκάλοπ τον δείχνουν μπροστά».
Ηταν τελικά μια μαγική εικόνα. Προεκλογικά μιλούσε το 60% που έβριζε τον Μητσοτάκη, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, αλλά δεν μιλούσε καθόλου το 40% που (αποδεδειγμένα πλέον) θα ψήφιζε τον Μητσοτάκη. Ντρέπονταν να πουν ότι θα ψήφιζαν Μητσοτάκη. Μεγάλο μέρος απ’ αυτούς δεν το έλεγε ούτε στα γκάλοπ. Δεν το είπε ούτε βγαίνοντας από τα εκλογικά κέντρα, στους γκαλοπατζήδες που έκαναν το exit poll.
Οι γκαλοπατζήδες, που πήγαν στον «κουβά» (όπως όλος ο κόσμος) διοχετεύουν στα παπαγαλάκια τους στα αστικά Μέσα ότι αυτοί δήθεν το έβλεπαν προεκλογικά, αλλά… αυτολογοκρίνονταν και έδειχναν μικρότερη τη διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, επειδή δήθεν δεν ήθελαν να κατηγορηθούν ότι προσπαθούν να επηρεάσουν την παράσταση νίκης και τη συμπεριφορά των εκλογέων! Αν ήταν έτσι, δε θα είχαν κανένα λόγο να… αυτολογοκριθούν και στο exit poll, αφού το αποτέλεσμα θα ήταν γνωστό σε δυο ώρες. Τι έδωσε το exit poll; Διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 7 και 11 μονάδων. Και η διαφορά έφτασε στις 20 μονάδες! Παταγώδης αποτυχία ακόμα και της πρόβλεψης με έρευνα μετά την κάλπη. Μεγάλο μέρος αυτών που ψήφισαν ΝΔ δεν το δήλωναν!
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ο Γ. Παπαχρήστος, που δεν τον λες… συριζαίο, στο άρθρο του στο χτεσινό «Βήμα» προεξοφλούσε πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ και σχηματισμό κυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ και ευχόταν να μην ξεκινήσει αυτή η κυβέρνηση ειδικά δικαστήρια για τις υποκλοπές και τα Τέμπη. Τόσο έξω έπεσε και το «πρώτο πιστόλι» του Συγκροτήματος Μαρινάκη, που προφανώς είχε καλύτερη ενημέρωση από τα επιτελεία των κομμάτων, που είχαν στη διάθεσή τους τις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις μέχρι την τελευταία στιγμή.
Η ΝΔ ονομάζει αυτή τη «βουβή» ψήφο… «επιστροφή στην κανονικότητα»! Ετσι θέλει τον ελληνικό λαό. Να πηγαίνει να ψηφίζει, σιωπηρός, χωρίς καν μαζικές προεκλογικές συγκεντρώσεις, και να αναθέτει τη διαχείριση των υποθέσεών του στους α(χ)ρίστους.
Σημειώστε ότι:
- Είναι η δεύτερη φορά στα χρόνια της ονομασθείσας μεταπολίτευσης που καταγράφεται «νταμπλ σκορ»: το πρώτο κόμμα παίρνει διπλάσιο ποσοστό από το δεύτερο. Η πρώτη φορά, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δεύτερη. Ηταν οι εκλογές του 1974, στις οποίες κυριαρχούσε ο φόβος επανόδου της χούντας. Η χούντα παρέδωσε τη σκυτάλη στον Καραμανλή και ο κόσμος φοβόταν ότι θα την ξαναέπαιρνε. «Καραμανλής ή τανκς» ήταν το δίλημμα που έσπερνε το φόβο. Ενα δίλημμα που είχε εκτοξευθεί (και) από το στόμα του υποψήφιου της «Ενωμένης Αριστεράς» Μίκη Θεοδωράκη. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που έχουμε «νταμπλ σκορ» με διαφορά της τάξης των είκοσι μονάδων.
- Είναι η πρώτη φορά που το κυβερνών κόμμα αυξάνει τις ψήφους και το ποσοστό του αφού συμπλήρωσε μια τετραετία στην κυβέρνηση. Δεύτερες νίκες αστικών κυβερνώντων κομμάτων έχουν υπάρξει και άλλες φορές, πάντα όμως με μείωση ψήφων και ποσοστού σε σχέση με την πρώτη εκλογική νίκη. Συνέβη με τον Καραμανλή τον παλιό το 1977, με τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1985, με τον Σημίτη το 2000, με τον Καραμανλή τον δάμαλο το 2007. Ο Κούλης Μητσοτάκης είναι ο πρώτος που κατακτά δεύτερη εκλογική νίκη με αύξηση ψήφων και ποσοστού.
- Είναι η πρώτη φορά που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που διεκδικούσε την κυβέρνηση, χάνει 12 μονάδες, περισσότερο από το ένα τρίτο της προηγούμενης εκλογικής του δύναμης.
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η ΝΔ, στα τέσσερα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, έχει να παρουσιάσει:
- Σχεδόν 37.000 νεκρούς από την πανδημία του κοροναϊού, που έφεραν τη χώρα πρώτη σε θανάτους (σε αναλογία πληθυσμού) στην Ευρώπη.
- Ενα σκάνδαλο υποκλοπών μπροστά στο οποίο ωχριούν όλα τα προηγούμενα, καθώς υπό επίσημη παρακολούθηση δεν τέθηκαν μόνο πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά και πρωτοκλασάτοι υπουργοί, ακόμη και τα κορυφαία στελέχη του στρατεύματος.
- Το έγκλημα των Τεμπών με τους τουλάχιστον 57 νεκρούς και την άθλια διαχείρισή του.
- Ενα νέο κύμα φτωχοποίησης, με πληθωρισμό και ακρίβεια που τσακίζει κόκαλα και έριξε την αγοραστική αξία μισθών και συντάξεων στα τάρταρα.
Θα ήταν παράλογο να υποστηρίξει κανείς πως η εκλογική νίκη της ΝΔ και του Μητσοτάκη αποτελούν δικαίωση της πολιτικής τους. Εκτός αν δεχτούμε ότι το θανατικό της πανδημίας και το νέο κύμα φτωχοποίησης χαροποίησε τον ελληνικό λαό που έπαθε γενική παράκρουση. Τότε τι συνέβη;
Κυριάρχησε ο φόβος για τα χειρότερα. Και δεν υπάρχει χειρότερη μορφή συντηρητικοποίησης από την κυριαρχία του φόβου.
Ποιος εκπροσωπούσε το φόβο για τα χειρότερα; Ο ΣΥΡΙΖΑ, φυσικά. Γι’ αυτό και υπέστη συντριβή, χάνοντας ψήφους και από τ’ αριστερά και από τα δεξιά. Κυρίως από τα δεξιά.
Εχασε ψήφους από το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ αλλά κυρίως έχασε από τη ΝΔ. Δείτε την εικόνα της Κρήτης, όπου το 2019 ήταν και στους τέσσερις νομούς πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τώρα είναι η ΝΔ, με τον ΣΥΡΙΖΑ να χάνει ακόμη και τη δεύτερη θέση από το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ σε Λασίθι και Ρέθυμνο. Δείτε τον Δυτικό Τομέα της Β’ Αθήνας και τη Β’ Πειραιά, περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση εργατικού πληθυσμού, όπου έγινε ό,τι και στην Κρήτη: ο πρώτος το 2019 ΣΥΡΙΖΑ συνετρίβη από τη ΝΔ.
Μικρότερες είναι οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ προς τ’ αριστερά. Μπορεί να προβάλλεται η κατά σχεδόν δύο μονάδες αύξηση του ποσοστού του ΚΚΕ, όμως υπάρχουν απώλειες και προς μικρότερα σχήματα. Σε καμιά περίπτωση, όμως, αυτές οι απώλειες δεν είναι στο ύψος των απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά.
Διευκρινίζουμε ότι αυτή είναι μια προσέγγιση με βάση τη διαφοροποίηση των γενικών εκλογικών ποσοστών, που δεν μπορεί να είναι και αριθμητικά ακριβής, γιατί δεν ξέρουμε τις ακριβείς μετατοπίσεις των ψηφοφόρων (και δεν πρόκειται να πάρουμε ως βάση το αναξιόπιστο exit poll). Ομως, έστω και προσεγγιστικά, φαίνεται πολύ καλά πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε κυρίως προς τα δεξιά και όχι προς τ’ αριστερά.
Αυτό επιβεβαιώνει το ότι εκείνο που κυριάρχησε ήταν η πλήρης αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ και ο φόβος που μεθοδικά καλλιέργησε το εκλογικό επιτελείο του Μητσοτάκη και εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως έπιασε τόπο. Mπορεί ο Τσίπρας, σε μια ακόμη επίδειξη πολιτικής αθλιότητας (για να μην πούμε πολιτικής αλητείας), να έριξε την ευθύνη στις «προοδευτικές δυνάμεις στις οποίες τείναμε το χέρι της συνεργασίας», αλλά αυτές «καθόλη την προεκλογική περίοδο είχανε μέτωπο σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ», ενώ «χθες, την ώρα μιας ιστορικής εκλογικής νίκης της Δεξιάς, αυτοί πανηγυρίζανε περισσότερο απο τους Νεοδημοκράτες για την πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ», όμως οι αριθμοί άλλα δείχνουν.
Οι αριθμοί δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε προς το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ (αλήθεια, τι ήθελε ο Τσίπρας να κάνουν οι πασόκοι, να τα βάψουν μαύρα;) και κυρίως προς τη ΝΔ. Αν έφταιγε το «μέτωπο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ», που είχαν οι «προοδευτικές δυνάμεις», τότε θα ενισχύονταν κυρίως αυτές και όχι η ΝΔ. Για τον ΣΥΡΙΖΑ ισχύει το «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη…».
Δηλαδή, η ΝΔ θα διαχειριστεί καλύτερα την κατάσταση σε σχέση με το τι θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ; Οχι, βέβαια. Οι ψηφοφόροι, όμως, απογοητευμένοι, καθηλωμένοι, χωρίς καμιά εμπιστοσύνη στη δύναμη του αγώνα, έδωσαν τόσο ισχυρή πλειοψηφία σ’ αυτό που θεωρούν ότι το «ξέρουν», φοβούμενοι το «άγνωστο» που στα μάτια τους φαινόταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι επειδή έκριναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τους κορόιδευε μέσα στα μούτρα τους, εκτός από τη ΝΔ ενίσχυσαν το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, τον Περισσό και μικρότερα σχήματα.
Επαναλαμβάνουμε ότι ο φόβος, που καταλήγει στην αναζήτηση προστασίας κάτω από τις φτερούγες ενός αποδεδειγμένα αντιλαϊκού κόμματος, είναι η χειρότερη μορφή συντηρητικοποίησης. Αυτή η εκλογική συμπεριφορά είναι αντανάκλαση της κοινωνικής άπνοιας που κυριαρχεί εδώ και αρκετά χρόνια και ταυτόχρονα θα βαρύνει αρνητικά πάνω στο εργατικό και γενικότερα το κοινωνικό κίνημα το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα.
Οσοι και όσες έχουν πέσει «στα πατώματα» και θρηνούν, εκτοξεύοντας κατηγορίες για την εκλογική συμπεριφορά του λαού, θα πρέπει να θυμούνται ότι… δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε λαό. Δεν είναι η πρώτη φορά που η εκλογική συμπεριφορά ενός λαού (με τη μορφή ενός σώματος ψηφοφόρων) είναι τέτοια. Η κοινωνική συμπεριφορά δεν αλλάζει ούτε με τις ελιτίστικες «κατάρες» ούτε με «αγωνιστικές εκκλήσεις» εκτός τόπου και χρόνου (ναι διαβάσαμε και τέτοιες).
Χρέος της πρωτοπορίας είναι να φωτίζει την αλήθεια κάνοντας ολόπλευρη πολιτική ζύμωση, να «μπολιάζει» μ’ αυτή τις συνειδήσεις των ανθρώπων της δουλειάς και των νέων και να οικοδομεί έναν ταξικό-επαναστατικό πολιτικό πόλο, ώστε να μπορέσει να παίξει το ρόλο της ως πρωτοπορία σε κάθε φάση. Και στη φάση της συντηρητικής οπισθοδρόμησης και στη φάση της νέας αγωνιστικής αφύπνισης.
YΓ. Τα ίδια με τον ΣΥΡΙΖΑ έπαθε και το κόμμα της Μπαρούφας. Στη θέση του, αλλά εκτός Βουλής, αναδύθηκε το κόμμα της μεγαλύτερης μπαρούφας.