Η εικόνα από μόνη της έλεγε περισσότερα από χίλιες λέξεις. Στην κορυφή του τραπεζιού ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και γύρω του ο Παπανδρέου, ο Σαμαράς, η Παπαρήγα, ο Καρατζαφέρης και ο Τσίπρας. Θα μπορούσαν να είναι εκεί και ο Κουβέλης, η Μπακογιάννη, ο Δημαράς και εκπρόσωπος των Οικολόγων, αλλά ο πρόεδρος τήρησε το πρωτόκολλο: μόνο τα κόμματα που διαθέτουν αναγνωρισμένη από τον κανονισμό κοινοβουλευτική ομάδα. Ετσι κι αλλιώς, εκείνο που ενδιέφερε ήταν η εικόνα. Να σταλεί στον ελληνικό λαό το μήνυμα, ότι οι θεσμοί λειτουργούν. Οτι τα κοινοβουλευτικά κόμματα, παρά τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις τους, τιμούν το θεσμικό τους ρόλο και συνομιλούν με προεδρεύοντα τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οτι συζητούν ακόμη και τα κόμματα που την προηγούμενη μέρα αρνήθηκαν να πάνε σε συνάντηση με τον Παπανδρέου.
Πράγματι, ο Περισσός, που αρνήθηκε να πάει σε συνάντηση με τον Παπανδρέου, πήγε στη σύναξη του προεδρικού μεγάρου. Γιατί άραγε; Μήπως αυτή είχε διαφορετικό χαρακτήρα; Δεν λειτούργησε ο Παπούλιας σαν τσιράκι του Παπανδρέου; Δεν είν’ αυτός που συνέχεια κάνει παρεμβάσεις υπέρ του Μνημόνιου, προσθέτοντας και μερικές φιλανθρωπικές πινελιές υπέρ φτωχών και αδυνάτων; Γιατί δεν αρνήθηκαν να συμπράξουν σ’ αυτό το αντιδραστικό καραγκιοζιλίκι που μόνο σύγχυση καλλιεργεί; Την απάντηση την έχουμε δώσει και άλλες φορές. Ο Περισσός είναι θεσμικό κόμμα κι αυτό πρέπει και θέλει να το δείχνει.
Πηγές της προεδρίας τόνισαν, ότι «το κλίμα στη συνάντηση ήταν πολύ καλό και υπήρξαν σημεία σύγκλισης»! Αυτή η δήλωση τα λέει όλα. Ακόμα και το «δροσούλα σήμερα» να ήταν το μόνο στο οποίο συμφώνησαν οι πέντε, οι άνθρωποι του Παπούλια θα έλεγαν στους δημοσιογράφους ότι υπήρξαν σημεία σύγκλισης. Αμ’ το κλίμα, πώς είναι δυνατόν να είναι καλό; Πώς είναι δυνατόν κάποιος να ετοιμάζει νέα δεσμά για τους εργαζόμενους και παράλληλα να ξεπουλήσει ότι έχει μείνει από τον κρατικό πλούτο και εκείνοι που εμφανίζονται ως εκπρόσωποι των εργαζόμενων να μη πέφτουν να τον φάνε; Οχι, δεν είναι λαϊκίστικο το ερώτημα. Ολη αυτή η θεσμική λειτουργία, το «διαφωνούμε αλλά θεσμικά συναντιόμαστε και συζητάμε», ενισχύει τον αστικό κοινοβουλευτισμό και κρατάει τους εργαζόμενους και τους νέους εγκλωβισμένους στη λογική του.
Από κει και πέρα, το παιχνίδι παιζόταν μεταξύ Παπανδρέου και Σαμαρά. Είχε, όμως, μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν. Δεν είχε καταγγελίες και ψηλούς τόνους. Κανένας από τους δύο δεν προσπαθούσε να εκθέσει τον άλλο. Το παιχνίδι δεν θύμιζε παρτίδα πόκερ για καλούς παίχτες, αλλά σχολική θεατρική παράσταση. Με θεατές όχι τους τροϊκανούς, όπως άφηναν να εννοηθεί, αλλά τον ελληνικό λαό. Διότι οι τροϊκανοί δεν παραμυθιάζονται από τέτοιες παραστάσεις. Ούτε ήταν αυτό το ζητούμενο. Αυτό παρουσιάστηκε σαν ζητούμενο, με συμμετοχή στο στήσιμο και των τροϊκανών.
Από τις Βρυξέλλες, με δηλώσεις του Γιούνκερ και του Ρεν, ξεκίνησε η εκστρατεία «αναζητείται συναίνεση». Αν δεν υπάρξει συναίνεση και της αντιπολίτευσης, έλεγαν, δεν πρόκειται να εκταμιευθεί η 5η δόση του δανείου, ούτε να συζητηθεί νέο δάνειο. Αν ο Σαμαράς τσιμπού-σε, όλα θα είχαν τελειώσει. Ο Σαμαράς, όμως, δεν τσίμπησε. Αρνήθηκε να κάνει χαρακίρι. Υπήρξε, όμως, περίπτωση να τσιμπήσει; Τόσο αφελής δεν είναι. Και σαν κόμμα η ΝΔ έχει τις διασυνδέσεις της στην Ευρώπη για να μάθει αμέσως ότι όλα ήταν ένα παιχνίδι προπαγάνδας.
Με όλο αυτό το παιχνίδι, όμως, το σύστημα κέρδιζε σε δυο επίπεδα. Από τη μια ανέβαζε την κινδυνολογία στα ύψη, γεγονός που πάντοτε έχει μια επίδραση στην παράλυση συνειδήσεων, και από την άλλη έδινε στο Σαμαρά την ευκαιρία να διολισθήσει σε θέσεις συναίνεσης, διατηρώντας ταυτόχρονα μέρος της αντιμνημονιακής του ρητορικής. Ο Σαμαράς ήξερε, επίσης, είτε μετά από απευθείας επαφή με τον Παπανδρέου είτε μετά από επαφές συνεργατών τους, που πάντοτε γίνονται, ότι ο Παπανδρέου είναι τόσο στριμωγμένος που δεν έχει τη δυνατότητα σ’ αυτή τη φάση να του τη φέρει. Επομένως, είχε την ευκαιρία να διολισθήσει προς βασικές θέσεις της τροϊκανής πολιτικής, χωρίς αυτό να του στοιχίσει ιδιαίτερα σ’ αυτή τη φάση. Και να του στοίχιζε, όμως, δεν έχει άλλες επιλογές. Πρέπει να ετοιμάζεται από τώρα για τη διαδοχή, χωρίς να δίνει πολλές υποσχέσεις, για να μη βρεθεί στη θέση που βρέθηκε ο Παπανδρέου την επαύριο των εκλογών. Η διαφορά τους είναι ότι ο μεν Παπανδρέου βιαζόταν να κυβερνήσει, γι’ αυτό και με την απειλή ότι δεν θα ψηφίσει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας επέτρεψε στον Καραμανλή να την κάνει με βαριά πηδηματάκια, γι’ αυτό και φώναζε προεκλογικά «λεφτά υπάρχουν» (για να σιγουρέψει τη νίκη), ενώ ο Σαμαράς δεν βιάζεται να κυβερνήσει. Θέλει να χρεωθεί τα πάντα το ΠΑΣΟΚ και μετά αυτός ν’ αναλάβει τη διαχείριση, προσευχόμενος τότε που θ’ αναλάβει να είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα.
Οι συμμετέχοντες στη φιέστα του προεδρικού μεγάρου ενδιαφέρονταν μόνο για την αποσαφήνιση του πολιτικού παιχνιδιού. Θα γίνουν ή όχι εκλογές; Ρώτησαν τον Παπανδρέου, αυτός τους απάντησε ότι δεν είναι στις προθέσεις του κι αυτοί –με πρώτον τον Σαμαρά– φρόντισαν να το δημοσιοποιήσουν. Το επιβεβαίωσαν και «πηγές» της προεδρίας, για να είναι πιο έγκυρο. Το θέμα, όμως, δεν είναι τι προτίθεται να κάνει ο Παπανδρέου, αλλά τι θ’ αναγκαστεί να κάνει. Και ναι μεν την ΚΟ του ΠΑΣΟΚ μπορεί να την μανιπουλάρει, μπορεί να τους πετάξει και τον Παπακωνσταντίνου να τον σκίσουν και μετά να του αλλάξει πόστο (ο ανασχηματισμός θεωρείται βέβαιος), τι θα γίνει όμως με την κοινωνική κατάσταση;
Εσπευσαν όλοι να γλείψουν τους «αγανακτισμένους» που βγήκαν στις πλατείες. Πίστεψαν ότι αυτό θα κρατήσει δυο-τρεις μέρες και τέρμα. Οταν, όμως, είδαν το φαινόμενο να επιμένει κι όταν είδαν ανεξέλεγκτους διαδηλωτές, που δεν θα τους έλεγες «γνωστούς αγνώστους», να αποκλείουν την είσοδο της Βουλής και να γιουχάρουν βουλευτές, κατάλαβαν ότι τα πράγματα είναι πιο σοβαρά απ’ όσο πίστευαν. Πώς να πάνε σε ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, με αποσαφηνισμένα μέτρα και με όλον αυτόν τον κόσμο στο δρόμο, χωρίς τον άμεσο έλεγχο από κόμματα και συνδικαλιστική γραφειοκρατία; Κι αν γίνει το «ντου» στη Βουλή, καθώς θα διαλυθούν οι αυταπάτες που διακατέχουν όλον αυτόν τον κόσμο, που πιστεύει ότι στεκόμενος ειρηνικά στο Σύνταγμα θ’ αναγκάσει την κυβέρνηση να πάρει πίσω την πολιτική της ή να παραιτηθεί;
Η πολιτική κρίση αρχίζει να βαθαίνει επικίνδυνα κι ας δείχνουν όλα ήρεμα στην επιφάνεια. Οταν το «Βήμα» γράφει στην ηλεκτρονική του έκδοση «κακά τα ψέματα, η συγκεκριμένη κυβέρνηση Παπανδρέου έχει τελευτήσει τον βίο της» και καλεί τον Παπανδρέου «να το πάρει απόφαση και ό,τι έχει να κάνει ας το κάνει γρήγορα», σημειώνοντας ότι η τελευταία ευκαιρία του είναι να κάνει ανασχηματισμό «με πρόσωπα κατά το δυνατόν αξιόπιστα» και να προβεί σε «επανεκκίνηση της προσπάθειας», αλλιώς να πάει σε εκλογές για «να μεταθέσει τη λύση του Γόρδιου δεσμού στον κυρίαρχο λαό», παναπεί πως η υπομονή της αστικής τάξης έχει εξαντληθεί.
Το πολιτικό σύστημα, όμως, λειτουργεί. Και τα δυο κόμματα εξουσίας βρίσκονται περισσότερο κοντά από κάθε άλλη φορά. Ο Παπανδρέου μάζεψε τον Παπακωνσταντίνου και ανέλαβε μόνος του το πολιτικό παιχνίδι, επαναλαμβάνοντας καθημερινά ότι είναι πρόθυμος να ενσωματώσει στο κυβερνητικό πρόγραμμα προτάσεις της ΝΔ. Ο Σαμαράς, για να μη φανεί η συναίνεση, δηλώνει ότι το «Ζάππειο ΙΙ» στηρίζεται στη μείωση των συντελεστών φορολόγησης του κεφάλαιου και όσο δεν γίνεται αυτό δεν μπορεί να προσφέρει συναίνεση. Κυβερνητικά στελέχη ψιθυρίζουν στ’ αυτί των δημοσιογράφων ότι μπορεί ο Παπανδρέου να καλέσει τον Σαμαρά σε νέα «κατ’ ιδίαν συνάντηση», προκειμένου «να βρεθεί ένα πεδίο σύγκλισης». Από τη ΝΔ απάντησαν ότι ο Σαμαράς θα πάει, όπως πήγε και τις προηγού-μενες φορές, θύμισαν όμως ότι η κυβέρνηση κυβερνά, όχι η αντιπολίτευση.
Για να αποσείσει από πάνω του κάθε ευθύνη, ο Σαμαράς συνόψισε τη νέα θέση της ΝΔ: «Προσφέρω πλήρη στήριξη σε μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης που υπήρξαν και δικές μας θέσεις, πριν τα “ανακαλύψει” η κυβέρνηση. Τι μας λέτε τώρα; Οτι πρέπει να συναινέσουμε σε αυτά που ήδη έχουμε προτείνει;». Και συνέχισε: «Θέλετε, λοιπόν, να νομοθετήσουμε μαζί για να επισπεύσουμε την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με τον καλύτερα τρόπο για το δημόσιο συμφέρον; Πολύ ευχαρίστως. Δική μας πρόταση ήταν, έτσι κι αλλιώς, θα τη βοηθήσουμε. Θέλετε να πάρουμε μαζί πρωτοβουλίες για συμβάσεις εκχώρησης υποδομών, λιμανιών και αεροδρομίων, που εμείς τα ζητάμε εδώ και ενάμιση χρόνο και τώρα τα “ανακάλυψε” η κυβέρνηση; Πολύ ευχαρίστως!». Ως εκεί, όμως. Υπενθύμισε ότι η μη υιοθέτηση από την κυβέρνηση ολόκληρου του «Ζαππείου ΙΙ» εμποδίζει τη ΝΔ να δώσει λευκή επιταγή.
Η ΝΔ προσπαθεί να βγει από το κάδρο της συναίνεσης με τη φλυαρία περί αναδιαπραγμάτευσης του Μνημόνιου, που θα καταστεί κενό γράμμα, όταν η κυβέρνηση υπογράψει και το νέο Μνημόνιο για να πάρει νέο δάνειο. Τότε θα έρθει η ώρα της ΝΔ. Τότε θα έχει φτιαχτεί το κλίμα για να επικαλεστεί (μετεκλογικά πάντοτε) ο Σαμαράς «καμένη γη» και «δεμένα χέρια». Μπορεί, όμως, να τον σώσει αυτό; Ο λαός δεν σκέφτεται νομικίστικα, αλλά με βάση τις ανάγκες του. Κι ο Σαμαράς θα ξεφτιλιστεί τάχιστα, όπως συνέβη και με τον Παπανδρέου.








