Τη μέρα των εκλογών, ο Περισσός ασχολούνταν με το Τουΐτερ. Ολόκληρη γραμματέας του κόμματος ασχολήθηκε στην καθιερωμένη δήλωσή της μόνο με την καταγγελία ότι δημιουργήθηκε ένας προβοκατόρικος λογαριασμός στο Τουΐτερ που καλεί στο όνομα της ΚΕ του Περισσού τα μέλη και οι οπαδοί του να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε, άραγε, περίπτωση να φάει κανένας –ιδιαίτερα μέλος ή οπαδός του Περισσού– αυτό το παραμύθι; Οχι, βέβαια. Επέλεξαν, όμως, να κάνουν μέγα ένα ήσσονος σημασίας θέμα (γεμάτο από προβοκάτσιες είναι καθημερινά το Ιντερνετ) για να εξάψουν τον κομματικό πατριωτισμό και να στηρίξουν την ιδέα ότι τους πολεμούν θεοί και δαίμονες.
Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτή την εκλογική μάχη κάθε άλλο παρά τους πολέμησε το μιντιακό σύστημα. Αντίθετα, περίσσεψαν τα καλά λόγια για την καθαρότητα της γραμμής του Περισσού, η οποία συγκρινόταν με τη διγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ. Για τους δικούς τους λόγους, τα αστικά ΜΜΕ στήριξαν τον Περισσό. Ομως, οι μισοί από τους ψηφοφόρους του μετακόμισαν κατά ΣΥΡΙΖΑ μεριά, δελεασμένοι από το «εδώ και τώρα» μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς» που θ’ απαλύνει λίγο τον πόνο τους.
Το πλήγμα ήταν ισχυρότατο. Και γίνεται αβάσταχτο επειδή συνοδεύτηκε από εκλογική επιβεβαίωση της γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο μετά τη διάσπαση του 1991 είχε καταγράψει τόσο χαμηλό ποσοστό ο Περισσός. Για ένα κόμμα που έχει συνηθίσει τα μέλη και τους οπαδούς του να έχουν ως ένα από τα βασικότερα κριτήρια την εκλογική αποδοχή, που κάθε φορά ρίχνει όλες τις δυνάμεις του στη συλλογή ψήφων, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα κάθε τι άλλο, είναι δύσκολο να πει «δεν τρέχει και τίποτα». Δεν πρόκειται να πείσει. Από την άλλη, δεν έχει και προοπτική να «πατήσει» σύντομα τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί ο τελευταίος έμεινε στην αντιπολίτευση, οπότε θα μπορεί να δημαγωγεί εκ του ασφαλούς και να κρατάει ζεστή την αυταπάτη της «κυβέρνησης της Αριστεράς», στριμώχνοντας τον Περισσό και καθηλώνοντάς τον σ’ αυτά τα ποσοστά, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ούτε μπορεί να ελπίζει ο Περισσός στο ξεφτίλισμα του ΣΥΡΙΖΑ λόγω της συμπεριφοράς του έναντι των ταξικών αγώνων, γιατί την ίδια στάση ακολουθεί και ο Περισσός. Στο κάτω-κάτω, ήταν αυτός και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ που ανέλαβε να περιφρουρήσει με ροπαλοφόρους το αστικό κοινοβούλιο στις 20 Οκτώβρη του 2011.
Ολ’ αυτά προκάλεσαν ταραχή στην ηγετική ομάδα και το μηχανισμό της, που αντέδρασε σπασμωδικά με τη μακροσκελή δήλωση που έκανε η Παπαρήγα το βράδυ των εκλογών. Στη δήλωση αυτή διαχώρισε τον ΣΥΡΙΖΑ από τ’ άλλα αστικά κόμματα, κριτικάροντάς τον μόνο ότι έχει «πάρα πολύ νερώσει το κρασί του». Φαίνεται ότι στη συνέχεια το κατάλαβαν, γι’ αυτό και τη Δευτέρα η ΚΕ διόρθωσε τη δήλωση της Παπαρήγα, μιλώντας για «διαχειριστική λογική» του ΣΥΡΙΖΑ, με «πρόγραμμα αστικής διαχείρισης» και «κραυγαλέο ενδοτισμό απέναντι στον ξένο παράγοντα».
Την ευθύνη για την εκλογική ήττα τη φόρτωσαν κυρίως στις «αντικειμενικές συνθήκες» και στο «επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης η οποία δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το κόμμα, αλλά και από τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων». Επειδή, όμως, η «μουρμούρα» είχε ήδη αρχίσει, η ηγετική ομάδα έσπευσε να θωρακιστεί έναντι κάθε κριτικής, μιλώντας και για «γενικότερους υποκειμενικούς παράγοντες που μεσοπρόθεσμα επιδρούν στην πολιτική διείσδυση του Κόμματος» και «υποκειμενικές αδυναμίες κατά την προεκλογική περίοδο ανεξάρτητα από την επίδραση ή τον βαθμό επίδρασης στο εκλογικό αποτέλεσμα». Σε τι συνίστανται αυτοί οι υποκειμενικοί παράγοντες; Οχι στη γραμμή, η οποία καθορίστηκε σωστά από «το 18ο συνέδριο και τις κατοπινές αποφάσεις της ΚΕ», αλλά στη δουλειά που γίνεται για την εφαρμογή αυτής της γραμμής!
Δεν ξέρουμε τι είδους κριτική θα αρθρωθεί στο εσωτερικό του Περισσού. Ισως να είναι κριτική που θ’ αφορά τον ιδιόμορφο σεκταρισμό που ακολουθεί αυτό το κόμμα μετά το 1991. Ναι μεν αυτός ο σεκταρισμός τους βοήθησε να ανακάμψουν μετά τη διάσπαση, στη συνέχεια όμως και ειδικά από τότε που ξέσπασε η κρίση, τους οδήγησε να βλέπουν από μακριά την πλάτη του ΣΥΡΙΖΑ. Κριτική που ν’ αφορά την ίδια την ουσία της αστικής πολιτικής τους, την υποταγή στην αστική νομιμότητα, τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, το λεγκαλισμό και το ρεφορμισμό στο εργατικό κίνημα, δε νομίζουμε πως θ’ αρθρωθεί, τουλάχιστον σε μαζική κλίμακα. Γι’ αυτό και θα τους ξαναβρούμε μπροστά μας σαν βαρίδι.