Ο εξευτελισμός του ελληνικού κοινοβουλίου συνετελέσθη και κατά τη διαδικασία ψήφισης του δεύτερου προκαταρκτικού νόμου του Μνημόνιου-3. Μέσα σε ένα δεκαπεντάωρο, η Βουλή ψήφισε σε ένα άρθρο έναν Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με περισσότερα από χίλια άρθρα και μια τεράστια ευρωπαϊκή Oδηγία 129 άρθρων, που καθορίζει τη διαδικασία του περιβόητου bail in (διαδικασία χρεοκοπίας και εκκαθάρισης τραπεζών). Για να εφαρμοστεί η fast track διαδικασία, ολόκληρος ο ΚΠολΔ των 1050 άρθρων ψηφίστηκε σαν ένα άρθρο και ολόκληρη η Οδηγία των 129 άρθρων επίσης σαν ένα άρθρο, οπότε είχαμε ένα νομοσχέδιο 718 σελίδων σε δύο άρθρα!
Με δεδομένους τους συσχετισμούς, η συζήτηση περιορίστηκε σε άνευ ουσίας διαξιφισμούς. Η αντιπολίτευση βρήκε την ευκαιρία να δικαιωθεί. Την έπεσε άγρια στην κυβέρνηση, κατηγορώντας την για τις απαράδεκτες υποχωρήσεις που έκανε και τις οποίες αυτή (η αντιπολίτευση) είναι υποχρεωμένη να ψηφίσει για να μη χρεοκοπήσει η χώρα. Οι της «Αριστερής Πλατφόρμας» του ΣΥΡΙΖΑ επανέλαβαν αυτά που είχαν πει και την προηγούμενη εβδομάδα και η πρόεδρος της Βουλής έδωσε το δικό της σόου. Εκτός από την πύρινη ομιλία της στην πρωινή συνεδρίαση των Επιτροπών, έστειλε και επιστολή στους Παυλόπουλο και Τσίπρα, με την οποία καταγγέλλει ότι «υπό καθεστώς εξόφθαλμου εκβιασμού ο οποίος απευθύνεται από ξένες Κυβερνήσεις- μέλη της ΕΕ προς την Κυβέρνηση και τους βουλευτές, εισάγεται και, μάλιστα, με “έλλειψη δυνατότητας οποιασδήποτε τροποποίησης’’ ένα νομοθέτημα με το οποίο επιχειρείται μείζων παρέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και στην άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών, κατά τρόπο που καταλύει τόσο την λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας ως κοινωνικού κράτους δικαίου, στο οποίο λειτουργεί η διάκριση των εξουσιών, σύμφωνα με τα Συνταγματικώς οριζόμενα, όσο και την διαφύλαξη της αρχής της δίκαιης δίκης» και τους ζήτησε «να ενημερώσετε τους ομολόγους σας για την παρούσα επιστολή μου, την οποία θα κοινοποιήσω στη συνέχεια στους ομολόγους μου σε όλη την Ευρώπη, σε συνέχεια των προηγούμενων παρεμβάσεών μου». Πέταξε, δηλαδή, ευθέως το γάντι στον Τσίπρα, ζητώντας του εμμέσως πλην σαφώς να της κάνει πρόταση μομφής.
Ολ’ αυτά, όμως, αφορούν το εξουσιαστικό παιχνίδι ανάμεσα στα αστικά κόμματα και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αφορούν την ουσία του δεύτερου προκαταρκτικού νόμου του Μνημόνιου-3. Σε ό,τι αφορά την κύρωση της Οδηγίας για το bail in, εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως η προβλεπόμενη διαδικασία (πρώτα πληρώνουν οι μέτοχοι, μετά οι ομολογιούχοι και μετά οι έχοντες καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ) δεν είναι υποχρεωτική, αλλά πολλά αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους που προχωρά στην εκκαθάριση μιας τράπεζας. Κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένοι, λοιπόν, είναι οι μικροκαταθέτες στην Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που είναι ο ίδιος που ετοιμάστηκε επί υπουργίας Αθανασίου, προκαλώντας μια πολυήμερη αποχή των δικηγόρων και πύρινες καταγγελίες από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, η προσοχή εστιάστηκε κυρίως στις διατάξεις για τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Η κυβέρνηση έσπευσε να ανακοινώσει ότι ο Κώδικας θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Γενάρη του 2016 και «μέχρι την έναρξη ισχύος του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η κυβέρνηση θα εξαντλήσει όλα τα περιθώρια διαπραγμάτευσης για βελτιώσεις και τροποποιήσεις»! Παράλληλα, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση, οι τραπεζίτες ανακοίνωσαν μέσω της Ενωσής τους, ότι θα συνεχίσουν να παρέχουν προστασία της πρώτης κατοικίας των δανειοληπτών με βάση το προϊσχύον καθεστώς. Πέρα από τη δυνατότητα πλειστηριασμού πρώτης κατοικίας, ο νέος ΚΠολΔ προβλέπει να βγαίνουν στο σφυρί ακίνητα στις «σκοτωμένες» αγοραίες τιμές. Ηταν μια απαίτηση των τραπεζιτών που ικανοποιείται, γιατί μέχρι τώρα οι πλειστηριασμοί γίνονται στις αντικειμενικές τιμές, γι’ αυτό εννιά στους δέκα κηρύσσονται άγονοι.
Ακόμη πιο σημαντική, όμως, είναι η αλλαγή στη σειρά κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης μετά από πτώχευση επιχείρησης. Οι τράπεζες πλέον θα προηγούνται των εργαζόμενων, των ασφαλιστικών ταμείων και του Δημοσίου! Αν μια επιχείρηση πτωχεύσει και εκποιηθούν περιουσιακά της στοιχεία, το ποσοστό ικανοποίησης των τραπεζών αυξάνεται στο 65%, των εργαζόμενων μειώνεται στο 25%, ενώ οι λεγόμενοι μη προνομιούχοι πιστωτές θα πάρουν το 10%.
Να μην παραλείψουμε να πούμε δυο λόγια για τη μη συμπερίληψη στο δεύτερο προκαταρκτικό νόμο των ρυθμίσεων για την πρόωρη συνταξιοδότηση καθώς και για το φορολογικό καθεστώς των αγροτών. Ποιος είπε ότι η τρόικα και τα αφεντικά της σκέφτονται τυφλά τεχνοκρατικά και όχι πολιτικά; Με τη συμφωνία «δεμένη», με τις διαβεβαιώσεις του Τσίπρα ότι θα την εφαρμόσει μέχρι κεραίας και με τη στήριξη που προσφέρουν ΝΔ-Ποτάμι-ΠΑΣΟΚ, δεν είχαν κανένα λόγο να μην επιτρέψουν κάποια ευελιξία, όταν μάλιστα τη ζητούσαν όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και η μνημονιακή αντιπολίτευση που αντιμετώπισε εσωτερικά προβλήματα από βουλευτές της επαρχίας. Σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις για την κλιμακωτή κατάργηση της πρόωρης συνταξιοδότησης, γράψαμε και στο προηγούμενο φύλλο ότι ήταν τόσο προχειρογραμμένες που χρειάζονταν καλύτερη νομοτεχνική επεξεργασία. Δεν αποκλείεται να τις δούμε σ’ ένα χωριστό νομοσχέδιο σύντομα.
Σε ό,τι αφορά, όμως, τις ρυθμίσεις για το φορολογικό καθεστώς των αγροτών πρυτάνευσε η πολιτική σκοπιμότητα. Ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Β. Αποστόλου ήταν εκείνος που του ξέφυγε η αλήθεια. Η φορολογική εξομοίωση των αγροτών με τους επαγγελματίες ξεκινά από την 1.1.2016, είπε, οπότε αν η σχετική διάταξη θα ψηφιστεί τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβρη ή αργότερα είναι θέμα που εξαρτάται από τις συζητήσεις ενόψει της πρώτης αξιολόγησης. Για να γίνει η πρώτη αξιολόγηση, βέβαια, θα πρέπει πρώτα να έχει υπογραφεί το Μνημόνιο-3, η ολοκλήρωση του οποίου τοποθετείται περί τις 20 Αυγούστου. Αρα, πρώτα θα καταλήξουν στο Μνημόνιο-3, με το οποίο θα καθορίσουν ξανά την έννοια του «κατά κύριο επάγγελμα αγρότη» και μετά θα ψηφίσουν το φορολογικό, που θα είναι «οδυνηρό», όπως είπε ο Αποστόλου, για να ισχύσει από το φορολογικό έτος 2016.
Προς το παρόν, όπως γράφουμε αναλυτικά στη διπλανή στήλη, επέφεραν ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα στην αγροτική παραγωγή και ιδιαίτερα στους φτωχούς αγρότες, με το πέρασμα της πλειοψηφίας των αγροτικών εφοδίων στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ (23%).