Ούτε ένας από τους πρώην πρωθυπουργούς και αρχηγούς της ΝΔ δεν παρέστη στη Βουλή για να στηρίξει με την παρουσία του τον Μητσοτάκη στην προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση για τις υποκλοπές. Ο Βαγγέλας ο Μεϊμαράκης έχει τη δικαιολογία ότι είναι ευρωβουλευτής και επομένως δεν μπορούσε να παραστεί. Μια δήλωση, όμως, θα μπορούσε να την κάνει. Γιατί επέλεξε τη σιωπή;
Η απουσία του Κώστα Καραμανλή και του Αντώνη Σαμαρά ήταν ηχηρότατη. Και την έκανε ακόμη πιο ηχηρή το γεγονός ότι δεν επικαλέστηκαν κάποια τυπική δικαιολογία. Την ώρα που ο Μητσοτάκης τούς είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αυτοί προτίμησαν να του γυρίσουν την πλάτη.
Αν οι τοποθετήσεις του (καραμανλικού) Πάκη Παυλόπουλου, της (τέως μητσοτακικής) Ολγας Κεφαλογιάννη και του (σαμαρικού) Κωνσταντίνου Τζαβάρα μπορούν να αποδοθούν σε (υπαρκτές) προσωπικές πικρίες για τον παραμερισμό τους από τον Μητσοτάκη, σε τι θα μπορούσε να αποδοθεί η ηχηρή χτεσινή παρέμβαση του Θοδωρή Ρουσόπουλου, άλλοτε πανίσχυρου εκπροσώπου Τύπου του Καραμανλή;
Ο Ρουσόπουλος επανήλθε στην ενεργή πολιτική επί Μητσοτάκη και φέρεται εδώ και καιρό ως «υπουργίσιμος». Είναι πολιτικά έμπειρος και ξέρει να μετράει τα λόγια του, για να μην την ξαναπατήσει. Από την άλλη, έχει ισχυρές επαφές με μιντιάρχες και άλλους καπιταλιστές, τις οποίες καλλιέργησε την εποχή που ήταν το Νο 2 στην κυβέρνηση Καραμανλή και «τραβούσε κουπί» ως ο αντ’ αυτού του Νο 1 (που γενικά δεν ήταν και πολύ της δουλειάς, σε αντίθεση με το playstation). Δεν μίλησε τυχαία, λοιπόν. Το ερώτημα είναι αν βρισκόταν σε συνεννόηση με τον Καραμανλή ή πρόκειται για προσωπική του πρωτοβουλία, «κατόπιν ωρίμου σκέψεως». Και το δεύτερο να ισχύει, όμως, έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός πως ο Μητσοτάκης θεωρείται «τελειωμένος». Δεν μπορεί ο Ρουσόπουλος να μην μίλησε με «κάποιους» προτού μιλήσει δημόσια ο ίδιος.
Εμφανίστηκε, λοιπόν, στο Open και αρχικά είπε πως «μόλις άκουσα το θέμα, υπέστην ένα σοκ. Δεν το περίμενα. Δεν είναι ευχάριστο. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο ένα τέτοιο θέμα, θεωρώ ότι είναι ένα μεγάλο σφάλμα». Ο χρωματισμός του λόγου με ποσοτικά επιρρήματα και επίθετα (καθόλου ευχάριστο, μεγάλο σφάλμα) είναι η πρώτη διαφοροποίηση από την επίσημη κυβερνητική θέση. Είχε και συνέχεια, όμως. «Πρέπει να δούμε ποιος έκανε αυτό το σφάλμα. Ο πρωθυπουργός μίλησε ευθέως, ανοιχτά, ζήτησε συγγνώμη, είπε ότι αν εγνώριζε κάτι τέτοιο φυσικά και δεν θα το επέτρεπε», πρόσθεσε ο Ρουσόπουλος, θέτοντας ευθέως θέμα περαιτέρω διερεύνησης. Δεν τον καλύπτει, δηλαδή, η τοποθέτηση Μητσοτάκη ότι φταίει το γεγονός ότι η ΕΥΠ/ΚΥΠ δεν έχει τα απαραίτητα «φίλτρα».
Η απόσταση από τη γραμμή Μητσοτάκη μεγάλωσε, όταν ο Ρουσόπουλος τοποθετήθηκε στο ζήτημα της νομιμότητας της παρακολούθησης Ανδρουλάκη: «Υπάρχει μια αρχαία αντιπαράθεση, η οποία ξεκίνησε μεταξύ του Κρέοντα και της Αντιγόνης. Για το νόμιμο και το ηθικό. Λοιπόν το νόμιμο και το ηθικό δεν είναι πάντοτε ταυτόσημα. Κατά συνέπεια λοιπόν βεβαίως μπορεί να είναι εντός του πλαισίου του νόμου, κατά πόσο είναι ηθικό να παρακολουθείς ένα πολιτικό πρόσωπο που ανήκει στο δημοκρατικό τόξο και όχι εκτός δημοκρατικού τόξου και αυτός και το κόμμα του, συζητείται».
Και για να μην μείνει η παραμικρή αμφιβολία επί του ότι διαφωνεί με τη γραμμή Μητσοτάκη, το συγκεκριμενοποίησε περαιτέρω: «Εγώ πιστεύω ότι έχουν μείνει αναπάντητα ερωτήματα. Γιατί παρακολουθούνταν ο Ανδρουλάκης; Με ποια στοιχεία η εισαγγελέας έδωσε αυτή την άδεια;». Ποιος άφησε αναπάντητα τα ερωτήματα; Ο Μητσοτάκης, φυσικά, που υποτίθεται ότι απάντησε στα πάντα.
Ολοκληρώνοντας, ο Ρουσόπουλος άφησε υπόνοιες για πιθανότητα… κουκουλώματος και πρότεινε: «Αν θέλουμε λοιπόν να μην κουκουλωθεί τίποτα, να μην υπάρξει επανάληψη κατηγοριών προς την πολιτική, η οποία βλάπτει όλους τους πολιτικούς και την πολιτική εν γένει και τους θεσμούς, εκτιμώ ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα μπορούσε να ξεκινήσει μια ανεξάρτητη έρευνα δική του, στην οποία και ο κ. Ανδρουλάκης θα μπορούσε να καταθέσει – έχει ήδη καταθέσει στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τη μήνυσή του». Και συμπλήρωσε: «Στη γραμμή αυτή που λέει ο πρωθυπουργός και η ΝΔ να βγουν όλα στο φως, προτείνω να υπάρξει μια παράλληλη έρευνα από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έτσι ώστε ο κ. Ανδρουλάκης, αφού αρνείται να πάει να ενημερωθεί από την ΕΥΠ, να μπορεί να ενημερωθεί από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για το τι έχει ακριβώς συμβεί. Και για να φύγει κάθε υπόνοια από την πολιτική σκηνή ότι συγκαλύπτουμε το οτιδήποτε μπορεί να είναι πίσω από αυτή την υπόθεση».
Φυσικά, τίποτα δεν θα έβγαζε μια έρευνα του Ντογιάκου, που είναι τόσο προκλητικός ώστε η προκαταρκτική εξέταση που ξεκίνησε ο ίδιος προσωπικά αφορά το… πώς διέρρευσαν ειδήσεις για «επισυνδέσεις», όμως ο Ρουσόπουλος πάει πέρα από τη γραμμή του Μαξίμου και στο ζήτημα της υποτιθέμενης διερεύνησης (θυμίζουμε ότι το Μαξίμου θεώρησε το ζήτημα λήξαν με την απομάκρυνση του Κοντολέοντα και του ανιψιού Δημητριάδη και απλώς αποδέχτηκε την πρόταση του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής). Αυτό που εννοεί εμμέσως πλην σαφώς ο Ρουσόπουλος είναι πως μια Εξεταστική με νεοδημοκρατική πλειοψηφία δεν αποτελεί εχέγγυο για την ανεύρεση της -λέμε τώρα- αλήθειας).
Οταν ζητήθηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Οικονόμου μα σχολιάσει την τοποθέτηση Ρουσόπουλου, απάντησε: «Δεν σχολιάζω δημόσια τοποθετήσεις στελεχών και βουλευτών της παράταξής μας. Ο,τι είχαμε να πούμε για την πτυχή του θέματος αυτού το είπε με απόλυτο τρόπο ο Πρωθυπουργός, τοποθετούμενος για όλες τις διαστάσεις και όλες τις πτυχές της νόμιμης επισύνδεσης στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη». Η εμφανέστατη αμηχανία του εκπροσώπου του, που προσπαθεί μάταια να αποφύγει τοποθετήσεις επί της ουσίας, δείχνει την πολιτική απομόνωση του Μητσοτάκη. Οσα γκάλοπ και να παραγγείλει, αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί.
ΥΓ. «Το τι ήξερε ο πρωθυπουργός ή το τι δεν ήξερε κανένας δεν μπορεί να το ξέρει» δήλωσε ο Κ. Τζαβάρας σε πελοποννησιακό κανάλι. Αυτό πόνεσε περισσότερο από τα προηγούμενα, διότι είπε ευθέως ότι ο πρωθυπουργός δεν είναι a priori αξιόπιστος, ότι μπορεί να λέει και ψέματα.