Mάθαμε, λοιπόν, ποιον φοβόταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη και προώθησε την τροπολογία της τελευταίας στιγμής αλλάζοντας τη σύνθεση του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου, που θα έκρινε τη νομιμότητα των κομμάτων που θα κατέβουν στις εκλογές, και από πενταμελή (όπως είναι οι συνθέσεις των τμημάτων του ΑΠ, που κρίνουν τις διάφορες υποθέσεις) την επεξέτεινε στο σύνολο των δικαστών του τμήματος. Αυτός που φοβόταν ήταν ο πρόεδρος του Α1 τμήματος, αντιπρόεδρος του ΑΠ Χρήστος Τζανερίκος.
Προτού ακόμα η Βουλή ψηφίσει την τροπολογία Τσιάρα-Βορίδη (ο πρώτος είναι… φιλική συμμετοχή), ο Τζανερίκος «βγήκε στο κλαρί» με μια σκληρή δήλωση, εντελώς… ανοίκεια για ανώτατο δικαστή, καθώς αμφισβητεί ευθέως το δικαίωμα της Βουλής να νομοθετεί. Δήλωσε ο Τζανερίκος:
«Με βάση την τροπολογία – προσθήκη του ΥΠΕΣ, με την οποία τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρου 32 του π. δ. 26/2012, εισάγεται η πρωτοφανής για τα δικαστικά χρονικά ρύθμιση, που θεσμοθετεί την ολομέλεια πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου. Πρωτοφανής, καθόσον αποτελεί ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου, αφού τόσο κατά το άρθρο 23 του προϊσχύσαντος Ν. 1756/1988, όσο και κατά το άρθρο 27 του ήδη ισχύοντος Ν. 4938/2022: “…Κάθε τμήμα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερις (4) αρεοπαγίτες…“ και όχι από το σύνολο των αρεοπαγιτών, που υπηρετούν σ’ αυτό, ο αριθμός των οποίων, σημειωτέον, δεν είναι ο ίδιος σε όλα τα τμήματα, αλλά μπορεί να μεταβάλλεται, με σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή σε έκτακτες περιπτώσεις με πράξεις του Προέδρου του ΑΠ, που εγκρίνονται από την ολομέλεια αυτού. Ουδέποτε έχει προβλεφθεί ολομέλεια τμήματος συγκροτούμενη απ’ όλους του Δικαστές αυτού. Να σημειωθεί, ακόμη, ότι σε περίπτωση ισοψηφίας σε “ολομέλεια“ τμήματος με άρτιο αριθμό Δικαστών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις (άρθρο 4 Ν. 1756/1988 και ήδη ισχύοντος 4938/2022) πρέπει να έχουν περιττό αριθμό, θα έπρεπε να εισαχθεί (δίκην σωματείου) ρύθμιση ότι υπερισχύει η γνώμη του Προέδρου του.
Η ρύθμιση, που εισάγεται με την επίμαχη τροπολογία, παρά την κατ’ επίφαση αιτιολογία της, δηλαδή της “θωράκισης της όποιας απόφασης του Αρείου Πάγου“ για την ανακήρυξη ή μη κομμάτων, που αναφέρονται στο άρθρο 32 του π. δ. 26/2012, ώστε να μη μπορεί αυτή να αμφισβητηθεί, αποτυπώνει, φωτογραφικά, τη δυσπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου, εκ μέρους της Κυβέρνησης, που είχε τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας να ορίζω την (πενταμελή) σύνθεση του τμήματος του οποίου είμαι Πρόεδρος. Αραγε οι εκατοντάδες χιλιάδες αποφάσεις των τμημάτων του Αρείου Πάγου, που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν με τις πενταμελείς τους συνθέσεις και όχι από τις ολομέλειές τους δεν είναι θωρακισμένες και μπορεί να αμφισβητούνται; Η δεύτερη προσθήκη, κατά την οποία το Α1 τμήμα του ΑΠ, μπορεί να ζητεί στοιχεία για την τεκμηρίωση της σχετικής του κρίσης, από τις κατά περίπτωση αρμόδιες ή άλλες αρχές ήταν εντελώς περιττή, αφού με την ήδη ισχύουσα από τον περασμένο Φεβρουάριο ρύθμιση το τμήμα ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων ανακήρυξης. Στο πλαίσιο, επομένως, της αυτεπάγγελτης έρευνάς του, από που θα αντλούσε τα στοιχεία, για την τεκμηρίωση της κρίσης του, από τον μπακάλη της γειτονιάς;
Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο ΥΠΕΣ, προαναγγέλλοντας την τροπολογία σε εκπομπή της ΕΡΤ την Πέμπτη 06-04-2023, παρενέβη, ανεπίτρεπτα, ευθέως στην κρίση του Α1 τμήματος του ΑΠ, αφού δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Δεν μπορεί να υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, από τη μια μεριά το ποινικό τμήμα της δικαιοσύνης (σημ: ξέχασε να πει κατωτέρου του ΑΠ Δικαστηρίου) να τον καταδικάζει (τον Κασιδιάρη) ως αρχηγό εγκληματικής οργάνωσης και να έρχεται ένα άλλο τμήμα της δικαιοσύνης επίσης, το Α1 του Αρείου Πάγου, που λέει ότι είναι πολιτικός αρχηγός“. Δηλαδή, ο ΥΠΕΣ, εμμέσως, πλην σαφώς υπέδειξε στους Δικαστές του Α1 τμήματος ποια θα πρέπει να είναι η κρίση τους, για το συγκεκριμένο θέμα».
Ο Τζανερίκος «έδωσε» και τον Βορίδη και τον εαυτό του. Σε ελεύθερη απόδοση, αυτό που είπε είναι εξαιρετικά απλό: Δεν ήθελαν να με αφήσουν να ορίσω την πενταμελή σύνθεση που υπό την προεδρία μου θα έκρινε τη νομιμοποίηση των κομμάτων, γιατί κατάλαβαν ότι θα νομιμοποιούσα τη συμμετοχή του «κόμματος Κασιδιάρη». Τα υπόλοιπα, που λέει ο Βορίδης, είναι προσχηματικά (σύμφωνα με τον Τζανερίκο, ο οποίος σήμερα ολοκλήρωσε την «ηρωική έξοδό» του από το δικαστικό σώμα. Ετσι κι αλλιώς θα συνταξιοδοτούνταν στις 30 Ιούνη, λόγω ορίου ηλικίας).
Για ποιο λόγο ο Τζανερίκος σχεδίαζε να νομιμοποιήσει το νεοναζιστικό μόρφωμα του Κασιδιάρη; Από μια τυπολατρική προσέγγιση στο πνεύμα του Συντάγματος ή επειδή αισθάνεται για το συγκεκριμένο μόρφωμα την ίδια… συμπάθεια που αισθάνθηκε ο συνταξιούχος συνάδελφός του, τέως αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αν. Κανελλόπουλος, που έγινε «μπροστινός» του Κασιδιάρη; Δύσκολο να πιστέψουμε το πρώτο. Οι ανώτατοι δικαστικοί καριέρας έχουν τόση… ευλυγισία που παρακάμπτουν με μεγάλη ευκολία το Σύνταγμα, όταν αυτό τους ζητείται παρασκηνιακά ή όταν αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να το κάνουν, επειδή αυτό απαιτεί το γενικότερο συμφέρον του συστήματος.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φύση της αστικής Δικαιοσύνης, ως πυλώνα στήριξης της κατασταλτικής λειτουργίας του αστικού συστήματος εξουσίας, αλλά και την ιστορία της στη χώρα μας. Η αστική Δικαιοσύνη στήριξε δικτατορίες, πλαισίωσε έκτακτα δικαστήρια που έστελναν στα εκτελεστικά αποσπάσματα τους αντιστασιακούς, έδωσε πρωθυπουργό και στελέχη στη στρατιωτικοφασιστική χούντα του 1967-74 και συνέχισε ανενόχλητη τη λειτουργία της μετά την πτώση της χούντας το 1974, χωρίς να κάνει στις γραμμές της ούτε τη στοιχειώδη «αποχουντοποίηση» που χρειαζόταν ο αστικός κοινοβουλευτισμός για να κερδίσει τη λαϊκή συναίνεση.
Φυσικά και υπάρχουν και έντιμοι άνθρωποι στις γραμμές της αστικής Δικαιοσύνης, όμως αυτούς τους έχουν για τη «λάντζα». Κι αν τύχει κανείς τους να βρεθεί σε κρίσιμη υπόθεση, φροντίζουν να τον απομονώσουν ή και να τον διώξουν από το σώμα. Θυμηθείτε την τύχη δικαστικών σε σημαντικές υποθέσεις, που δεν πειθάρχησαν στις εντολές της πολιτικής εξουσίας: Τερτσέτης, Πολυζωίδης, Δελαπόρτας, Σαρτζετάκης. Κανένας τους δεν ήταν ανατρεπτικός, όμως διώχτηκαν, κακοποιήθηκαν, φυλακίστηκαν, επειδή δεν πειθάρχησαν.
Ο Τζανερίκος σίγουρα δεν είναι απ’ αυτήν την πάστα. Τι ακριβώς είναι θα το δείξει το μέλλον. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος απλώνει… με τακτ την άποψη ότι ήταν χολωμένος γιατί ήθελε τη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε τον «πιστό» Ισίδωρο Ντογιάκο. Κι επειδή χολώθηκε αποφάσισε να τους χτυπήσει ακυρώνοντας μια νομοθετική πρωτοβουλία τους;
Ο Τσιάρας, μολονότι είναι ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης, εξαφανίστηκε. Εξαφανισμένος είναι, άλλωστε, και τα τέσσερα χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ολα τα ανέλαβε ο Βορίδης. Εχουμε έτσι το φαινομενικά παράδοξο, ένας αναβαπτισμένος τσεκουροφόρος νεοφασίστας (εγώ τον ξέπλυνα, είχε δηλώσει παλαιότερα ο Καρατζαφέρης) να πρωταγωνιστεί στον αποκλεισμό από τις εκλογές ενός νεοναζιστή και της συμμορίας του! Ο Βορίδης έχει ξεφτιλιστεί, βέβαια. Προώθησε μια ρύθμιση τον Ιούνη του 2021, για να αποκλείσει υποτίθεται τους νεοναζιστές από τις εκλογές (το αντίθετο γινόταν). Προώθησε νέα ρύθμιση τον Φλεβάρη του 2023, αλλά πάνω στο δίμηνο συνειδητοποίησε ότι δεν εξασφάλιζε κατάλληλη σύνθεση στο Α1 τμήμα του ΑΠ για να υλοποιήσει τη ρύθμισή του, αποκλείοντας το νεοναζιστικό μόρφωμα του Κασιδιάρη. Και προωθεί τρίτη ρύθμιση για να κανονίσει τη δικαστική σύνθεση που θα επιφέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα.
Σιγά, όμως, μην ντραπεί ο Βορίδης. Ειδικά αυτός. Στην απάντησή του στον Τζανερίκο, από τη μια μιλά για «μία μείζονος σημασίας επικείμενη κρίση που αφορά την συμμετοχή στις εκλογές κομμάτων που έχουν ως ιδρυτικά τους μέλη ή ως υποψήφιους τους ή ως πραγματικούς αρχηγούς καταδικασμένους για το κακούργημα της ηγεσίας εγκληματικής οργανώσεως» και, από την άλλη λέει ότι το ποθούμενο απαιτεί… «περισσότερα μάτια, εγκυρότερη κρίση, χωρίς καμία εξαίρεση δικαστή του αρμόδιου τμήματος από τη σύνθεση», επιβεβαιώνοντας τον Τζανερίκο και αποκαλύπτοντας ότι ο μόνος λόγος που έφερε αυτή την τρίτη ρύθμιση είναι γιατί κατάλαβε ότι ο Τζανερίκος θα φρόντιζε να περάσει το νεοναζιστικό μόρφωμα Κασιδιάρη. «Η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης θωρακίζει την κρίση της Δικαιοσύνης, όποια και αν θα είναι αυτή», ισχυρίζεται ο Βορίδης, βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα σε όλο τον κόσμο και κάνοντας «ήρωα» στα μάτια του φασισταριού όχι μόνο τον Κασιδιάρη αλλά και τον… «γενναίο» Τζανερίκο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε την ευκαιρία να καταγγείλει ότι «ο κ. Μητσοτάκης με τους τραγικά ερασιτεχνικούς χειρισμούς του μετατρέπεται στον μεγαλύτερο χορηγό της Ακροδεξιάς». Αλλά και να «υιοθετήσει» τον Τζανερίκο! «Οπως καταγγέλλει και ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, η νέα τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή συνιστά πρωτοφανή στα χρονικά παρέμβαση στη Δικαιοσύνη και στην λειτουργία του Αρείου Πάγου», αναφέρει η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ!
Η κυβέρνηση «δεν μας άκουσε όταν προειδοποιούσαμε και απέρριψε την τροπολογία που είχαμε καταθέσει και αποτελούσε την μόνη λύση για τον αποκλεισμό των νεοναζί. Τώρα, σε αυτήν την παρωδία ας αναλάβει μόνος του την ευθύνη», καταλήγει η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, αν η κυβέρνηση έκανε δεκτή την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τζανερίκος θα έκοβε το κόμμα του Κασιδιάρη; Την ίδια στάση θα είχε, όπως φαίνεται από τη δήλωσή του. Και βέβαια, δεν ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την τροπολογία Βορίδη τον Ιούνη του 2021 και ισχυριζόταν τότε ότι… έφραξε το δρόμο στους νεοναζιστές. Στη δε ρύθμιση που κατέθεσε τον Φλεβάρη του 2023, άφηνε ορθάνοιχτο το δρόμο να αποκλειστούν από τις εκλογές και εκπρόσωποι του «άλλου άκρου».
Τα αστικά κόμματα δε θέλουν απαγόρευση της νεοναζιστικής δράσης. Θέλουν αποκλεισμό των νεοναζιστών από το αστικό Κοινοβούλιο με πλήρη ελευθερία δράσης «στο δρόμο». Τα αστικά κόμματα και οι διωκτικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους έχουν ήδη ακυρώσει στην πράξη την ιστορική πλευρά της δικαστικής απόφασης 2644/2020 του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, αυτήν που έκρινε ότι εγκληματική οργάνωση είναι η ΧΑ από πάνω μέχρι κάτω και κίνητρο της εγκληματικής της δράσης είναι η ναζιστική ιδεολογία. Παράλληλα, ηρωποιούν τον Κασιδιάρη στα μάτια των φασισταριών και τα σπρώχνουν να συσπειρωθούν στο μόρφωμά του.
Και βέβαια, πρέπει να επισημάνουμε ότι έχουν ήδη ανοίξει το δρόμο για μελλοντικές απαγορεύσεις του «άλλου άκρου», των επαναστατικών δυνάμεων, δίνοντας στον Αρειο Πάγο εξουσίες που ουδέποτε είχε από το 1974 (μετά την πτώση της χούτντας και την πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος).
Επαναλαμβάνουμε αυτά που γράφαμε στις 11 του περασμένου Φλεβάρη:
Αν το αστικό κράτος, που τώρα το διευθύνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εφάρμοζε το σκεπτικό και το διατακτικό της ιστορικής απόφασης 2644/2020 του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, θα μπορούσε να τσακίσει τους νεοναζιστές. Τι λέει αυτή η απόφαση; Οτι εγκληματική οργάνωση δεν είναι οι μερικές δεκάδες νεοναζιστών που δικάστηκαν, αλλά η ΧΑ ως κόμμα. Από την κορφή μέχρι τον πάτο. Αρα, όποιος/α εμφανίζεται ως στέλεχος, μέλος, ενεργός οπαδός της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης και των παραφυάδων της πρέπει να συλλαμβάνεται και να παραπέμπεται για το αυτόφωρο κακούργημα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση.
Δεν το έκανε το αστικό κράτος, γιατί δε θέλει να τσακίσει το ναζισμό, που είναι σάρκα από τη σάρκα της αστικής εξουσίας. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ απαίτησε κάτι τέτοιο, χρησιμοποιώντας την πολιτική και κοινοβουλευτική του δύναμη και τα ΜΜΕ που ελέγχει. Χώρα που δεν έχει θεσπίσει αντιναζιστική νομοθεσία φτιάχνει ad hoc νομοθεσία για τον αποκλεισμό ενός νεοναζιστικού μορφώματος, όχι επειδή είναι τέτοιο, αλλά επειδή κόβει ψήφους από το κυβερνών κόμμα. Αυτή είναι η ουσία.
Δυόμισι χρόνια άφησαν τους νεοναζιστές ασύδοτους, παρά τη δικαστική απόφαση του Οκτώβρη του 2020. Θα μπορούσαν να τους τσακίσουν και χωρίς ειδική αντιναζιστική νομοθεσία, αν ακολουθούσαν αυτή την απόφαση. Δεν το έκαναν. Και τώρα έπεσαν οι μάσκες.