Ορισμένοι δικαστές-συνδικαλιστές είναι ιδιαιτέρως ακριβείς στις εκφράσεις τους. Υποστηρίζουν ότι η κατάργηση του «αυτοδιοίκητου» των δικαστηρίων, που προωθεί με θερινό νομοσχέδιο η κυβέρνηση Καραμανλή, προσβάλλει τη «λειτουργική ανεξαρτησία» των δικαστών. Αυτό είναι σωστό. Να μη μπερδεύουμε, όμως, τη λειτουργική ανεξαρτησία με την ταξική ανεξαρτησία, όπως κάνουν πολλοί και διάφοροι δημοσιολογούντες των ημερών. Διότι ταξική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των δικαστών ουδέποτε υπήρξε και ουδέποτε πρόκειται να υπάρξει. Η Δικαιοσύνη είναι ταξικός θεσμός και όταν πάψει να είναι τέτοιος, θα πάψει και να υπάρχει. Η αταξική κοινωνία δεν θα έχει ανάγκη κανενός θετού Δικαίου και κανενός κρατικού μηχανισμού για την εφαρμογή του.
Η αστική κοινωνία, βέβαια, αρέσκεται να βαφτίζει το Δίκαιό της και τη Δικαιοσύνη της υπερταξικά. Μόνο που η ζωή προσφέρει καθημερινά άφθονα παραδείγματα για το αντίθετο. Ειδικά η περίοδος που διανύουμε μας προσφέρει πλούσιο υλικό για να στοχαστούμε πάνω σ’ αυτό το θέμα και να απεμπλακούμε από την επιρροή όλων των σχετικών ιδεολογημάτων. Το ισχύον Δίκαιο είναι ταξικό (αστικό) και ο μηχανισμός της Δικαιοσύνης που το εφαρμόζει το ίδιο. Στην ιστορική διαδρομή του νεοελληνικού κράτους οι δικαστές ως κάστα έδειξαν ότι ξέρουν να υπερασπίζονται πολύ καλά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, τα συμφέροντα του συστήματος. Και τα γενικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα, καταστέλλοντας σκληρά κάθε αμφισβήτησή τους, και τα άμεσα συμφέροντα του συστήματος και των ξεχωριστών καπιταλιστών (αρκεί να σκεφτούμε ότι 9 στις 10 απεργίες κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές).
Ομως, οι δικαστές καλούνται πολλές φορές να επιλύσουν διαφορές ανάμεσα σε καπιταλιστές ή διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές κάστες, οι οποίες παίρνουν ποινική μορφή. Τότε τα πράγματα γίνονται ζόρικα. Οι πόλοι εξουσίας μπλέκονται μεταξύ τους. Είναι απολύτως λογική η τάση κάθε κυβέρνησης να ελέγξει το μηχανισμό με βάση τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Και είναι απολύτως λογική η τάση των ανθρώπων που επανδρώνουν το μηχανισμό να θέλουν μια ορισμένη λειτουργική ανεξαρτησία. Και για το «πρεστίζ» τους στην αστική κοινωνία, και για να αναβαθμίσουν το ρόλο τους ως πόλος εξουσίας και να μη περιορίζονται στο ρόλο ενός απλού εκτελεστικού οργάνου, και για να μπορούν να ρυθμίζουν «τα του οίκου τους» με βάση τους δικούς τους εσωτερικούς συσχετισμούς.
Ποιον να υπερασπιστείς, λοιπόν, σ’ αυτή την κόντρα; Εναν από τους δύο συγκρουόμενους πόλους της ενιαίας αστικής εξουσίας; Μια αντιδραστική συντεχνία κόντρα σε μια αντιδραστική κυβέρνηση; Μήπως με το υπάρχον σύστημα διοίκησης των δικαστηρίων είδαν κανένα καλό οι εργαζόμενοι; Μήπως λειτούργησε διαφορετικά η αστική Δικαιοσύνη; Μήπως έδειξε ευαισθησία στους αγώνες των εργαζόμενων, ευαισθησία στους απόκληρους της κοινωνίας, ευαισθησία σε αγωνιστές που έπεσαν στα νύχια της;